Από τον ΠΕΡΙΚΛΗ Σ. ΒΑΛΛΙΑΝΟ
Το ότι στην αρχή ο φιλελευθερισμός πήρε την μορφή του αστικού φιλελευθερισμού δεν τον εμπόδισε από το να εκφράσει μια γενική αρχή της κοινωνίας με πολύ ευρύτερη εμβέλεια, μια αρχή της οποίας η ολοκλήρωση θα είναι ο σοσιαλισμός.
Έντουαρντ Μπέρνσταϊν
Δημοσίευση στο ATHENS REVIEW OF BOOKS, τεύχος 47 (Ιανουάριος 2014)
Eduard Bernstein, Οι προϋποθέσεις για τον σοσιαλισμό και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας [1899], μτφρ. Α. Μαυροκεφαλίδου, επιμ. Η. Κατσούλης, Παπαζήση, Αθήνα 1996, σελ. 384
1.
Η ελιά ευδοκιμεί στη χώρα μας από τον 6ο π.Χ. αιώνα όταν ο Σόλων έδωσε οδηγίες να δενδροφυτευθεί η Αττική. Το ίδιο ποτέ δεν ίσχυσε για την σοσιαλδημοκρατία, η οποία παρέμεινε ένα καχεκτικό δενδρύλλιο στις παρυφές του λενινο-σταλινικού δρυμού. Η σοσιαλδημοκρατία είναι η φιλελεύθερη εκδοχή της σοσιαλιστικής ιδέας. Η νεοελληνική κοινωνία δεν υπήρξε ποτέ φιλελεύθερη. Η ατροφία της σοσιαλδημοκρατίας και του φιλελευθερισμού έχει τις ίδιες ρίζες.
Ο διαφωτισμός στην απελευθερωμένη Ελλάδα δεν έγινε ποτέ πολιτιστική δύναμη. Τα συντάγματα του Αγώνα, όσο και εκείνο του 1864, αντλούσαν φυσικά από την εννοιολογία και την ορολογία της Γαλλικής Επανάστασης. Όπως όμως τόνιζε ήδη ο Φίνλεϋ, αυτό δεν ήταν παρά μια ψιμυθιωμένη πρόσοψη για να κερδηθεί η εύνοια της Ευρώπης.[1] Ο κοτζαμπάσικος τιμαριωτισμός και η ληστοκρατία υιοθέτησαν την γλώσσα της δημοκρατίας (της αυτονομίας των «κοινοτήτων») για να αποτρέψουν την ίδρυση ενός κράτους δικαίου. Η συλλογική συνείδηση διαποτιζόταν από μια μυστικιστική αντίληψη του ανθρώπινου πεπρωμένου, και τελικά της ίδιας της πολιτικής – φυσιολογικό αποτέλεσμα της μακραίωνης κηδεμονίας της ορθόδοξης εκκλησίας, της πιο αντιορθολογικής και σκληρωτικής εκδοχής του χριστιανισμού. Η ιδεοληψία, το μίσος για την αντίθετη γνώμη, η πίστη ότι «ο θεός είναι μαζί μας» και ο αντίπαλος όργανο του διαβόλου που πρέπει να εξοντωθεί, η ιδέα ότι η Δύση είναι ο τόπος του μεταφυσικού Κακού – όλα τα τοξικά υποπροϊόντα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής παρακμής (γιατί ο βυζαντινισμός στην ακμή του ήταν και μια αξιοθαύμαστη πολιτιστική αυτοσυνειδησία) έγιναν οι «αλήθειες» με τις οποίες διαπλάστηκε ο νεοέλληνας.
Αυτές οι ψεύτικες «αλήθειες» μας κυβέρνησαν από την ίδρυση του κράτους, απέφεραν ένα διαρκή εμφύλιο από το 1915 έως το 1949, που συνεχίστηκε σε ψυχρή μορφή και μεταπολεμικά, ενώ τείνει να αναζωπυρωθεί στις ημέρες μας. Οι ιδέες της νομιμότητας, των ατομικών δικαιωμάτων, της υποκειμενικής αυτονομίας και της ηθικής υπευθυνότητας γίνονταν καταγέλαστες όποτε έρχονταν σε αντίθεση με τους μεγάλους Μύθους που φλόγιζαν την «λαϊκή ψυχή»: το από Θεού εκλεκτό Έθνος ή εναλλακτικά το Ιστορικό Πεπρωμένο των «φτωχών και καταφρονεμένων», όπως και τα δύο τα όριζαν αυτοδιορισμένα ιερατεία ή/και κάποιοι «χαρισματικοί». Παρά το γεγονός ότι μεμονωμένες φυσιογνωμίες (ο Π. Καλλιγάς, οι Σαρίπολοι, ο Γ. Θεοτοκάς, ο Α. Μάνεσης κ.ά.) εξακολουθούσαν να προμαχούν υπέρ των ευρωπαϊκών, τελικά, ιδεωδών.
Αυτός ο ιδεολογικοποιημένος χλευασμός των θεμελιακών αρχών της κοινωνικής συμβίωσης είναι το κύριο χαρακτηριστικό της δημόσιας (αλλά της ιδιωτικής, φευ) ζωής μας μέχρι και σήμερα, μια στάση που διατρέχει πλέον όλους τους πολιτικούς φορείς. «Ο Λαός υπεράνω των θεσμών», όπως το εξέφρασε ο κατεξοχήν προφήτης της πολιτικής, και άλλης, αυθαιρεσίας κατά το πρόσφατο παρελθόν. Με άλλα λόγια, ο νόμος ισχύει μόνον όταν μας συμφέρει.
Ήταν αναπόφευκτο ότι και ο Μαρξισμός θα εισαγόταν απογυμνωμένος από τις διαφωτιστικές του προϋποθέσεις, δηλαδή την κριτικότητα, την προσήλωση στο αντικειμενικό γεγονός και την ελευθερία της γνώμης, τουτέστιν με κομμένο το κεφάλι για να θυμηθούμε τον Σ. Τσίρκα. Ταχέως μεταποιήθηκε και αυτός σε θεολογική πίστη. Η τάση αυτή ελάνθανε και στις ευρωπαϊκές του εκδοχές. Όμως εκεί προκάλεσε εκρηκτικές διανοητικές αντιπαραθέσεις, απ’ όπου ακριβώς ξεπήδησε ο σοσιαλδημοκρατικός αναθεωρητισμός. Στα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα το ζήτημα της αποδοχής των 21 όρων της Γ΄ Διεθνούς πυροδότησε συγκρούσεις που οδήγησαν στη διάσπασή τους και την ίδρυση ρωμαλέων αντιλενινιστικών σχηματισμών. Στην Ελλάδα η προσχώρηση ήταν σχεδόν ομόφωνη. Η παλαιά ονειροφαντασιά του «ξανθού γένους του Βορρά» πλέχτηκε αβίαστα με τον νεότευκτο μύθο της Μόσχας ως παγκόσμιας πρωτεύουσας της εργατικής ελευθερίας.
Η παράκρουση αυτή δεν σείστηκε από την σταλινική θηριωδία – στερεώθηκε μάλλον απ’ αυτήν, όπως όλες οι θρησκευτικές φαντασιώσεις που ό,τι και να συμβεί στον πραγματικό κόσμο το θεωρούν εκ των προτέρων επιβεβαίωση των ιερών τους δογμάτων. Και έκτοτε η ιστορία της καθ’ ημάς αριστεράς κινήθηκε στον αριστερισμό της πανσοφίας του «κόμματος-οδηγού». Ακόμα και οι θετικές εξελίξεις στους κόλπους της (η καθαίρεση Ζαχαριάδη το 1956, η στροφή του Χ. Φλωράκη προς την ενότητα της αριστεράς) έγιναν ετερόφωτα, είτε με άμεση σοβιετική ανάμιξη είτε ως προσαρμογή στην πολιτική του ΚΚΣΕ.
Η διάσπαση του 1968 οδήγησε πολλούς στην καταγγελία της σοβιετικής κηδεμονίας, μια τάση που ενισχύθηκε από την εισβολή στην Πράγα. Όμως αυτό ποτέ δεν απέκτησε το βάθος ενός συνειδητού σοσιαλδημοκρατικού αναθεωρητισμού. Κινήθηκε πάντα στο πλαίσιο της γελοίας θεωρίας των «γραφειοκρατικών στρεβλώσεων». Το σύνθημα ήταν η επιστροφή στον λενινισμό, που ήταν, υποτίθεται, δημοκρατία! Το ότι ο λενινισμός ήταν η κατάλυση της δημοκρατίας, ότι δημοκρατία δεν υπάρχει παρά ως ελευθερία για εκείνους που σκέπτονται διαφορετικά, ότι ο Λένιν ξεριζώνοντας τη δημοκρατία δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα δήθεν θα έλυνε, το είχε ήδη διακηρύξει στεντορείως η μεγάλη αντίπαλος του αναθεωρητισμού Ρόζα Λούξεμπουργκ. Όμως εμείς εδώ περιφρονούσαμε τις αλήθειες αυτές, γιατί –κατά την υποχρεωτική σοβιετική ανάγνωση– ο αντιλενινισμός της Λούξεμπουργκ φανέρωνε μικροαστικές προκαταλήψεις. Μας έθελγε αφόρητα ο βοναπαρτισμός του Τρότσκυ που με τις λόγχες διέλυε το 1918 την ελεύθερα εκλεγμένη εθνοσυνέλευση επειδή ο λαός είχε διαπράξει τη μικροαστική αμαρτία να μη δώσει την πλειοψηφία στους μπολσεβίκους.
Το ΚΚΕεσ. ήταν μια θαρραλέα προσπάθεια που λοιδορήθηκε και διώχθηκε από τους κλειδοκράτορες της μαρξιστικής ορθοδοξίας. Όμως, ακόμα και μετά την αλλαγή τίτλου, ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του (όπως άλλωστε και η ΕΔΑ) έκφραση της σοσιαλδημοκρατίας, όσο κι αν κάποια μέλη του ενδεχομένως σε κάτι τέτοιο να προσέβλεπαν. Ήταν τόσο έντονη η ιδεολογική πίεση από την πλευρά των κολιγιαννικών, και ενδεχομένως η ενοχή για την απόσχιση από «Το Κόμμα», με την αγιότητα του οποίου είχαν γαλουχηθεί γενιές, που η αυτοάμυνά του ήταν η οχύρωση στα θέσφατα του λενινισμού. Τα μέλη του αξίωναν να είναι αυτοί οι «αληθινοί» κομμουνιστές. Μέσα στους κόλπους του ο αναθεωρητισμός, δηλαδή η σοσιαλδημοκρατία (ο περιβόητος «ρεβιζιονισμός») ήταν ανάθεμα. Κανείς από τους θεωρητικούς ή καθοδηγητές του δεν είχε κάτι το θετικό να πει για τους Σουηδούς, τους Γερμανούς, πολλώ δε μάλλον για τους Βρετανούς, σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι καθυβρίζονταν ως ενεργούμενα του ιμπεριαλισμού και εχθροί του «εργατικού κινήματος» επειδή δεν είχαν καταργήσει τον καπιταλισμό.
Ο «επίσημος» φιλόσοφος του κόμματος ήταν ο Ν. Πουλαντζάς, ο οποίος με τον αλτουσερικό «αντιανθρωπισμό» του ήταν επικριτής ακόμα και του ευρωκομμουνισμού και θεωρούσε τον φασισμό ως την φυσιολογική κατάληξη της «αστικής» δημοκρατίας, την ίδια ακριβώς στιγμή που σαρώνονταν οι δεξιές δικτατορίες στη νότια Ευρώπη και λίγο αργότερα στη Λατινική Αμερική. Οι πολιτικές πρωτοβουλίες του Λ. Κύρκου, που ήταν φωτισμένες και πριν και μετά την δικτατορία, καταγγέλλονταν εσωκομματικά ως ρεβιζιονιστικές εκτροπές. Το κομμάτι του ΚΚΕεσ. που υιοθέτησε με φανατισμό τα διδάγματα αυτά έχει εγκατασταθεί στο κόμμα των εκατομμυριούχων «γουναράδων» και επενδυτών στις Black Rock και JP Morgan. Αλλά και οι υπόλοιποι, με εξαιρέσεις, στην ίδια παλαιοκομμουνιστική θεολογία ομνύουν. Γι’ αυτό και το πέρασμά τους από την κυβέρνηση δεν ήταν παρά μια πεισματική υπεράσπιση των αντιλαϊκών προνομίων κάθε συντεχνίας, με κορυφαίο επίτευγμα την ακύρωση των όποιων μεταρρυθμιστικών πτυχών του νόμου για τα πανεπιστήμια.
Όσον αφορά το «σοσιαλιστικό κίνημα» το οποίο –μέσα από μια επικοινωνιακή λαθροχειρία– ιδιοποιήθηκε σοσιαλδημοκρατικά εύσημα, αυτό ακριβώς είναι που, σε υπερθετικό βαθμό, δεν έχει την παραμικρή συνάφεια με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Ο ολοκληρωτικός τριτοκοσμισμός και η υστερική προσωπολατρία του μπορεί ρητορικά να συγκαλύφθηκαν μετά το 1996. Πρώτευε βλέπετε η ανάγκη να διατηρηθούν στην εξουσία. Όμως εκείνη ήταν η ιδεολογικοπολιτική διαμόρφωση των στελεχών και του «λαού» του, όσων έφυγαν και όσων έμειναν – όπως δεν παραλείπουν να μας θυμίζουν με τα μανιφέστα τους οι «82», οι «75», οι «11» και το κακό συναπάντημα. Από τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα του Καναδά ο ιδρυτής του μιλούσε για «ένοπλο αγώνα» και για την «προδοσία» της αριστεράς, που πρωτοστατούσε τότε στην αντιδικτατορική αντίσταση, επειδή δεν τον ακολουθούσε στον τυχοδιωκτισμό του. Ανέβηκε στην εξουσία ξαφρίζοντας αριστερές ιδέες και σκυλεύοντας βιώματα και συντήρησε επίμονα την πιο χονδροειδή εμφυλιοπολεμική ρητορεία. Αποκαλούσε τον Μπρέζνεφ και τον Γιαρουζέλσκι μεγάλους ηγέτες. Ως πρόεδρος της ευρωπαϊκής κοινότητας έφερε την Ελλάδα σε ευθεία αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη (στο παλαιστινιακό και στην κατάρριψη του νοτιοκορεατικού αεροπλάνου).
Συνέχιζε να συκοφαντεί εκείνο ακριβώς το κομμάτι της αριστεράς που έδειχνε ευαισθησία για τη δημοκρατία («αριστερά των σαλονιών»). Υπήρξε ο πιο αγοραίος υβριστής των ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών, την ίδια στιγμή που τα ταμεία του ξεχείλιζαν από τις χρηματικές εισφορές τους. Εντελώς πρόσφατα οι επίγονοί του κατακεραύνωναν την «ατζέντα 2010» του Σρέντερ ως άθλιο νεοφιλελευθερισμό. Ο πιο γραφικός, και αντιπροσωπευτικός, εκφραστής αυτού του χώρου παραληρούσε από τηλεοράσεως με φόντο την Παναγιά και τον Βελουχιώτη, βοήθειά μας. Και ορθώς έπραττε, αφού το κοπάδι που σαλάγιζε περιλάμβανε από χουντοκανταφικούς και χουντοσυμβουλάτορες, εθνομανείς και θρησκόπληκτους μέχρι και κρυπτοεραστές της «κοινωνικής βίας». Και από κάτω το «μέγα πλήθος» χειροκροτούσε τις ΑΤΑ[2] που καταδίκαζαν σε φτώχεια τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Για την άσκηση της εξουσίας από αυτούς τους χωροφύλακες και τσολιάδες της λαϊκότητας, ας μην μιλήσουμε καλύτερα… Η αποδοχή, στα λόγια, της Ευρώπης (γιατί από κει έρρεε ο πακτωλός) ήταν για τα «σοσιαλδημοκρατικά» αυτά στίφη το πρόσχημα για «πλιάτσικο», όπως τις προάλλες μας θύμισε πάλαι σημαίνον στέλεχος του «κινήματος» που κάτι θα ξέρει. Επιφανής «σοσιαλδημοκράτης» από το σημερινό απομεινάρι μάς προειδοποιεί τελευταίως ότι όποιος επικρίνει τον Μεγάλο Αρχηγό είναι εχθρός της δημοκρατίας… Θα ήταν κακία να πούμε ότι ο αρχηγός της καρδιάς τους εξακολουθεί να είναι ο έγκλειστος λεβεντάνθρωπος, γι’ αυτό δεν το λέμε. Κατά το παρόν η κυβερνητική τους αποστολή συνοψίζεται, από κοινού με την ψευτοφιλελεύθερη δεξιά, στο να διατηρηθεί αλώβητο το πελατειακό κράτος και να βγει η δημοσιονομική προσαρμογή από τις σάρκες της μεσαίας τάξης και των ανέργων του ιδιωτικού τομέα. Γι’ αυτό οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν θέση στην σοσιαλδημοκρατία, και όχι λόγω του ανύπαρκτου νεοφιλελευθερισμού τους.
2.
Οι βασικές αρχές της σοσιαλδημοκρατικής ιδεολογίας είναι κατατεθειμένες στο εμβληματικό έργο του Έντουαρντ Μπέρνσταϊν Οι προϋποθέσεις για τον σοσιαλισμό και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας που πρωτοκυκλοφόρησε το 1899. Πρόκειται για ένα «καταραμένο» ούτως ειπείν έργο της μαρξιστικής φιλολογίας. Η βιαιότητα των επιθέσεων που δέχθηκε, με προεξάρχοντα τον Λένιν, το έκανε να αναθεματίζεται περισσότερο παρά να διαβάζεται, παρ’ ότι περιέγραφε επακριβώς την επιτυχημένη πρακτική του Γερμανικού κόμματος. Αυτό που πρυτάνευε όμως για τους επικριτές του ήταν η θεωρητική καθαρότητα, η πίστη στις «γραφές».
Ο αναθεωρητισμός ήταν μια μαρξιστική ιδεολογία.[3] Ο Μπέρνσταϊν δεν αμφισβητεί την εγκυρότητα της γενικής θεωρίας του Μαρξ: ο άξονας της ιστορίας είναι πράγματι η πολιτική και κοινωνική χειραφέτηση των εργαζομένων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλα τα θεωρητικά και πρακτικά αιτήματα που περιέχονται στο πολύπλευρο και αντιφατικό έργο του είναι αιώνιες αλήθειες. Στα ελληνικά[4] το έργο μεταφράσθηκε μόνο το 1996, δηλαδή περίπου έναν αιώνα αργότερα, και πέρασε απαρατήρητο γιατί βέβαια η κυρίαρχη αριστερή αντίληψη το είχε απαξιώσει. Δεν διανοούμαστε, δεν καταδεχόμαστε (ή/και φοβόμαστε) να το διαβάσουμε μήπως μολυνθούμε από τον βάκιλο. Σήμερα όμως είναι προφανές ότι, όπως τόνιζε ο μεγάλος Αυστριακός σοσιαλιστής ηγέτης Μπρούνο Κράισκυ, στην αντιπαράθεση γύρω από τον αναθεωρητισμό, με τον «κεντριστή» Κάουτσκυ και τους φανατικά «ορθόδοξους» Λούξεμπουργκ και Λένιν στην αντίθετη πλευρά, ο ιστορικός νικητής και μάλιστα κατά κράτος υπήρξε ο Μπέρνσταϊν. Όλες οι αλλαγές που βελτίωσαν δραματικά τη θέση της εργατικής τάξης και θεμελίωσαν το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο οφείλονται στην ηγεμονία του σοσιαλιστικού αναθεωρητισμού. Η λενινο-σταλινική ακρότητα απέφερε μονάχα την εξευτελισμό της σοσιαλιστικής ιδέας (πέρα από την εξόντωση εκατομμυρίων αθώων).
Η κατασυκοφάντηση των απόψεών του απέκρυψε επίσης ότι ο Μπέρνσταϊν ήταν ένας από τους ριζοσπάστες αντιπάλους της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας σε κρίσιμες συγκυρίες. Το 1914 εψήψισε στο Ράιχσταγκ εναντίον των πολεμικών πιστώσεων που ζητούσε η αυτοκρατορική κυβέρνηση. Κατά τη διάρκεια του πολέμου αντιτάχθηκε στους πολεμικούς σκοπούς της Γερμανίας καθώς και την πολιτική της «κοινωνικής ειρήνης» που τους υπηρετούσαν. Αποχώρησε από το επίσημο SPD και ήταν από τους ιδρυτές του αντιπολεμικού «ανεξάρτητου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος» (USPD). Μετά τον πόλεμο υπήρξε μαχητικός αντίπαλος του αναγεννώμενου Γερμανικού εθνικισμού, επιχειρηματολογώντας στην εθνοσυνέλευση της Βαϊμάρης υπέρ της ενοχής της αυτοκρατορικής Γερμανίας για την έκρηξη του πολέμου. Υπήρξε επίσης ένας από τους πρωτοπόρους υπερασπιστές των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων.[5]
Εξόριστος στο Λονδίνο ο Μπέρνσταϊν υπήρξε στενός φίλος και συνεργάτης του Ένγκελς μέχρι και τον θάνατο του τελευταίου το 1895. Η σχέση όμως αυτή δεν τον εμπόδισε, αν και τον δυσκόλεψε συναισθηματικά, από το να καταπιαστεί κριτικά με τη σκέψη των ιδρυτών του μαρξισμού. Η αναθεώρηση, όμως, ιδεών που ξεπεράστηκαν από την κοινωνική εξέλιξη είναι, λέει ο Μπέρνσταϊν, δική τους μεθοδολογική αρχή έτσι κι αλλιώς. Στην αρχική («ανώριμη», όπως την ονομάζει) εκδοχή της η υλιστική αντίληψη της ιστορίας ήταν μια οικονομιστική αιτιοκρατία, «ένας Καλβινισμός χωρίς Θεό».[6] Στις υστερότερες όμως εκδοχές της εμπλουτίζεται όλο και περισσότερο με την αναγνώριση του καταλυτικού, και ενίοτε καθοριστικού, ρόλου των νομικών, θεσμικών και πολιτιστικών συνθηκών που συγκροτούν μια ιστορική συγκυρία.[7] Στην εισαγωγή του στην πρώτη γερμανική έκδοση του Κεφαλαίου το 1867 ο Μαρξ εξυμνεί την προοδευτική σημασία των Εργοστασιακών Νόμων στη Βρετανία και των δραστικών βελτιώσεων που επέφεραν στις συνθήκες εργασίας του προλεταριάτου. Επαινεί την ακριβοδίκαιη και απροκατάληπτη δουλειά των επιθεωρητών εργασίας (που ήταν κρατικοί υπάλληλοι) και καταλήγει ότι η συνεχής παραγωγή τέτοιας προοδευτικής νομοθεσίας (όπως το οκτάωρο και το καθολικό δικαίωμα ψήφου, που είχε προτείνει η Α΄ Διεθνής) είναι νίκη βασικών σοσιαλιστικών αρχών και διαμορφώνουν συνθήκες για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης χωρίς βίαια μέσα. Παράλληλα επικροτεί τη δράση του καθόλα νομιμόφρονος και κάθε άλλο παρά βίαιου Χαρτισμού στη διαμόρφωση ευρέος ρεύματος στην κοινή γνώμη υπέρ των εργατικών αιτημάτων. Στην εισαγωγή της νέας έκδοσης του Κομμουνιστικού Μανιφέστου το 1872, που ο Μαρξ υπογράφει από κοινού με τον Ένγκελς, αναγνωρίζεται ρητώς ότι τα επαναστατικά αιτήματα του 1848 είναι πλέον παρωχημένα. Η εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας απέδειξε ότι η βίαιη κατάληψη της κρατικής μηχανής για τη χρήση της ως μέσου κοινωνικής αλλαγής είναι τελείως ανεδαφική. Ο Μπέρνσταϊν σχολιάζει ότι με τη θαρραλέα αυτή παραδοχή ο ρομαντικός «μπλανκισμός» που χαρακτήριζε τον πρώιμο μαρξισμό έχει πλέον ξεπεραστεί και παραπέμπει προς επίρρωση στη γνωστή αποκήρυξη της βίαιης επανάστασης από τον Ένγκελς λίγο πριν τον θάνατό του. Με τον τρόπο αυτό είχε συντελεστεί ζώντος του Μαρξ μια καίρια θεωρητική στροφή υπέρ της ειρηνικής πολιτικής δράσης σε χώρες με ανεπτυγμένη δημοκρατία, πράγμα που εναρμονιζόταν πλήρως με την πρακτική του SPD στη Γερμανία.[8] Ο πρώιμος μπλανκισμός, ένας ρομαντισμός των οδοφραγμάτων, ήταν η πολιτική εφαρμογή μιας εγελιανής φιλοσοφίας της ιστορίας που αναγνώριζε μόνο τις «καταστροφικές» μεταβάσεις. Αυτός ο λανθάνων εγελιανισμός όμως, με την επιμονή του στο παραδείσιο «τέλος της ιστορίας» ήταν, κατά τον Μπέρνσταϊν, το «ουτοπικό», τουτέστιν μη επιστημονικό συστατικό του μαρξισμού. Η έννοια της «επανάστασης» έχει συμβολική σημασία ως οραματισμός των έσχατων σκοπών. Αλλά η εσχατολογία αυτή δεν έχει ουσιώδη σχέση με τα πρακτικά καθήκοντα του παρόντος, που συνοψίζονται στη χρήση της νομιμότητας για τη συνεχή βελτίωση των όρων ζωής των εργατών. Από την αντίληψη αυτή πηγάζει και η περίφημη ρήση του Μπέρνσταϊν ότι «ο σκοπός δεν είναι τίποτα, η πρακτική διαδικασία είναι τα πάντα» (που είχε διατυπώσει σε παλαιότερο κείμενο).
Αυτό δεν σημαίνει ότι η πολιτική απελευθέρωση του προλεταριάτου παύει να μας ενδιαφέρει. Αλλά ότι είναι μια επιδίωξη που έρχεται εγγύτερα μέσα από την επιτυχημένη πρακτική δράση της κάθε στιγμής. Στον ιστορικό καταστροφισμό (χιλιασμό), που περιμένει παθητικά να ανοίξουν τα ουράνια για να κατέβει ο Λυτρωτής (η βίαιη επανάσταση που θα αλλάξει τον κόσμο εν ριπή οφθαλμού, ο Μπέρνσταϊν αντιπαραθέτει τον ιστορικό εξελικτισμό, την αέναη προοδευτική κίνηση του ιστορικού γίγνεσθαι μέσα από τη συντονισμένη δράση των αυτόνομων κοινωνικών υποκειμένων. Η επιστημονικότητα του μαρξισμού δεν ενοικεί, λοιπόν, σ’ αυτόν τον έωλο ουτοπισμό που πρακτικά πιστεύει ότι όσο περισσότερο χειροτερεύει η ζωή των εργατών, τόσο πιο κοντά έρχεται η λύτρωση. Αλλά στη μεθοδική παρατήρηση των κοινωνικών δεδομένων, από την οποία προκύπτει, όπως και οι ιδρυτές του αναγνώριζαν, και η διάψευση κάποιων προβλέψεων της αφηρημένης θεωρίας. Η διάψευση αυτή δεν την αποδυναμώνει, αλλά την ενισχύει, ιδίως όταν οι ίδιοι οι υποστηρικτές της την παραδέχονται χωρίς να παραμένουν τυφλά προσηλωμένοι σε ισχυρισμούς άνευ εμπειρικού αντικρίσματος. Και το γεγονός ότι κάποιες από αυτές τις διαψεύσεις υποδείχθηκαν από τους αντιπάλους της θεωρίας δεν σημαίνει ότι δεν ισχύουν.
Η πιο σημαντική ίσως πρόβλεψη που έχει διαψευσθεί, όπως δείχνουν πλείστες εμπειρικές έρευνες που παραθέτει ο Μπέρνσταϊν, είναι ότι στην ανεπτυγμένη κεφαλαιοκρατία η ιδιοκτησία συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια, οι μεσαίες τάξεις και ο ανταγωνισμός εξαφανίζονται, με συνέπεια την αύξουσα εξαθλίωση του προλεταριάτου. Το αντίθετο ισχύει: η ιδιοκτησία διαχέεται σε όλο και πλατύτερα στρώματα και οι συνθήκες ζωής των εργατών έχουν ριζικά βελτιωθεί.[9] Από αυτό προκύπτει το πιο κρίσιμο οικονομικό συμπέρασμα του αναθεωρητισμού: ότι το σύνθημα για την «κατάργηση της μισθωτής εργασίας», τουτέστιν της ελεύθερης αγοράς, δεν είναι παρά μια μυστικιστική ενόραση που δεν έχει εμπειρική βάση, ούτε καν νόημα. Η ιδέα ότι κάποιος νυχτερινός σύλλογος από μαρξιστές illuminati θα αναλάβει την κεντρική διεύθυνση της παραγωγής προϋποθέτει τη συγκέντρωση μιας απόλυτης γνώσης των πάντων στον νου του ηγέτη. Αυτό είναι αδύνατον – και τρομακτικό αν ήταν δυνατόν. Η δικαιότερη κατανομή του κοινωνικού πλούτου προϋποθέτει την παραγωγή του, και η ελεύθερη αγορά είναι ο μηχανισμός που οφθαλμοφανώς έχει επιτύχει την μεγιστοποίηση αυτή. Ένα άμεσα πραγματοποιήσιμο, αλλά ήκιστα επιθυμητό, αποτέλεσμα είναι η απόλυτη ισότητα μέσα στην απόλυτη φτώχεια, δηλαδή ένας κομμουνισμός των σπηλαίων (ο Μαρξ τον είχε αποκαλέσει «πρωτόγονο κομμουνισμό» το 1844, και φυσικά τον είχε και τότε απορρίψει). Η καταστροφή της υλικής υποδομής του καπιταλισμού αυτή τη συνέπεια θα είχε:
ΕΣΟΧΗ
«(Χωρίς ατομική και κοινοτική αυτεξουσιότητα) η λεγόμενη κοινωνική ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής θα είχε ως πιθανή συνέπεια την αδίστακτη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, παράφρονα πειραματισμό και άσκοπη βία, και η πολιτική κυριαρχία της εργατικής τάξης θα πραγματωνόταν με την μορφή μιας δικτατορικής, επαναστατικής, κεντρικής εξουσίας, υποστηριζόμενη από την τρομοκρατική δικτατορία των επαναστατικών λεσχών».[10]
Όμως ο κοινωνικός και πολιτιστικός πλούτος της αστικής κοινωνίας είναι καταστατική προϋπόθεση για τον σοσιαλισμό. Στην ελεύθερη οικονομία έχουν φυσικά θέση, και το μαρξιστικό κόμμα έχει καθήκον να τους προωθεί, οι εργατικοί συνεταιρισμοί, τόσο παραγωγικοί όσο και καταναλωτικοί.[11] Αυτό απαιτεί την απελευθέρωση της παραγωγικής διαδικασίας από την κρατική ποδηγέτηση, την αυτονομία δηλαδή των τοπικών κοινοτήτων. Το «ομοσπονδιακό» αυτό ιδεώδες δεν αποκλίνει από τις ιδέες του Προυντόν. Αν καθαρίσει κανείς τον μαρξισμό από τη μεταφυσική ουτοπία, τότε Μαρξ και Προυντόν ενώνονται πάνω στο έδαφος του οικονομικού και του πολιτικού φιλελευθερισμού. Κρίσιμος είναι επίσης ο ρόλος των εργατικών σωματείων στη «βιομηχανική δημοκρατία». Αλλά το συνδικάτο είναι εταίρος στην παραγωγική διαδικασία. Δεν είναι ο απόλυτος κυρίαρχος ενός κλάδου της παραγωγής που προωθεί τα συμφέροντα μιας κλειστής ομάδας εις βάρος της συνολικής κοινωνίας:
ΕΣΟΧΗ
«Ανεξάρτητα από το αν ο εργοδότης είναι το κράτος, η τοπική κοινότητα ή οι κεφαλαιοκράτες, το εργατικό σωματείο …. είναι σε θέση να προωθήσει ταυτόχρονα τα συμφέροντα των μελών του και το γενικό καλό μόνο στον βαθμό που δέχεται να παραμείνει εταίρος. Πέρα από αυτό διατρέχει τον κίνδυνο να εκφυλισθεί σε μια κλειστή εταιρεία με όλες τις χειρότερες ιδιότητες ενός μονοπωλίου. …. Το εργατικό σωματείο ως κύριος ενός ολόκληρου κλάδου της παραγωγής δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένας μονοπωλιακός παραγωγικός συνεταιρισμός, και στον βαθμό που βασίζεται στο μονοπώλιό του και εργάζεται πάνω σ’ αυτό γίνεται ανταγωνιστικό προς τον σοσιαλισμό και την δημοκρατία, ας λέει ό,τι θέλει ο εσωτερικός του οργανισμός. Γιατί είναι αντίθετο προς τον σοσιαλισμό δεν χρειάζεται περαιτέρω εξήγηση. Εταιρείες που αντιτίθενται στην συνολική κοινωνία είναι τόσο ελάχιστα σοσιαλιστικές όσο η ολιγαρχική κυβέρνηση του κράτους».[12]
Η ελεύθερη αγορά ελέγχεται λοιπόν κοινωνικά. Και αυτό προϋποθέτει ένα γενικό «νομικό πλαίσιο» που αποκλείει την μονόπλευρη εξουσία της μιας τάξης πάνω στην άλλη. Η βέλτιστη εκδοχή αυτής της ισονομίας είναι η πολιτική ηγεμονία της εργατικής τάξης που είναι η πλειοψηφία του λαού. Αυτό εξασφαλίζεται μέσα από την καθολική ψήφο και την πλήρη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι ήδη η κατάργηση των τάξεων στο πολιτικό (όχι στο κοινωνικό) επίπεδο, ακριβώς επειδή αποκλείει την αυθαίρετη επιβολή της μειοψηφίας πάνω στην πλειοψηφία. Η ηγεμονία του προλεταριάτου υπό συνθήκες δημοκρατίας δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δικτατορία. Το σύγχρονο προλεταριάτο δεν είναι μια ενιαία και ομοιογενής κοινωνική ομάδα, αλλά γίνεται όλο περισσότερο πολυσύνθετη και εσωτερικά αντιφατική όσο προοδεύει η κοινωνία. Ποιος λοιπόν θα το εκπροσωπήσει ως αδιαίρετη ολότητα για να επιβάλει δια της βίας το ανύπαρκτο ενιαίο συμφέρον;
Η αντίληψη αυτή εξιδανικεύει τον καθολικά εξαθλιωμένο «λαό» του 1789 και σφραγίζει βέβαια το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Αλλά το σημερινό προλεταριάτο δεν είναι μια ισοπεδωμένη μάζα στερημένη από ιδιοκτησία, οικογένεια, παιδεία κ.τ.λ. κάτω από το πέλμα μιας απολυταρχίας.[13] Όσο πιο ανεπτυγμένη είναι η δημοκρατία, τόσο πιο δραστικά πραγματώνεται η αυτεξουσιότητα και αυτοσυνειδησία των κοινωνικών υποκειμένων, ατομικών και συλλογικών. Η συλλογική συνείδηση τώρα εκφράζεται από ένα πλήθος ξεχωριστών υποκειμένων που διεκδικούν τον αυτοκαθορισμό τους. Αυτή η πολιτική ελευθερία στην ανεπτυγμένη νεωτερικότητα και η κατάλυσή της στο όνομα μιας ανύπαρκτης συλλογικής ομοιομορφίας είναι αντιδραστική οπισθοδρόμηση. Η αυτοδύναμη ατομικότητα, το θεμελιακό ιδεώδες του φιλελευθερισμού, είναι σήμερα αυταξία που οφείλει να αναγνωρίσει η σοσιαλιστική σκέψη. Ο στόχος της σοσιαλιστικής πολιτικής πρέπει να είναι η μεγιστοποίηση της ατομικής ελευθερίας σε όλα τα επίπεδα. Ο στόχος του μαρξιστικού κόμματος δεν μπορεί πλέον να είναι η κατάλυση της «αστικής» δημοκρατίας. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν είναι μέσο για την επίτευξη κάποιων πολιτικών οραμάτων που την ξεπερνούν. Είναι αυτοσκοπός. Είναι η διαδικασία μέσω της οποίας ένα αυτοσυνείδητο και κυρίαρχο προλεταριάτο αναγκάζει τις άλλες τάξεις να αναγνωρίσουν τα όρια της κοινωνικής τους δύναμης, και να συμβιβασθούν με ρυθμίσεις που προστατεύουν τα συμφέροντα όλων.[14] Όντας η ισχυρότερη κοινωνική δύναμη, το προλεταριάτο δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από τη διαδικασία αυτή. Οι σοσιαλιστές είναι οι συνεπείς κληρονόμοι του φιλελευθερισμού:
ΕΣΟΧΗ
«Αλλά όσον αφορά τον φιλελευθερισμό ως ένα μεγάλο ιστορικό κίνημα, ο σοσιαλισμός είναι ο νόμιμος κληρονόμος του, όχι μόνο ως προς την χρονολογική διαδοχή, αλλά επίσης σε σχέση με τις πνευματικές του ιδιότητες, όπως δείχνει κάθε ζήτημα αρχής πάνω στο οποίο είχε άποψη η σοσιαλδημοκρατία. Οποτεδήποτε η οικονομική προώθηση του σοσιαλιστικού προγράμματος χρειαζόταν να αναληφθεί υπό συνθήκες ή με τρόπο που έβαζε σε σοβαρό κίνδυνο την ανάπτυξη της ελευθερίας, η σοσιαλδημοκρατία ποτέ δεν φοβήθηκε να λάβει θέση εναντίον της. Πάντοτε θεωρούσε την ασφάλεια της πολιτικής ελευθερίας κάτι ανώτερο από την επίτευξη κάποιας οικονομικής προόδου».[15]
Όλα αυτά συνοψίζονται στην ανάγκη να αναγνωρισθεί η ατομική υπευθυνότητα ως θεμελιακή αρχή στην οικονομία και στην πολιτική. Το σοσιαλιστικό ιδεώδες δεν είναι για τον Μπέρνσταϊν μια κοινωνία κηφήνων, αλλά η αναγνώριση της εργασίας ως ηθικού καθήκοντος, η υποχρέωση του ατόμου να ανταποδώσει στο σύνολο τα ωφελήματα που εκείνο του παρέχει. «Ὁ μὴ ἐργαζόμενος μηδὲ ἐσθιέτω»: αυτός είναι ο θεμελιακός κανόνας του σοσιαλισμού όπως τον είχε ορίσει ο ίδιος ο Μαρξ. Η εργασιακή θεωρία της αξίας δεν πρέπει να κατανοηθεί ως μια οικονομική σχέση, γιατί οικονομετρικά δεν αποδεικνύεται όπως είχε πρώτος δείξει ο οπαδός της Ρικάρντο. Είναι, αντίθετα, ένα ερμηνευτικό «κλειδί» όπως την ονομάζει ο Μπέρνσταϊν, δηλαδή ένας ηθικός δείκτης που αιτείται την δίκαιη κατανομή του κοινωνικού προϊόντος που πηγή του είναι όντως η συλλογική εργασία.
Το έργο του Μπέρνσταϊν καταλήγει με την έκκληση να επιστρέψουν οι μαρξιστές στον Καντ, και να εγκαταλείψουν τη «δημαγωγική κενολογία» (Kant wider Cant).[16] Ο Καντ ήταν εκείνος που υπέβαλε τη φιλοσοφική παράδοση σε κριτική βάσανο, διαχωρίζοντας τα κομμάτια της που διαθέτουν ορθολογικά εχέγγυα από τη μεταφυσική φαντασιοκοπία. Ήταν επίσης εκείνος που όρισε την εγγενή αξία του έλλογου υποκειμένου ως ηθικού θεμελίου της κάθε δίκαιης κοινωνίας. Αν ο μαρξισμός δεν πατήσει πάνω στο αναγκαίο αυτό υπόβαθρο κάθε προοδευτικής σκέψης, τότε δεν σώζεται από την κακοποίηση των υποτιθέμενων οπαδών του.
3.
Οι αρχές της σοσιαλδημοκρατίας είναι απλές και ξεκάθαρες, και η άνευ περιστροφών διακήρυξή τους θα ήταν από μόνη της μια επαναστατική ρήξη. Δεν χρειάζεται περισσότερο από μισή σελίδα:
ΕΣΟΧΗ)
[1] Η ελεύθερη αγορά δεν είναι ένα αναγκαίο κακό, αλλά ένα αναγκαίο καλό, και οι αναπόφευκτες δυσλειτουργίες της ελέγχονται μέσα από λελογισμένη κρατική παρέμβαση υπέρ εκείνων που διαπιστωμένα μειονεκτούν όχι από δική τους υπαιτιότητα και δεν είναι σε θέση να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Η εργασία είναι κοινωνική υπηρεσία και το κέρδος δίκαιη ανταμοιβή για την εξυπηρέτηση πραγματικών ανθρώπινων αναγκών. [2] Ο κρατικοκαπιταλισμός σε περιπαθή περίπτυξη με την κομματοκρατία που σκοτώνει τη γνήσια επιχειρηματικότητα και καλλιεργεί ένα γενικευμένο ήθος παρασιτισμού είναι ανάθεμα. Ο κρατισμός δεν είναι σοσιαλδημοκρατία. [3] Η ροπαλοφορία των συνδικαλιστικών και παρασυνδικαλιστικών φατριών, που καταπατούν κοινωνικά αγαθά προς αποκλειστικό όφελος μιας κλειστής συντροφίας, είναι απόλυτος πολιτικός εχθρός. [4] Η δημοκρατική νομιμότητα είναι πάνω από οποιοδήποτε ιδιωτικό ή ταξικό συμφέρον, και ο αγώνας είναι συνεχής για να εκφράζει ο νόμος το γενικό καλό όπως ορίζεται μέσα από την ελεύθερη διαβούλευση. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία (χωρίς μειωτικούς χαρακτηρισμούς του τύπου «αστική», που ριζώνουν στις πιο ολέθριες παραδόσεις του λενινοσταλινισμού) είναι αυτοσκοπός και αποτελεί το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματώνεται η κοινωνία της αλληλεγγύης. [5] Η αυτόνομη, ακηδεμόνευτη ατομικότητα είναι η ύψιστη αξία της ζωής και καλλιεργείται από μια παιδεία κριτικής ελευθερίας και όχι ιδεολογικής κατήχησης. Η σοσιαλδημοκρατία είναι κληρονόμος και φύλακας του φιλελευθερισμού. [6] Οι αρχές αυτές είναι πανανθρώπινες και η πραγμάτωσή τους προϋποθέτει την υπέρβαση κάθε εθνοκεντρισμού, αν και αυτό δεν συνεπάγεται την άρνηση της ιδέας και της πραγματικότητας του έθνους.Η συζήτηση σήμερα για την σύσταση μιας σοσιαλδημοκρατικής παράταξης είναι αναγκαία και ελπιδοφόρα. Πρωτοστατούν άνθρωποι έντιμοι και καταξιωμένοι. Ανάμεσα στους πολεμίους της φιγουράρουν μερικά από τα γλοιωδέστερα δείγματα του πολιτικού ζωολογικού κήπου. Μακάρι να τελεσφορήσει. Όμως μέσα στον θόρυβο δεν έχει ακουστεί μια σαφής διακήρυξη των παραπάνω αρχών. Φοβούμαι επειδή λίγοι τις πιστεύουν. Κάποιοι άλλοι δεν τολμούν –δικαίως, ίσως– να τις εκφράσουν. Αν όμως το εγχείρημα ταυτισθεί με τους αθλήσαντες στον ανδρεϊσμό και στον παλαιοκομμουνισμό είναι νεκρό εν τη γενέσει.
ATHENS REVIEW OF BOOKS, τεύχος 47 (Ιανουάριος 2014)
[1] George Finlay, History of the Greek Revolution, Blackwood, Εδιμβούργο – Λονδίνο 1861, σ. 186, 298.
[2] ΑΤΑ: αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή.
[3] Βλ. Leszek Kolakowski, Die Hauptströmungen des Marxismus, Bd. 2, Piper, Μόναχο-Ζυρίχη 1988, 117. Όσο ήταν ζωντανός ο αναθεωρητισμός, συμπληρώνει ο Κολακόφσκι, ήταν ζωντανός και ο ίδιος ο μαρξισμός ως κοινωνικοπολιτική τάση.
[4] Eduard Bernstein, Οι προϋποθέσεις για τον σοσιαλισμό και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας, μτφρ. Α. Μαυροκεφαλίδου, επιμ. Η. Κατσούλης, Παπαζήσης, Αθήνα 1996.
[5] Ό.π., σ. 119-122.
[6] Ε. Μπέρνσταϊν, Προϋποθέσεις, κεφ. Ι, β.
[7] Ό.π.
[8] Ό.π., κεφ. Ι, γ.
[9] Ό.π., κεφ. ΙΙ, α.
[10] Ό.π., κεφ. ΙΙΙ, γ.
[11] Ό.π., κεφ. ΙΙΙ, β.
[12] Ό.π., κεφ. ΙΙΙ, β.
[13] Ό.π., κεφ. ΙΙΙ, α.
[14] Ό.π., κεφ. ΙΙΙ, β.
[15] Ό.π., κεφ. ΙΙΙ, β.
[16] Ό.π., Συμπέρασμα.