Αχαϊα Ελλάδα

Από τη Μύκονο στον Λαγανά, έγκλημα και ατιμωρησία

Ακούστε το άρθρο

Η οικογένεια του Μπακάρι Χέντερσον ήρθε πριν από δύο εβδομάδες και πάλι στη Ελλάδα. Στην Πάτρα, η δίκη για τη δολοφονία του γιου τους, που ξεκίνησε στις 21 Σεπτεμβρίου, βρίσκεται πλέον στην τελική ευθεία – σε αναμονή για την ετυμηγορία. Ενημερώθηκαν, όμως, πως τελικά η δίκη θα ολοκληρωθεί στις 22 Νοεμβρίου. Ηταν μια δυσάρεστη εξέλιξη, αφού έχοντας εξαντλήσει τις ημέρες που θα μπορούσαν να απουσιάζουν από τις δουλειές τους, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο Τέξας. Σκοπεύουν, όμως, να έρθουν ξανά στην Ελλάδα στο τέλος του μήνα για την απόφαση.

Ολο αυτό το διάστημα, μια άλλη οικογένεια στην Αυστραλία, που ουδεμία σχέση είχε με τον Μπακάρι, την οικογένειά του ή κάποιον από τους εννέα κατηγορουμένους, επίσης αγωνιά για την εξέλιξη της δίκης στην Πάτρα. Ισως γιατί κατά κάποιον τρόπο ξαναζούν αυτό που είχαν περάσει και εκείνοι όταν έχασαν τον γιο τους Ντουζόν στη Μύκονο το 2008. Το 20χρονο αγόρι επέστρεφε τότε στο ξενοδοχείο, όταν τέσσερις υπάλληλοι ενός νυχτερινού κέντρου τον σταμάτησαν στον δρόμο και προσποιούμενοι τους αστυνομικούς «ξεκίνησαν μια φασαρία» που κατέληξε στον θανάσιμο τραυματισμό του. Οταν ο πατέρας του έφτασε στην Ελλάδα, βρήκε τον γιο του κλινικά νεκρό και πήρε τότε την απόφαση να δωρίσει τα όργανά του. Στη συνέχεια και για πάρα πολλά χρόνια επικεντρώθηκε στη δίκη. Ισως θεωρούσε πως αυτό θα απάλυνε τον πόνο του, ίσως το έβλεπε ως υποχρέωσή του, οι δολοφόνοι του Ντουζόν να μπουν στην φυλακή. Η εμπειρία του, όμως, από τη δικαστική πορεία της υπόθεσης, όπως τη διηγήθηκε στην «Κ» είναι αποκαρδιωτική: Αναβολές και καθυστερήσεις. «Νιώσαμε σαν κάποιος να μας έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. Η έκβαση της υπόθεσης ήταν μια τεράστια προσβολή», λέει στην «Κ» ο πατέρας του Ντουζόν, Ολιβερ Ζάμιτ.

Η δίκη είχε ξεκινήσει μόλις λίγες ημέρες πριν ολοκληρωθεί το 18μηνο της προφυλάκισης του βασικού κατηγορουμένου (οι άλλοι τρεις είχαν αφεθεί ελεύθεροι από την πρώτη στιγμή με περιοριστικούς όρους). Στη δικαστική αίθουσα, ο Ζάμιτ ένιωθε χαμένος, αλλά όπως λέει ήταν τουλάχιστον τυχερός, γιατί ο άνθρωπος που είχε πάρει την καρδιά του γιου του βρισκόταν συνεχώς στο πλάι του και του μετέφραζε, αλλιώς δεν θα είχε ιδέα του τι είχε ειπωθεί, αφού δεν προβλεπόταν κάποιος να του μεταφράζει. Το ίδιο είχαν νιώσει και οι γονείς του Μπακάρι όταν ξεκίνησε το δικό τους δικαστήριο. Η μεταφράστρια που είχε ορίσει η έδρα για να μεταφράσει αποκλειστικά τις καταθέσεις τους, βλέποντάς τους να αδυνατούν να παρακολουθήσουν, έκατσε δίπλα τους και προσπαθούσε να τους μεταφέρει τα όσα λέγονταν –στις πρώτες συνεδριάσεις βέβαια ήταν σχεδόν αδύνατον, οι περίπου 15 δικηγόροι φώναζαν– πολλές φορές ταυτόχρονα.

Για τους Αμερικανούς ήταν όλα πρωτόγνωρα – οι δύο φίλοι του Μπακάρι, σημαντικοί μάρτυρες, με έκπληξη είδαν τους δικηγόρους να ζητούν παράταση της διαδικασίας γιατί είχαν και άλλες υποθέσεις να εκδικάσουν. Η έδρα το δέχθηκε και οι δύο μάρτυρες αναγκάστηκαν να ακυρώσουν το εισιτήριο της επιστροφής για να προλάβουν να καταθέσουν – ο ένας παραλίγο να απολυθεί από τη δουλειά του. Οι δικηγόροι της οικογένειας, πάντως, τους λένε πως η δίκη προχωράει με ταχύτητα για τα ελληνικά δεδομένα.

Η δίκη για τη δολοφονία του Ντουζόν ολοκληρώθηκε στον πρώτο βαθμό πιο γρήγορα. Μέσα σε 10 ημέρες είχε βγει η απόφαση: Ο βασικός κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε 22,5 χρόνια, οι άλλοι δύο σε 8 και 7,5 χρόνια, (αλλά παρέμειναν ελεύθεροι, αφού η έφεσή τους είχε ανασταλτικό χαρακτήρα). Εκείνο, όμως, το πρώτο δικαστήριο ήταν μόνο η αρχή ενός γολγοθά για την οικογένεια. Εναν χρόνο αργότερα επέστρεψαν στην Ελλάδα για τη δίκη του τέταρτου, ανήλικου κατηγορουμένου στη Σύρο. Ομως η δίκη αναβλήθηκε λόγω απεργίας εκείνη την ημέρα των εργαζομένων στην ακτοπλοΐα. Η οικογένεια αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αυστραλία και να ξαναέρθει μερικές εβδομάδες αργότερα. Το κόστος για όλα αυτά τα ταξίδια (επτά στο σύνολο) ήταν ολοκληρωτικά δικό τους.

Οι καθυστερήσεις

«Αυτή είναι η δυσκολία, όταν μένεις τόσο μακριά, οι δουλειές τρέχουν, το ίδιο και οι ανάγκες της οικογένειας. Δεν γίνεται να τα “παγώσεις” όλα και να μετακομίσεις στην Ελλάδα μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση», εξηγεί ο Ζάμιτ. Το Εφετείο καθυστέρησε τρία χρόνια (αργότερα έμαθε με έκπληξη πως αυτό είχε γίνει και με αιτήματα για αναβολή του δικού τους δικηγόρου). Τελικά, οι ποινές όλων μειώθηκαν: για τους τρεις κατηγορουμένους τα πέντε χρόνια μπορούσαν πλέον να εξαγοραστούν και η ποινή του βασικού κατηγορουμένου έπεσε στα 18 χρόνια. Εχοντας ήδη κάνει μεροκάματα στη φυλακή, η ποινή αυτομάτως μειώθηκε στα 9 και έχοντας δείξει καλή διαγωγή κατάφερε, εκμεταλλευόμενος έναν νόμο για την αποσυμφόρηση των φυλακών, να βγει στα 6 χρόνια.

«Ο δικηγόρος μας εξήγησε πως έτσι λειτουργεί το σύστημα αλλά αυτό δεν το κάνει πιο εύκολο. Δεν είναι ότι είχαν κλέψει ένα αυτοκίνητο, σκότωσαν έναν άνθρωπο». Ο Ζάμιτ ξαναήρθε στην Ελλάδα προσπαθώντας να αναιρέσει την απόφαση στον Αρειο Πάγο, αλλά δεν τα κατάφερε. «Νιώσαμε αδειασμένοι. Το δικαστήριο μπορεί να είχε κρίνει πως ήταν ένοχοι, αλλά στην πραγματικότητα ήταν σαν να μας λένε πως είναι αθώοι. Μας στοίχισε όλο αυτό, αλλά έπειτα από επτά χρόνια συνειδητοποιήσαμε πως δεν είχαμε άλλες αντοχές. Επρεπε να επικεντρωθούμε στην οικογένειά μας και να προσπαθήσουμε να αφήσουμε πίσω μας όλη αυτή την κακή εμπειρία».

Παρ’ όλα αυτά, ημέρες σαν και αυτές που διαβάζει για την υπόθεση του Μπακάρι, το μυαλό του αναπόφευκτα γυρίζει στα όσα πέρασε. «Ο καθένας αντιδρά διαφορετικά. Δεν ξέρω πως νιώθουν οι Χέντερσον, ίσως και αυτοί να νιώθουν πόνο, θυμό, ίσως και μίσος. Το μόνο που μπορώ να τους πω είναι πως μια δικαστική “νίκη” δεν θα είναι στην πραγματικότητα νίκη. Οχι μόνο επειδή στην Ελλάδα το “ένοχος” δεν μεταφράζεται σε μια πραγματική καταδίκη, αλλά γιατί θα επιστρέψουν σπίτι τους και η θέση του Μπακάρι στο τραπέζι θα παραμείνει άδεια. Το μόνο καλό στο ότι όλο αυτό συνέβη στην Ελλάδα είναι ότι δεν κινδυνεύουν να συναντήσουν τυχαία στον δρόμο τους δολοφόνους του γιου τους, που αναπόφευκτα σύντομα θα κυκλοφορούν ελεύθεροι», καταλήγει.

Πηγή: Καθημερινή 

Όλη η επικαιρότητα