Σαν Σήμερα

Γεννιέται σαν σήμερα ο Γιάννης Αγγελάκας

Ακούστε το άρθρο

Ο Γιάννης Αγγελάκας αφηγείται τη ζωή του

Μουσικός. Γεννήθηκε στη Νεάπολη κι εξακολουθεί να ζει στη Θεσσαλονίκη. Αντέχει τον Καζαντζίδη μόνο τις Κυριακές και διακατέχεται από το σύνδρομο του χαμένου φτωχοπαραδείσου. 

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νεάπολη της δεκαετίας του ’60, μια φτωχοσυνοικία -τότε- της Θεσσαλονίκης. Θυμάμαι χαμόσπιτα, αλάνες και γειτονιές ανθρώπων δεμένων μεταξύ τους μέσα στην ανέχεια, να δουλεύουν, να γλεντάνε, να καυγαδίζουν, να μονοιάζουν, κι εμείς παιδιά -πολλά παιδιά- ξαμολημένα στους δρόμους να παίζουμε τα καλοκαίρια απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, μέχρι να μας μαζέψουν με το ζόρι στο σπίτι. Διακατέχομαι κι εγώ από το σύνδρομο του χαμένου φτωχοπαραδείσου.

Μικρός μου άρεσε να στήνω μικρές θεατρικές παραστάσεις μπροστά στα άλλα παιδιά, υποδυόμενος όλους τους ήρωες των αυτοσχέδιων ιστοριών μου, πράγμα που ενοχλούσε τον πατέρα μου. Όποτε με ανακάλυπτε, με τράβαγε κατευθείαν στο σπίτι. Υποψιάζομαι πως αυτό μου το βίτσιο τον τρόμαζε σαν προοίμιο, ίσως, μιας μελλοντικής μου ομοφυλοφιλίας – πράγμα για το οποίο αργότερα διαψεύστηκε πανηγυρικά.

Πρώτη μου μουσική μνήμη είναι η «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη και ο Καζαντζίδης στα ραδιόφωνα κάθε Κυριακή. Ακόμα και σήμερα, τον Καζαντζίδη μόνο Κυριακές τον αντέχω.

Ύστερα ήρθε η εφηβεία. Η έντασή της είχε πια μεταφερθεί μέσα σε ασφυκτικά διαμερίσματα, σε κακόγουστες πολυκατοικίες, και οι πρώτες μουσικές μεταπολιτευτικές απογοητεύσεις μου -κακοφορμισμένα «αντάρτικα» και κνίτικες μπαλάντες- γρήγορα ξεπεράστηκαν με τις ενθουσιώδεις ακροάσεις των Beatles, Rolling Stones, Pink Floyd. Το μυαλό μου, η καρδιά μου και το σώμα μου είχαν βρει επιτέλους το μονοπάτι της απελευθέρωσης. Με τον Γιώργο Καρρά στα γρήγορα αγοράσαμε κιθάρες και αρχίσαμε να ψάχνουμε τα μαγικά ακόρντα. Λίγο αργότερα έπεσε στα χέρια μου το «Rise and fall of Ziggy Stardust» του David Bowie – το άκουσα πρώτη φορά στα ακουστικά, αργά το βράδυ, ανάμεσα σε διαβάσματα για το λύκειο. Όλοι στο σπίτι κοιμούνταν. Όταν έβγαλα τα ακουστικά κάτι είχε αλλάξει πια μέσα μου για πάντα.

Από μικρός, όταν με ρωτούσανε «τι θέλεις να γίνεις;», σκεφτόμουν πως δεν ήθελα να γίνω τίποτα. Σιγά-σιγά όμως, όσο άκουγα αυτή την υπέροχη μουσική, καταλάβαινα πως ήθελα να ασχοληθώ μαζί της, να αφοσιωθώ σ’ αυτήν και να βουτήξω μέσα της. Ήμουν αποφασισμένος και κάπου βαθιά μέσα μου σίγουρος ότι θα τα καταφέρω, παρ’ ότι οι αντικειμενικές συνθήκες ήταν όλες σκληρά εναντίον μου.

Στη Νεάπολη, το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, εκτός από το εργατικό κίνημα, το ΚΚΕ και τα λοιπά, υπήρχε και μια ζωντανή -ας την πούμε ροκ- μουσική σκηνή. Μια κοινότητα από υπέροχους αλητάμπουρες που είχαν γράψει στ’ αρχίδια τους τη δήθεν πολιτική και την ίδια τους τη φτώχια και τζαμάρανε με διάφορα σχήματα σε υπόγεια, σε μισοερειπωμένες αποθήκες βενζινάδικων με φτηνά νοίκια, κι όπου, τέλος πάντων, μπορούσαν να στηθούν δυο ενισχυτές και ένα ψευτοσέτ τύμπανα. Hard rock, heavy metal, punk rock, τα πάντα μπορούσες να ακούσεις, φτάνει να ήξερες πού και πότε. Οι Μοβ είχαν ήδη δισκογραφήσει και ήταν θρύλοι και οι Γκρόβερ ετοίμαζαν τα πρώτα τους τραγούδια που θα έμπαιναν αργότερα στη θρυλική συλλογή «Διατάραξη κοινής ησυχίας». Εκεί γύρω ξεκινήσαμε με τον Καρρά να στήνουμε τις Τρύπες. Τα πρώτα μας τραγούδια, τα «Ασφάλεια», «Νταβατζής», «Άσχημο όνειρο», τα πρωτοπαίξαμε σε ένα live στα πανεπιστήμια με τον συχωρεμένο Μιχάλη Κανατίδη στην κιθάρα, τον Κώστα Φλωροσκούφη στα τύμπανα και τον Γιώργο Χριστιανάκη στα πλήκτρα. Η συνέχεια, για όσους μας αγάπησαν, είναι λίγο πολύ γνωστή.

Τη δεκαετία ’82-’92, με τον Μπάμπη Παπαδόπουλο πλέον στην κιθάρα, πεινώντας και διψώντας, ηχογραφήσαμε τρεις δίσκους και κάναμε αρκετά υπέροχα live σε περιορισμένα αλλά φανατικά ακροατήρια. Παρ’ όλα αυτά, έκανα διάφορες δουλειές για να μπορώ να στέκομαι στα πόδια μου και να συνεχίζω: μάζευα σταφύλια στην Κρήτη, σερβιτόρος, DJ, εργάτης, μα πάντα στο βάθος μουσικός με πίστη, συνείδηση και ελπίδα.

https://www.youtube.com/watch?v=hhZ0FnuFQDw

Μετά το ’93, το σκηνικό με τις Τρύπες άλλαξε αναπάντεχα. Η επιβίωση είχε κερδηθεί, μα ποιος χορταίνει μόνο με επιβίωση; Από κει και πέρα, είχαμε να δείξουμε στον εαυτό μας γιατί βρεθήκαμε εκεί που βρεθήκαμε. Ζούσαμε πια σε μια παρανοϊκή χώρα από φοβισμένους φτωχοδιάβολους που πίστευαν πως τίποτα καλύτερο δεν μπορούσε να τους συμβεί από το να τρώνε, να χέζουν και να βλέπουν τηλεόραση. Όποιος μπορούσε να τους εξασφαλίσει αυτό ήταν η αρχηγάρα τους. Η αισθητική, η ηθική, ο αυτοσεβασμός, η αλληλεγγύη, η αγωνία για εξέλιξη είχαν πάει κατά διαόλου. Τα βάλαμε με όλους και με όλα. Τις φάγαμε, αλλά δώσαμε κιόλας. Δόξα τω Θεώ, το γλεντήσαμε. Το ευχάριστο ήταν ότι πολύς κόσμος το γλεντούσε μαζί μας.

«Δεν πρόκειται ποτέ να μείνω μόνος, στη χειρότερη περίπτωση θα ‘μαι με το Θεό». Αυτή η φράση του Χένρι Μίλερ με σημάδεψε από έφηβο. Πάντα πορεύομαι με φίλους και φίλοι είναι αυτοί που μαζί κοιτάνε στο ίδιο σημείο του ορίζοντα και πηγαίνουν σκουντουφλώντας προς τα κει χαρούμενοι. Ο άντρας που διεγείρει τη δημιουργικότητά μου είναι ο φίλος. Η γυναίκα που διεγείρει τη δημιουργικότητά μου είναι ο έρωτας. Ή μήπως όλα είναι έρωτας; Άντε βγάλε άκρη.

Και οι πιο μεγάλοι έρωτες κάποτε τελειώνουν. Στη ζωή εννοώ, γιατί στο σινεμά, στα βιβλία και στην καλλιτεχνική φαντασία γενικώς, τα πράγματα μπορεί να εξελιχθούν και καλύτερα. Ο έρωτας με τις Τρύπες κάποτε τέλειωσε και ο καθένας ξέρει πόσο δύσκολο είναι να σαλπάρεις, αφήνοντας πίσω σου το ομορφότερο λιμάνι που έχεις συναντήσει. Να το βλέπεις να χάνεται στις φλόγες. «Η φωτιά στο λιμάνι», που λέει κι ο Παύλος στα Σπαθιά.

Αν αγαπάς τη θάλασσα, δεν έχεις καιρό για νοσταλγία και η μουσική είναι θάλασσα. Πώς να βολευτείς σε έναν καναπέ στη μέση του ωκεανού;

Δεν ταξιδεύω στην τύχη, πιο πολύ πηγαίνω νιώθοντας πως ένα τυχερό πνεύμα με προσέχει.

Το αν καταφέρνουμε κάτι ή όχι λίγο με νοιάζει. Αυτό που με γεμίζει είναι που μπορώ ακόμα να παίρνω φόρα και να κουτουλάω πάνω στα ντουβάρια της νεοελληνικής ανοησίας. Ακόμα κι αν δεν ανοίξω καμιά τρύπα, είναι ένας αξιοπρεπής τρόπος να τρώω τα μούτρα μου.

Η Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’80 δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τη Θεσσαλονίκη του 2009. Φτάνει να σταθείς στις όχθες της Τσιμισκή ένα Σαββατόβραδο και να χαζεύεις όλες αυτές τις ορδές των γλεντζέδων που στριμώχνονται σε αυτοκίνητα δανεισμένα από τράπεζες, σε ατέλειωτο traffic, με τα σκυλάδικα στο στερεοφωνικό κάργα, να χάσκουν νομίζοντας πως διασκεδάζουν. Ένα αργοκίνητο ποτάμι ηλιθιότητας. Οι ψηφοφόροι του Ψωμιάδη, οι πιστοί του Άνθιμου, σκυλάδικο και ορθοδοξία. Θεέ και κύριε. Τρομάζω καμιά φορά όταν σκέφτομαι τι μπορεί να κρύβουν αυτοί οι άνθρωποι πίσω από τον φερετζέ του εθνικισμού και της θρησκοληψίας. Έμαθα ότι ο Άνθιμος είναι εναντίον της φορολόγησης της εκκλησιαστικής επιχειρηματικότητας, γιατί τα κέρδη της, λέει, τα δίνουν υπέρ των φτωχών – εννοεί μερικά συσσίτια που μοιράζει η Εκκλησία; Όλοι ξέρουμε πως αν συνέβαινε κάτι τέτοιο πραγματικά, θα έτρωγε και θα έπινε στην υγειά του όλη η πόλη για αρκετά χρόνια, χωρίς να χρειάζεται καν να δουλεύει κανείς.

Γεια χαρά, και ο σοσιαλισμός μαζί σας!

Πηγή: LIFO

Όλη η επικαιρότητα