«…Θυμάμαι που είχα γείρει στον ώμο σου τις προάλλες. Ανέπνεες βαριά και ράθυμα, Τάκη μου, και με παρακολουθούσες με την άκρη του ματιού σου όσο έκαιγε στα χείλη μου ένα τσιγάρο. Πριν πέσει σαν οβίδα ανάμεσά μας η σιωπή, σε είχα ρωτήσει αν ήσουν από τους άντρες που δεν ξέρουν πώς να πουν αντίο και την ίδια στιγμή είχα αναρωτηθεί αν ήμουν μία από τις γυναίκες που δεν ξέρουν πότε να το πουν. Ο ήλιος μάς έκαιγε τις πλάτες εκεί στα σκαλιά της Νομαρχίας, αλλά ήμουν ακούνητη. Μύριζα άπληστα το άρωμά σου, αφουγκραζόμουν και μετρούσα τους παλμούς της καρδιάς σου. Να τρυπώσω μέσα της και να μην ξαναβγώ, ήθελα. Πάσχιζα, καλέ μου, να καταλάβω αν είχες να σταλάξεις μια – δυο σταγόνες ευτυχίας ακόμα μες στη δική μου. Χωρίς να ρωτήσω το παραμικρό, έστρεψες το βλέμμα σου πάνω μου. Τα χείλη μας ήταν σε απόσταση αναπνοής. Η επιθυμία και η απραξία σου σε έκαναν τρομακτικά θλιμμένο, και το να γυρεύω ένα φιλί σου εκείνη τη στιγμή, έμοιαζε με καθαρή αυτοκτονία. Κι όμως, δεν ήθελα να πεθάνω. Ούτε κι εσύ στο βάθος. Ήθελα απλώς να εξαφανιστούμε. Να φύγουμε μαζί για έναν άγνωστο κόσμο.»

Το συγκεκριμένο γράμμα δεν έφτασε ποτέ στον παραλήπτη του. Ίσως φταίει που οι λέξεις πνίγηκαν στην αλμύρα των δακρύων. Ίσως φταίει που όλες οι αποφάσεις είχαν ληφθεί. Σε μια από τις βόλτες τους στο Ζάππειο, ο Καρυωτάκης της είπε πως η αγάπη τους θύμιζε έρωτα μετά από απονεύρωση. Και έτσι να ήταν, η Πολυδούρη με το χέρι της πλεγμένο στο δικό του, ήξερε πως όταν αναζητούμε το καλύτερο στους άλλους, μοιραία ανακαλύπτουμε και τον δικό μας κρυμμένο καλό εαυτό, και πως η ίδια για χάρη του δεν ήταν μόνο πρόθυμη να προεκτείνει τα όριά της, αλλά να τα ξεπεράσει. Ο ποιητής που κλωτσούσε μερικά χαλίκια με τις μύτες των παπουτσιών του και κρατούσε την παλάμη του αντήλιο, αρνήθηκε να την παντρευτεί παρόλο που του το είχε ζητήσει. «Είμαι άρρωστος, Μαρία. Στο πλάι μου θα αρρωστήσεις κι εσύ», της είπε κρύα. Την επόμενη μέρα, στις 18 Ιουνίου 1928, έφυγε με καράβι. Η Νομαρχία Αθηνών τον έστελνε στην Πρεβέζης, και η μοίρα σε μια γωνιά της πόλης, χλεύαζε τη Μαρία που ξεκινούσε το δικό της ταξίδι. Στα τάρταρα του αποχωρισμού.

Ο Κώστας Καρυωτάκης, γεννημένος στις 11 Νοεμβρίου 1896 στην Τρίπολη Αρκαδίας, έμελλε να φοιτήσει στη Νομική Αθηνών, να εργαστεί ως σώμα σε διάφορες Νομαρχίες ανά την Ελλάδα, αλλά σαν πνεύμα να βρει απάγκιο στην αγκαλιά της ποίησης. Ξεκίνησε να καταγράφει όσα δεν είχαν τρόπο να βγουν από το στόμα του. Εκφράστηκε με δεδομένο ότι η πραγματική μοναξιά δεν έγκειται απαραίτητα στο να είσαι μονάχος. Εκφράστηκε με στόχο να επουλώσει τα προσωπικά του τραύματα από μάχες που δείλιασε να δώσει. Στον εαυτό του ταμπουρώθηκε σχηματίζοντας έναν θλιβερό σωρό από μυστικά με κυριότερο τη σύφιλη που τού ταλάνισε το είναι. Πλάι στη Μαρία έζησε έναν φλογερό έρωτα υπό όρους. Μια αρμαθιά χάδια, κάποιες αγκαλιές κι αργόσυρτα φιλιά στο λαιμό της, ήταν όσα έδωσαν παροδικό χρώμα στην ύπαρξή του. Η πνευματική τους ένωση ήταν σαφώς ανώτερη της σαρκικής, και ηλεκτρικός ο δεσμός τους, όμως ο Καρυωτάκης πλήγωσε τη γυναίκα που τού έδειχνε το φεγγάρι μαλώνοντάς τον κάθε φορά που το βλέμμα του επικεντρωνόταν απλώς στο δάχτυλό της. Ο δημιουργός των ποιητικών συλλογών «Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων» (1919), «Νηπενθή» (1921) και «Ελεγεία και Σάτιρες» (1927), ένας εκ των σπουδαιότερων εκφραστών του σύγχρονου λυρισμού, μακριά από την αγάπη του, και από το φως, μακριά από την Αθήνα, στις 21 Ιουλίου 1928, μετατράπηκε στον Ιδανικό Αυτόχειρα: δεν βρήκε ποτέ το κουράγιο να αντιπαλέψει το χρόνο, αλλά αυτό δε σημαίνει πως φοβήθηκε την αιωνιότητα. Πρωταγωνιστής ενός από τα πιο δημοφιλή ποιήματά του, ήπιε τη βυσσινάδα του σε ένα παραδοσιακό καφενείο της Πρέβεζας, κι όταν η ώρα έδειξε τέσσερις και μισή και ο ήλιος άρχισε να καίει το απομεσήμερο, κίνησε κάτω από έναν απομακρυσμένο ευκάλυπτο κι έθεσε τέρμα στη ζωή του με μια σφαίρα στην καρδιά.

Η Μαρία Πολυδούρη, γεννημένη την πρωταπριλιά του 1902 στην Καλαμάτα, το ‘θελε πολύ να της πουν πως δεν ίσχυε η είδηση της αυτοκτονίας του αγαπημένου της. Η φεμινίστρια, της οποίας το έργο προσανατολίστηκε κυρίως στον ανικανοποίητο έρωτα και το μαύρο σεντόνι του θανάτου, το ατίθασο κορίτσι που συνάντησε τον Καρυωτάκη στα 20 της και κατέστρεψε τη ζωή της περιμένοντας μάταια την επάνοδό του, δάγκωσε τα χείλη της όταν έμαθε για την κατάληξή του. Τόσο που τα μάτωσε. Τίποτα δεν έμενε στη δύστυχη Μαρία που τα είχε χάσει όλα από καιρό: τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και την ικμάδα της όψης από την φυματίωση. Νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο Σωτηρία όταν την πληροφόρησαν πως εκείνος είχε βασιλέψει. Καθόταν οκλαδόν στο κρεβάτι της και κρατούσε στα χέρια της στο σημειωματάριό της.

Η πρώτη σελίδα έγραφε με καλλιγραφικούς χαρακτήρες «Οι τρίλλιες που σβήνουν», και όσοι στίχοι το επάνδρωσαν, αποτέλεσαν την σπουδαία ποιητική συλλογή που αφιέρωσε στον Καρυωτάκη. Η κοπέλα που έχασε τους γονείς της σε διάστημα ενός μήνα, το πλάσμα που έσκυψε με ευλάβεια πάνω στους πόνους του μελαγχολικού ποιητή, αγνοώντας την αρρώστια του, και καθετί που θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στην χαρά της δίπλα του, θαύμαζε πάνω από όλα το μεγαλείο του. Τον έβλεπε να αντέχει την ήττα με αξιοπρέπεια, την κριτική με ψυχραιμία και θεωρούσε κάθε συναισθηματικό του δισταγμό απέναντί της, βαθιά ένδειξη της αθωότητάς του. Μαζί του οι αισθήσεις της τής έλεγαν ότι κάτι υπήρχε, οι σκέψεις της προσδιόριζαν τι ήταν αυτό και τα αισθήματά της το ονόμαζαν έρωτα. Η Μαρία του θύμιζε με τον τρόπο της ότι τα ξυράφια πονούν, τα ποτάμια έχουν λάσπες, το οξύ αφήνει σημάδια, τα δηλητήρια προκαλούν σπασμούς και τα όπλα απαιτούν να ξέρεις καλό σημάδι. Με άλλα λόγια, τον προέτρεπε να ζήσει. Όταν εκείνος δεν την άκουσε κι όταν τής κρύφτηκε για τελευταία φορά, εκείνη αποφάσισε στις 29 Απριλίου 1930 να τον μιμηθεί. Ένας φίλος της, την προμήθευσε με ενέσεις μορφίνης, οι οποίες επέφεραν εκείνο το φευγάτο πρωινό τον θάνατό της μόλις στα 28 της χρόνια.

Μελετώντας κανείς τα ποιητικά αποτυπώματα των δυο τους, μα και τον έρωτα που φώλιασε στις ψυχές τους με όλες τις βροχοσταλίδες, αλλά και τα πιο θερμά του καλοκαίρια, είναι σε θέση να αντιληφθεί πως υποφέρουμε κυρίως από το κακό που μας κάνουν όσοι αγαπούμε, ενώ οι λοιπές αδικίες σε βάρος μας από ανθρώπους που μάς είναι αδιάφοροι, σχεδόν δεν μετρούν. Ιχνηλατώντας τις ζωές των δύο ποιητών, η σάρκα μοιάζει με μια φυλακή, όπου η ψυχή είναι ελεύθερη παρόλα αυτά, ενώ αργά ή γρήγορα όλοι καταλήγουμε σε ένα και μόνο συμπέρασμα. Πως τους ήρωες δεν τους βρίσκεις ποτέ στο σκοτάδι, αλλά πλάι σου, πως η μεγαλύτερη κι αρχαιότερη τέχνη είναι να φεύγεις πριν σε σπρώξει ένα αόρατο χέρι στο γκρεμό, και πως οι συναισθηματικές μας ανάγκες δεν κάνουν πάντα τα καλύτερα παζαρέματα.