Σαν Σήμερα

Παύλος Σιδηρόπουλος: Ο ασυμβίβαστος πρίγκιπας

pavlos_sidiropoulos.jpg
Ακούστε το άρθρο

Ο πρίγκηπας του ελληνικού ροκ, έφυγε σαν σήμερα, το πρωινό της 6ης Δεκεμβρίου του 1990.

Γιατί ο Παύλος, όπως όλοι οι μεγάλοι ροκ σταρ, δεν πέθανε, έφυγε. Και δεν έφυγε από την ηρωίνη, η ηρωίνη ήταν απλά το μέσο. Ο θάνατος της μητέρας του, τον ξανάριξε στην Η., στον λευκό θάνατα που παραμόνευε πάντα στη σκιά, με μια καρδιά και μια παντιέρα, όπως γράφει και ο ίδιος σε ένα του τραγούδι.

Όπως είπα και πριν, ο Παύλος δεν πέθανε, ζει μέσα από τα τραγούδια του, μέσα από τα κείμενα του, μέσα από το μύθο που όλοι οι νεκροί ήρωες, άθελα τους, δημιουργούν. Ένα μύθο που πολλοί εκμεταλλεύτηκαν. Όμως μέσα στο μύθο, ίσως να ξεχνιέται το ανθρώπινο στοιχείο. Και ο Παύλος, για όσους τον ήξεραν ήταν άνθρωπος.

Ένας ασυμβίβαστος ροκάς, ένας καλλιτέχνης που μίλησε με τη σκληρή γλώσσα της πραγματικότητας, χωρίς να πιπιλίσει τα αφτιά κανενός με ωραιοποιημένα μηνύματα που ίσως τον έκαναν πιο εμπορικό. 

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου του 1948 στην Αθήνα. Ήταν γιός του Κωνσταντίνου Σιδηρόπουλου και της Ιωάννας (Τζένης) Σιδηροπούλου το γένος Αλεξίου. Οι Σιδηρόπουλοι ήταν Πόντιοι εκ Ρωσίας, αστοί, που ζούσαν από την καλλιέργεια και το εμπόριο του καπνού.

Ο πατέρας του Κωνσταντίνος, γεννήθηκε το 1918 στο Σοχούμ της Ρωσίας. Από τη Ρωσία οι Σιδηρόπουλοι έφυγαν μετά την επανάσταση του 1917 και το 1923 ήρθαν στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς όπου ασχολήθηκαν με το εμπόριο καπνού. To 1936 ο παππούς του Παύλου μαζί με τα 6 παιδιά του έφυγαν από το Κιλκίς κι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Οι Αλεξίου ήταν μια μεγάλη οικογένεια διανοουμένων από το Ηράκλειο της Κρήτης. Η μητέρα του Παύλου, Ιωάννα (Τζένη), γεννήθηκε το 1924 στο Ηράκλειο της Κρήτης, πατέρας της ήταν ο Ραδάμανθυς Αλεξίου και μητέρα της η Αναστασία Αλεξίου το γένος Ζορμπά. Ο Ραδάμανθυς ήταν αδελφός της γνωστής παιδαγωγού και πεζογράφου Έλλης Αλεξίου, της Γαλάτειας Αλεξίου-Καζαντζάκη (πρώτη σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη) και του εκπαιδευτικού και συγγραφέα Λευτέρη Αλεξίου. Η Αναστασία, γεννημένη στην Ορμύλια της Χαλκιδικής, ήταν κόρη του Γεωργίου Ζορμπά του γνωστού ως Αλέξη Ζορμπά όπως τον παρουσιάζει στο ομώνυμο έργο του ο Καζαντζάκης. Ο Ζορμπάς γεννήθηκε στο Ελευθεροχώρι στα 1857 και πέθανε στα Σκόπια στις 16 Σεπτεμβρίου 1941. [Γουδέλης Γιάννης, Ο Καζαντζάκης ξανασταυρώνεται, εκδ. Δίφρος, 1987, Αθήνα] O Παύλος αμέσως μετά τη γέννησή του στην Αθήνα, επέστρεψε μαζί με τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη. Έμειναν εκεί μέχρι και τα έξι πρώτα χρόνια της ζωής του. Ζούσαν μαζί με όλη την οικογένεια του παππού του Παύλου στο ιδιόκτητο διώροφο αρχοντόσπιτο του παππού του. Ως παιδί ήταν πολύ ζωηρός, πειραχτήρι και ριψοκίνδυνος στα παιχνίδια του. Ήταν πρόσχαρος, πάντα ευαίσθητος, καλόκαρδος και ως πολύ κοινωνικός έκανε εύκολα φίλους.

Από τα έξι χρόνια του και μετά, αφού έχει γεννηθεί και η αδελφή του Σεμέλη (Μελίνα), η τετραμελής πλέον οικογένεια, παίρνοντας μαζί και την ξαδέρφη του πατέρα του Παύλου, Παρασκευή Παραστατίδου-Λαζαρίδου, φεύγει από τη Θεσσαλονίκη κι όλοι μαζί εγκαθίστανται στην Αθήνα. Το πρώτο σπίτι της οικογένειας στην Αθήνα ήταν στην οδό Βλαβιανού 13 στα Πατήσια. Από το 1970 και μέχρι το 1984, περίοδος που ο Παύλος γίνεται γνωστός στα μουσικά πράγματα της χώρας, η οικογένεια μένει στο σπίτι της οδού Ιωάννου Δροσοπούλου 50 στην Κυψέλη. Από το 1984 και μέχρι το θάνατό του η οικογένεια μένει στην οδό Φωσκόλου 3 στο Γαλάτσι.

Ο πατέρας του, που είχε κάνει σπουδές στο χημικό τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας, μαζί με τον αδελφό του και τον γαμπρό του δημιούργησαν μια μικρή βιομηχανία, την ΕΛΦΩΤ (απασχολούσε 12-15 εργαζόμενους), τη μοναδική ελληνική βιομηχανία η οποία παρήγαγε φωτογραφικό χαρτί.

Ο Παύλος ως μαθητής φοίτησε σε δημόσιο σχολείο, τελείωσε το 22ο Δημοτικό σχολείο Αθηνών στην οδό Νικοπόλεως στα Πατήσια και συνέχισε στο 8ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, από το οποίο και αποφοίτησε το 1966. Ήταν έξυπνος και καλός μαθητής χωρίς να χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα επιμελής. Στο βιβλίο Η΄Γυμνάσιο-Λύκειο – Εκπαιδευτήρια Μ.Κ.ΝΟΜΙΚΟΣ 1911-2000 Ιστορικό οδοιπορικό [Αθήνα, 2003], γράφουν για τον Παύλο: «Σαν μαθητής, χάρη στην άμεση αντίληψή του, είχε καλές επιδόσεις».

Παρ’ όλα αυτά δεν έδωσε αμέσως εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Το 1967, χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια και μάλλον αδιάφορα, «πέρασε εύκολα στο Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης». Τις σπουδές του στο Μαθηματικό δεν τις ολοκλήρωσε, έφτασε μέχρι το 3ο έτος σπουδών και διέκοψε μιας και οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες, και το ταλέντο του στη μουσική τον είχαν οριστικά κατακτήσει. Ως παιδί, δεν σπούδασε μουσική, έστω κι αν το ταλέντο του είχε φανεί από πολύ νωρίς. Δεν το είχε θελήσει ο πατέρας του. «Κάθε μουσικό άκουσμα άγγιζε την ψυχή του μικρού Παυλάκη. Νανουριζόταν κάνοντας κούνια πάνω στο μικρό του αλογάκι που το κινούσε με απίστευτο ρυθμό πάνω στη μελωδία που σιγοτραγουδούσε μόνος του», διηγιόταν η μητέρα του. Από τα εφηβικά του χρόνια, άκουγε πολύ μουσική και του άρεσε να χορεύει. Το ροκ εν ρολ, που είχε αρχίσει τότε να ακούγεται, έγινε η μουσική που τον αντιπροσώπευε. Μουσικές σπουδές έκανε πολύ αργότερα, αφού είχε ξεκινήσει τη μουσική του σταδιοδρομία και είχε ήδη γίνει γνωστός με το ντουέτο Δάμων και Φιντίας.

Πριν το 1975 και για μικρό σχετικά διάστημα, όσο ο ίδιος έκρινε ότι του χρειαζόταν, σπούδασε ένα χρόνο σολφέζ, αρμονία και αντίστιξη με το μουσικό και δάσκαλο Αλέξανδρο Αινειάν (1907-1983). Για περιορισμένο επίσης διάστημα, πήρε μαθήματα και από τον μουσικό Ιωάννη Ιωαννίδη (1930), ενώ με ενθουσιασμό μιλούσε για τον συνθέτη Στέφανο Βασιλειάδη (1933-2004), στενό συνεργάτη του Γιάννη Χρήστου, τον οποίο θεωρούσε δάσκαλό του επειδή τον μύησε κάποια στιγμή στην ηλεκτροακουστική μουσική. Τη στρατιωτική του θητεία δεν την έκανε. Ο ίδιος λέει γι’ αυτό: «Την άνοιξη του 1976 με ενάμησι μήνα Τρίπολη, είκοσι μέρες 401 και τέσσερα ηλεκτροσόκ παίρνω τρελλόχαρτο».

Το οικογενειακό περιβάλλον

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος μεγάλωσε μέσα σε ένα άνετο οικονομικά περιβάλλον, με σεβασμό στις ανθρωπιστικές αξίες, με προοδευτικές πολιτικές πεποιθήσεις και πνευματική καλλιέργεια. Στην παιδική του ηλικία δέχτηκε ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα. Στο σπίτι εκτός από τους γονείς του και την αδελφή του ζούσε και η θεία Παρασκευή, η οποία ήταν πολύ σημαντικό στήριγμα για τον μικρό Παυλάκη αλλά και για όλη την οικογένεια. Τις Κυριακές στο πατρικό του σπίτι, συνήθιζαν να τρώνε μαζί με τη θεία, Έλλη Αλεξίου και το δεύτερο σύζυγο της Γαλάτειας, ποιητή, πεζογράφο, θεατρικό συγγραφέα και κριτικό λογοτεχνίας, Μάρκο Αυγέρη (1, 2).

Εκεί άναβαν οι συζητήσεις περί τέχνης και πολιτισμού ή πέρι των πολιτικών εξελίξεων της εποχής, πάντα όμως με χιούμορ και κριτική διάθεση κάτι που διασκέδαζε κι επηρέαζε το, συνεχώς ανήσυχο πνεύμα του Παύλου. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Σιδηρόπουλος, ήταν άνθρωπος καλός, απλός, έντιμος, ήπιων τόνων, με ευγένεια και ανθρωπιά αλλά και με αυστηρές ηθικές αρχές, με τις οποίες διαπαιδαγώγησε τον Παύλο. Αγαπούσε πολύ τα μαθηματικά, η λύση ασκήσεων ήταν το χόμπι του κι αυτό ήταν κάτι που προσπάθησε να εμφυσήσει στον Παύλο. Είχε ταλέντο στη μουσική και πολύ ωραία φωνή, του άρεσε να τραγουδάει, κυρίως όπερα και να παίζει πιάνο χωρίς όμως να έχουν προηγηθεί μουσικές σπουδές. Παρά την αστική του προέλευση, ο Κωνσταντίνος, ήταν από νεαρή ηλικία προοδευτικός και του άρεσε να συναναστρέφεται με τους απλούς ανθρώπους της δουλειάς.

Για τις προοδευτικές του πεποιθήσεις τον απέβαλαν από όλα τα γυμνάσια της Θεσσαλονίκης. ρευματοειδή αρθρίτιδα που κατέληξε να την καθηλώσει. Ήταν πολύ φιλόξενη, με αποτέλεσμα το σπίτι να είναι πάντα γεμάτο κόσμο, από συγγενείς και φίλους μικρούς και μεγάλους. Ο Παύλος ήταν πολύ δεμένος μαζί της, τόσο ώστε να πιστεύουν αρκετοί απ” αυτούς που τον γνώριζαν, πως αν δεν έφευγε εκείνη πρώτη, πιθανώς να μην έφευγε και αυτός. Δεν έκανε δική του οικογένεια, παρόλο που ερωτευόταν με πάθος και δινόταν ολοκληρωτικά. Χαρακτηριστικά, για τη γυναίκα και την ερωτική σχέση των δύο φύλων, ο Παύλος είχε πει:   «Η γυναίκα είναι ο καθρέφτης μας. Είναι το πλάσμα που μπορούμε να πούμε ότι αγαπάμε στο έπακρο και το μισούμε στο έπακρο ταυτόχρονα, όπως με το ίδιο σκεπτικό λέμε ότι εμπεριέχουμε το σατανά και το Θεό…» [συνέντευξη στο Νίκο Μποζινάκη για το περιοδικό Ποπ+Ροκ, τεύχος 88].

Μουσική σταδιοδρομία

Το ενδιαφέρον του για τις τέχνες ξεκίνησε στην εφηβεία του, στα μέσα περίπου των 60’s, όπου γοητεύτηκε από τους Έλληνες Ποιητές -με ιδιαίτερη αδυναμία στον Οδυσσέα Ελύτη-αλλά και σαν ακροατής των ροκ συγκροτημάτων του εξωτερικού ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής. Ακούγοντας τους δίσκους των Animals και των Rolling Stones αποφάσισε να μάθει ντραμς, πολύ γρήγορα όμως τα παράτησε αφού τα μυστικά της κιθάρας είχαν περισσότερο ενδιαφέρον για εκείνον. Ο ίδιος έλεγε για εκείνη την περίοδο:

“Το ροκ εν ρολ ήταν εμπορική μουσική πολύ περισσότερο απ’ότι είναι τώρα. Δηλαδή οι Animals ήταν εμπορικό συγκρότημα και βγάζανε επιτυχίες που τις τραγουδούσε και η Κυρά Κατίνα. […] Τότε όπου και να πήγαινες άκουγες το “Satisfaction” και δεν υπήρχε αυτή η θεωρητικοποίηση του ροκ εν ρολ που υπάρχει σήμερα. Ο κόσμος έκανε ροκ εν ρολ, δε το διάβαζε, δεν το συζήταγε, έκανε απλά ροκ εν ρολ. […]

Αυτή η θεωρητικοποίηση έχει γίνει γιατί ως συνήθως αυτοί που δεν έχουνε προσωπική ζωή γαντζώνονται από αυτούς που έχουν. Και αυτοί συνήθως είναι που λένε και τα πολλά. Οι διανοοουμενίστικες φάτσες, οι άνθρωποι οι οποίοι είναι πεθαμένοι από ζωή και η ζωή τους περιστρέφεται γύρω από ένα τετράγωνο επί χρόνια ολόκληρα. […]“

Λίγο καιρό αργότερα, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, ο Παύλος επηρεάζεται από τα τραγούδια του Bob Dylan που κατέκριναν την Αμερικάνικη πολιτική και τον πόλεμο στο Βιετνάμ, ακούει Eric Clapton,Jimmy Hendrix και μυείται στους ήχους των μπλουζ. Μέχρι την ενηλικίωσή του και πριν τις σπουδές του, αντιμετωπίζει τη μουσική σαν ακροατής: Ακούει, δέχεται, εξερευνά και απορροφά τους “επαναστατικούς” και “καινούριους” ήχους που τόσο η εγχώρια όσο και η παγκόσμια μουσική σκηνή προσέφερε τη δεκαετία του ’60.

Ο Σιδηρόπουλος στα σχολικά του χρόνια είχε αρκετά καλές επιδόσεις, πράγμα που του εξασφάλισε μια θέση στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο τμήμα Μαθηματικών. Τα φοιτητικά του χρόνια  στη Θεσσαλονίκη θα διαμορφώσουν το χαρακτήρα του και θα καθορίσουν την εξέλιξή του.  Στο πανεπιστήμιο, συναντά τον συμφοιτητή του Βαγγέλη Γερμανό και λίγο καιρό αργότερα αποφασίζουν να συγκατοικήσουν. Ο Παύλος επηρεάζεται από τον Γερμανό  που ήδη είχε αρχίσει τη μουσική του ενασχόληση και ήξερε να παίζει κιθάρα. Μαζί περνούν ατελείωτες ώρες παίζοντας τραγούδια από τα “Μπαράκια” διασκευάζοντας τραγούδια και κάνοντας όνειρα. Το δικό του όνειρο εκείνο τον καιρό ήταν να γίνει συγγραφέας ή ποιητής έχοντας ήδη διαλέξει το ψευδώνυμό του: Παύλος Αστέρης.

Στα γκρίζα χρόνια της Δικτατορίας και έχοντας ήδη αποκτήσει αριστερή φιλοσοφία, αποφασίζει να παρατήσει τις σπουδές του όταν διαπίστωσε ότι δε δεχόταν  κάποια ουσιαστική εκπαίδευση λόγω του περιορισμού στην ελευθερία της σκέψης των φοιτητών, αλλά και του διωγμού των καθηγητών του εξαιτίας των πεποιθήσεών και των πολιτικών αντιλήψεών τους. Συνεχίζει να μένει όμως στη Θεσσαλονίκη παρατηρώντας  τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα, ακούγοντας μουσική, πηγαίνοντας  σε συναυλίες συγκροτημάτων όπως αυτές των “Μακεδονομάχων” (συγκρότημα με τραγουδιστή τον Νίκο Παπάζογλου) και γράφοντας τους πρώτους του στίχους.

Δάμων και Φιντίας

Παρακολουθώντας μια συναυλία του συγκροτήματος Olympians το 1970, εντυπωσιάζεται από την τεχνική και τους ήχους της κιθάρας του Παντελή Δεληγιαννίδη και δρομολογεί την γνωριμία τους. Απογοητευμένος από την όλη κατάσταση της Θεσσαλονίκης, του προτείνει να φύγουν στην Αθήνα και με πρόφαση τις γνωριμίες του, του υπόσχεται ότι θα τον βοηθήσει στην ηχογράφηση ενός προσωπικού του δίσκου. Ο Δεληγαννίδης δέχεται, οι δυο τους κατεβαίνουν στην Αθήνα και το πρώτο καιρό μένουν μαζί στο πατρικό του σπίτι του Παύλου στην Κυψέλη. Οι σχέσεις τους με τη συγκατοίκηση δυναμώνουν και δεν αργεί να έρθει η ιδέα να φτιάξουν το δικό τους συγκρότημα με όνομα “Δάμων και Φιντίας“. Οι στίχοι των τραγουδιών θα ήταν του Παύλου και η μουσική σύνθεση του Παντελή. Στην αρχή, χτυπούν διάφορες πόρτες, μέχρι που συναντούν τον διορατικό Πατσιφά, διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας Λύρα. Εκεί, ηχογραφούν το παρθενικό τους επτάιντσο με τα τραγούδια “Ο κόσμος τους” (ένα τραγούδι το οποίο το έγραψε στη διαδρομή Θεσσαλονίκη – Αθήνα, παρατηρώντας το ύφος των συνεπιβατών του) και “Ξέσπασμα”.

Το ξέσπασμα:

Αμέσως μετά τη κυκλοφορία του single, το ντουέτο αρχίζει τις παρθενικές του εμφανίσεις στο ιστορικό club Κύτταρο, μαζί με τους Socrates Drank the Conium και τους Εξαδάκτυλος (συγκρότημα του Δημήτρη Πουλικάκου). Την ίδια χρονιά, κυκλοφορεί ο δίσκος “Ζωντανοί στο Κύτταρο” με τραγούδια ζωντανά ηχογραφημένα από τις εμφανίσεις εκείνης της περιόδου. Στη πρώτη του πλευρά περιείχε και το τραγούδι του “Ο Γέρο Μαθιός” από τους Δάμων και Φιντίας. Εκτός από τα τρία αυτά τραγούδια, ο Σιδηρόπουλος μαζί με τον Δεληγιαννίδη είχαν ετοιμάσει υλικό για ένα ολόκληρο άλμπουμ, το οποίο όμως δεν εκδόθηκε ποτέ.

Μπουρμπούλια

Το 1972 ο Σιδηρόπουλος και ο Δεληγιαννίδης αφήνουν πίσω τους το συγκρότημα “Δάμων και Φιντίας” και σχηματίζουν ένα νέο συγκρότημα μαζί με τον μπασίστα Βασίλη Ντάλλα και τον ντράμερ Νίκο Τσιλογιάννη που σαν “Μπουρμπούλια” συνόδευαν μέχρι τότε τον Διονύση Σαββόπουλο. Σύντομα, ο Σιδηρόπουλος με το νέο του συγκρότημα, ηχογραφούν το πρώτο τους σαρανταπεντάρι. Στην πρώτη του όψη, περιείχε το τραγούδι “Ο Ντάμης ο Σκληρός” αλλά η εταιρία για να μην λογοκριθεί το άλμπουμ, άλλαξε τον τίτλο σε  “Ο Ντάμης ο Ληστής”.

Ακόμα και έτσι, το συγκρότημα δεν συναντά την αποδοχή που περίμενε. Ελάχιστοι κατανοούν τα νοήματα των τραγουδιών, οι μαγαζάτορες τους τονίζουν ότι πρέπει να εντάξουν ξένο υλικό στο ρεπερτόριό τους ενώ οι προσπάθειες που επιχειρούν για να βγει στο εμπόριο ένας μεγάλος δίσκος τους, που είχαν ήδη ηχογραφήσει το demo του, θα αποβούν άκαρπες. Το demo αυτό περιείχε τραγούδια με παράξενους και συμβολικούς τίτλους και στίχους: “Ο Θάνατος του Βασιλιά Σαρδόνιου”, “Έρημη Χώρα” κ.α.Διατηρώντας το όνομα Μπουρμπούλια και με τη συμμετοχή του αμερικάνου Μαηκλ Φρογκ που έπαιζε κλαρίνο, ξεκινούν τις εμφανίσεις τους. Πρώτα στο club «Μαϊμού» και μετά στο χώρο «Ενδέκατη Εντολή» που επειδή ο τίτλος του έθιγε τα Θεία, αναγκάστηκαν από την αστυνομία να μετονομασθεί σε «Πέμπτη Εποχή».

Στις τελευταίες τους απόπειρες για να προσεγγίσουν μεγαλύτερο κοινό, συναντούν τον Νίκο Μαστοράκη, παραγωγό της  τηλεοπτικής εκπομπής “Δισκοθήκη Για Νεολαία” και συμφωνούν να γράψουν σε βίντεο τα τραγούδια τους “Καμπούρη” και “Στην Ελευθερία”. Το Βίντεο μόλις έφθασε στο στούντιο για εμφάνιση και έγκριση, οι λογοκριτές το απορρίπτουν μόλις διαβάζουν το όνομα Μπουρμπούλια χωρίς καν να μπουν στο κόπο να το δουν. Στην συνέχεια το συγκρότημα προσεγγίζει τον Διονύση Σαββόπουλο προτείνοντάς του να εμφανιστούν μαζί του. Ο Σαββόπουλος αρνείται γιατί είναι δυσαρεστημένος τόσο με τα Μπουρμπούλια που έφυγαν από αυτόν για να ακολουθήσουν τη δικιά τους πορεία, όσο με τον ίδιο τον Σιδηρόπουλο που είχε αρνηθεί πρόταση του να συνεργαστούν παλαιότερα. Απογοητευμένοι από την Αθήνα, ανεβαίνουν όλοι μαζί στη Θεσσαλονίκη. Εκεί αν και το κοινό ανταποκρίνεται θετικά στη δουλειά τους, βρέθηκαν αντιμέτωποι με οικονομικές δυσκολίες, αλλά και οι προοπτικές για την ηχογράφηση κάποιου δίσκου ήταν ουτοπικές. Τα μέλη του συγκροτήματος οδηγούνται σε αδιέξοδο και αποφασίζουν να διαλυθούν ακολουθώντας ο καθένας τη δικιά του πορεία. Ο Σιδηρόπουλος μόνος πια αλλά έχοντας αρκετές φιλίες στη συμπρωτεύουσα, αποφασίζει να μείνει εκεί δουλεύοντας στο κοσμικό κέντρο “Ρέμβη” και ερμηνεύοντας γνωστές ξένες επιτυχίες.

Στις αρχές του 1974όμως, οι οικογένειά του θα τον πιέσει και θα τον πείσει να επιστρέψει στην Αθήνα.

Συνεργασία με το Γιάννη Μαρκόπουλο

Πίσω στην Αθήνα και ο Σιδηρόπουλος ασχολήθηκε με το εργοστάσιο του πατέρα του. Αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό με το ότι ήθελε να αποδείξει στην οικογένειά του ότι διέθετε όλες τις δυνατότητες για να δημιουργήσει μια επιτυχημένη πορεία σα τραγουδιστής, τον έκαναν να αποδεχθεί τη πρόταση  του συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου ο οποίος είχε μελοποιήσει το 1969 μια συλλογή ποιημάτων του Οδυσσέα Ελύτη, γεγονός που δεν είχε αφήσει τον Παύλο ασυγκίνητο.

Ήταν η εποχή της Μεταπολίτευσης όπου μετά τη πτώση της Χούντας το κοινό ήταν διψασμένο για το μέχρι τότε απαγορευμένο πολιτικό τραγούδι και ο Παύλος ήταν δυσαρεστημένος επειδή απείχε από το χώρο της μουσικής αλλά και επειδή έβλεπε την φθίνουσα πορεία του ροκ κινήματος εκείνη τη περίοδο.  Παρόλο που αρκετοί καλλιτέχνες της σκηνής είχαν φύγει στο εξωτερικό, εκείνος ήταν κατηγορηματικά αρνητικός στην προοπτική της διεθνούς καριέρας και προσπαθούσε να πείσει κάποιους μουσικούς για τη δημιουργία μπάντας, χωρίς όμως να έχει κάποιο αποτέλεσμα αυτή του η προσπάθεια. Η συνεργασία τους, ξεκίνησε το 1974 στο δίσκο “Θεσσαλικός Κύκλος” με στίχους του Κώστα Βίρβου, όπου ο Σιδηρόπουλος ερμήνευε τέσσερα από τα είκοσι τρία τραγούδια του άλμπουμ. Ένα χρόνο μετά, στο δίσκο “Ανεξάρτητα” ο Σιδηρόπουλος συμμετείχε κάνοντας φωνητικά στο σατυρικό τραγούδι “Τούμπου τούμπου ζα…”. Η τελευταία για εκείνη τη περίοδο συμμετοχή του Σιδηρόπουλου σε δίσκο του Μαρκόπουλου, ήταν το 1976 με το τραγούδι “Δεν ήρθα σα ξένος” στον δίσκο “Οροπέδιο“. Για τη συνεργασία του με το Γιάννη Μαρκόπουλο ο ίδιος είχε δηλώσει:

“Ο Μαρκόπουλος ήταν ένα φλιπάρισμα. Λειτούργησα όπως ήταν και αυτοί. Αν ήμουν ήρεμος και είχα συνείδηση τι κάνω, δε θα έκανα τέτοια πράγματα. Είχα μπει όμως για τα καλά σ’αυτό το λούκι και προσπάθησα να γίνω σα κι αυτούς και τότε το αποτέλεσμα ήταν να μου σπάσουν τελείως τα νεύρα και να σαλτάρω. […] Ήταν μόλις είχε τσακίσει η ροκ κατάσταση από τη χώρα, οι περισσότεροι μουσικοί την είχαν κάνει απ’ εδώ κι απ’ εκεί και οι υπόλοιποι καθόμασταν και κλαίγαμε τη μοίρα μας. […] Το μόνο καλό ήταν ότι εκείνη την εποχή σκάντζαρα με το στρατιωτικό και σ’αυτή τη φάση με βοήθησε η ιστορία με το Μαρκόπουλο. Όσο για το οικονομικό, έπαιρνα χρήματα χωρίς να ξέρω το γιατί. Ένιωθα ότι κορόιδευα τον κόσμο..”

Ο ίδιος αναθεώρησε αργότερα τις απόψεις του αφού μια δεκαετία περίπου αργότερα, συνεργάστηκε ξανά με τον συνθέτη. Μπορεί αυτή η περίοδος να στιγματίζεται από τις περίεργες και αδιέξοδες μουσικές επιλογές του Παύλου σε ολόκληρη τη καριέρα του, αλλά μέσα από αυτή του την απόφαση απέκτησε εμπειρία πλησίασε ένα διαφορετικό κοινό και γνώρισε καλύτερα τους κανόνες του επαγγελματισμού.

Σπυριδούλα

Το 1977 με τη ροκ σκηνή στην Ελλάδα να είναι ακόμα μουδιασμένη, οι αδελφοί Σπυρόπουλοι, ο μπασίστας Μάκης Μπλαζής, ο ντράμερ Αντρέας Μουζακίτης και ο τραγουδιστής  Κωστής Κουρεμένοςσχηματίζουν το δικό τους συγκρότημα. Θέλοντας να καυτηριάσουν το ελληνικό ροκ που καταπιεζόταν όλα αυτά τα χρόνια και εμπνεόμενοι από μια φρικιαστική ιστορία ενός κοριτσιού που είχε βασανιστεί με καυτό σίδερο και που η ιστορία της είχε συγκλονίσει την Ελλάδα, αποφασίζουν να δώσουν το όνομά της στο νέο αυτό συγκρότημα: Σπυριδούλα.

Από το ξεκίνημα τις μπάντας έψαχναν μια καταλληλότερη φωνή. Η πρόταση στον Παύλο δεν άργησε να γίνει και εκείνος θέλοντας να επανέλθει στα γνώριμα για εκείνον rock ‘n’ roll μονοπάτια, δέχεται. Ο ίδιος γίνεται η ψυχή του γκρουπ τόσο με ιστορικές εμφανίσεις στα club που είχαν απομείνει, όπου τραγουδούσε κομμάτια των Rolling Stones του Lou Reed αλλά και δικές του συνθέσεις, όσο και με την συγκλονιστική παρουσία του στις συναυλίες.

Οι Σπυριδούλα το 2007 είχαν πει για για τη πρώτη τους συναυλία με τον Σιδηρόπουλο:

Φυσικά τα πράγματα ήταν τελείως ερασιτεχνικά, τα μέσα πρωτόγονα, δεν υπήρχαν ούτε μέρη για πρόβες ούτε για συναυλίες. Υπήρχε όμως τεράστιο πάθος και εκπληκτική αλληλεγγύη. Να φανταστείτε ότι στη πρώτη μας συναυλία, στο θέατρο Κνωσός, 6 Νοεμβρίου του 1977, στις 11 το πρωί (!) με διαφήμιση από στόμα σε στόμα, κόψαμε 800 εισιτήρια! Προφανώς κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει και εμείς πέσαμε πάνω του! 

Η δισκογραφική εταιρεία Emi, έχοντας ακούσει για αυτά τα live, προσέγγισε τους Σπυριδούλα. Αμέσως μετά την υπογραφή του συμβολαίου και μετά από περίπου 170 ώρες ηχογραφήσεων το πρώτο τους άλμπουμ με το τίτλο “Φλου” ήταν έτοιμο. Ο ρόλος του Παύλου σε αυτό το δίσκο υπήρξε καταλυτικός και ουσιαστικά το υλικό αυτό είχε γεννηθεί στο μυαλό του κατά τη διάρκεια όλων των περασμένων ετών. Ένα υλικό πιο ώριμο και έντονο που διαφοροποιείται από το ύφος που είχε τα προηγούμενα χρόνια. Η παραγωγή του δίσκου έγινε από τον Θόδωρο Σαράντη, ενώ το γενικό συντονισμό του άλμπουμ το είχε αναλάβει ο Μάνος Ξυδούς. Εκείνο το καιρό ο Παύλος ήδη είχε γνωρίσει τον κόσμο των ναρκωτικών. Το προκλητικό τραγούδι σε εκείνη την μουσικά πουριτανή εποχή “Η ώρα του Stuff” που συμπεριλήφθηκε στο δίσκο, ήταν η πρώτη του αναφορά στα ναρκωτικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτό το τραγούδι συμμετείχε ο Γιώργος Μάγκλάρας με το υπέροχο βιολί του, αλλά και η Δήμητρα Γαλάνη στα φωνητικά παρόλο που το όνομά της δεν αναφέρεται στους συντελεστές του δίσκου. Ήδη ήταν γνωστή σε διαφορετικό χώρο, στο επονομαζόμενο “Νέο Κύμα” και φοβόταν ότι κάτι τέτοιο θα έκανε κακό στη καριέρα της.

Απροσάρμοστοι

Το 1981 έπειτα από μια διαρκή έρευνα για να ανακαλύψει καινούριους και ικανούς μουσικούς για να τον πλαισιώσουν, καταλήγει στους κιθαρίστες Οδυσσέα Γαλανάκη και Βασίλη Πετρίδη, στον μπασίστα Αλέκο Αράπη και στον παλαιότερο ντράμερ του Άκη Σημηριώτη ονομάζοντάς τους “Απροσάρμοστους”. Σαν “Παύλος Σιδηρόπουλος και οι Απροσάρμοστοι“, ξεκινούν εμφανίσεις στο club Κύτταρο και ένα χρόνο μετά σαν ένα πλήρες και σφιχτοδεμένο σύνολο, κυκλοφορούν το γενέθλιο δίσκο τους με τίτλο “Εν Λευκώ“. Ο Παύλος ήδη βαθιά χωμένος στο κόσμο των ναρκωτικών, έχοντας περάσει τέσσερα χρόνια δισκογραφικής απουσίας, καταγράφει σε αυτό το άλμπουμ του εν μέρει τις εμπειρίες και τα βιώματά του μέσα στους στίχους που δηλώνουν όχι την αμεσότητα της θέσης μα περισσότερο την απεικόνιση μιας κατάστασης. Ο ίδιος για το άλμπουμ Εν λευκώ είχε πει σε συνέντευξή του:

Έχω μια προσωπική ζωή και θέλω να την έχω, να κάνω αυτό που γουστάρω. Οι τίτλοι (Σ.σ. των άλμπουμ “Φλου και “Εν λευκώ”) σημαίνουν: Μη τα παίρνετε εντελώς στα σοβαρά, είναι και λίγο φλου η κατάσταση. Πάρτε σοβαρά αυτά που έχω να σας πω, αλλά Εν Λευκώ. Γιατί κάπου και εγώ ζω τη προσωπική μου ιστορία και δε θέλω να πιέζομαι από αυτά..[…]

Παρόλο που ο Σιδηρόπουλος πίστευε ότι το “Εν Λευκώ” είναι η καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη του δισκογραφική δουλειά όντας απόλυτα ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, οι πωλήσεις του δίσκου δεν κατάφεραν ούτε στο ελάχιστο να πλησιάσουν τις πωλήσεις του προηγούμενου LP “Φλου”.Στο εξώφυλλο του δίσκου απεικονίζεται μια καρικατούρα του Σιδηρόπουλου, σα σκοτεινή και τραγική φιγούρα που κάθεται σε ένα τραπέζι και έχει μπροστά της όλα τα “σύνεργα” της ηρωίνης. Ένα εξώφυλλο ενδεικτικό για το περιεχόμενο του δίσκου. Η δισκογραφική εταιρεία μόλις δέχτηκε αυτή τη δουλειά, επίμονα του ζήτησε να αφαιρέσει από το άλμπουμ τα κομμάτια “Η“, “Αντεργκράουντ με στράς” και “Ύστατη Στιγμη” αλλά ο ίδιος αρνήθηκε  μια που χωρίς αυτά θα έσπαγε η νοηματική ροή του έργου. Ο δίσκος αμέσως μετά τη κυκλοφορία του απαγορεύτηκε να μεταδοθεί από ραδιόφωνα και τηλεοράσεις με την αιτιολογία: “προτροπή της νεολαίας στα ναρκωτικά και προσβολή της δημοσίας αιδούς“, κάνοντας τον Παύλο να ξεκινήσει μια επίθεση μέσα από συνεντεύξεις του και δηλώσεις του εναντίον του κρατικού μηχανισμού και της λογοκρισίας. Συνεχίζοντας όλοι μαζί να κάνουν συναρπαστικές εμφανίσεις μπροστά όμως σε περιορισμένο αλλά φανατικό κοινό, ξεκινούν οι τριβές και οι διαφωνίες ανάμεσα στα μέλη των Απροσάρμοστων και τον Παύλο. Στο τέλος οι Απροσάρμοστοι διαλύονται και ο μόνος που παραμένει είναι ο κιθαρίστας, για να επανασχηματιστούν με νέα σύνθεση λίγο αργότερα (Βασίλης Πετρίδης, Οδυσσέας Γαλανάκης, Κυριάκος Δαρίβας, Αλέκος Αράπης).

Το 1985, τρία χρόνια μετά το εσωστρεφής “Εν Λευκώ” ο Σιδηρόπουλος επιστρέφει μαζί με το συγκρότημά του για να ηχογραφήσει στο στούντιο τη νέα του δουλειά, έχοντας διαφορετικές διαθέσεις και υλικό. Ο ίδιος εκείνη τη περίοδο είχε δηλώσει:

“Τα τραγούδια μου έχουν άμεση σχέση με τα βιώματά μου. Δεν είναι καθαρά εγκεφαλικά, είναι προσωπικά βιώματα. Είναι αποτέλεσμα εμπειριών μου που έχουν να κάνουν με τις συναισθηματικές μεταπτώσεις γιατί η προσωπική μου ζωή ήταν διαφορετική από την εποχή του “Εν Λευκώ” και άλλη είναι τώρα. […]

Τότε ήταν πιο εσωστρεφής, πιο απομονωμένη, πιο αντικοινωνική, όχι με την έννοια τη κακή αλλά ήμουν παρατηρητής της κοινωνίας, δηλαδή ζούσα κάπου και δε συμμετείχα στις κοινωνικές δραστηριότητες. Τώρα συμμετέχω ενεργά δεν είμαι μόνο παρατηρητής και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει αυτή η εσωστρέφεια, γι’αυτό και ο δίσκος αυτός είναι περισσότερο κοινωνικός από ατομικός, δηλαδή είναι εικόνες της καθημερινής ζωής.”  

Το άλμπουμ αυτό  τιτλοφορείται “Ζορμπά The Freak” μια που ο Παύλος πίστευε ότι ο πρόγονός του Ζορμπάς είχε χαρακτήρα, τρόπο ζωής και ψυχοσύνθεση ίδια με αυτή ενός γνήσιου ρόκερ. Υπεύθυνος για τη παραγωγή ήταν ο καλός του φίλος  Δημήτρης Πουλικάκος προσδίδοντας στο δίσκο ένα μείγμα αναρχικής τρέλας, σαρκασμού και ψήγματα ψυχεδέλειας, ενώ συμμετείχαν επιπλέον οι κιθαρίστες Νίκος Πολίτης και Πέτρος Σκουτάρης (πρώην Sharp Ties), ο σαξοφωνίστας  David Lynch, οι οργανίστες Γιάννης Γιοκαρίνης και Δημήτρης Πολύτιμος και η Αριάδνη Mac Kinnonστα φωνητικά. 

Στιχουργικά ο δίσκος καταπιάνεται με σκηνές της καθημερινότητας ενώ μουσικά ακολουθεί τους γνωστούς ηλεκτρικούς ήχους και το rythm ‘n’ blues. Με τη καυστική σύνθεση του “Μίκη Μάου” (ς) ο Σιδηροπουλος ειρωνεύεται τον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος εκείνη τη μουσική περίοδο αντιλαμβανόμενος τη παρακμή του πολιτικού τραγουδιού, προκαλούσε με δηλώσεις του ενάντια της ροκ μουσικής, πράγμα που είχε δυσαρεστήσει πολλούς καλλιτέχνες του χώρου. Στο Ζορμπά The Freak περιέχονται επίσης μεταξύ άλλων τα τραγούδια “Απογοήτευση“  (που είχε γραφτεί στην εποχή των Μπουρμπουλιών) και” Το ’69” (που υπήρχε στο Φλου) με νέα ενορχήστρωση, το τραγούδι “Clown” που είναι το πρώτο τραγούδι όπου ο Παύλος δισκογραφικά τραγουδάει στα Αγγλικά, το ορχηστρικό κομμάτι “Ι Remember Ottis” το οποίο είναι ένα μπλουζ του Πουλικάκου, φόρος τιμής για τον τραγουδιστή της soul Ottis Redding, το πασίγνωστο τραγούδι “Rock ‘n’ Roll στο κρεββάτι” και τέλος το  “Άντε και καλή τύχη μάγκες”, ένα ξέφρενο και ατελείωτο ροκ πανηγύρι. 

Ο Σιδηρόπουλος παρότι ήταν ικανοποιημένος από το τελικό αποτέλεσμα του άλμπουμ, διατηρούσε επιφυλακτική στάση απέναντι στην εταιρεία του. Ο ίδιος είχε ζητήσει περισσότερες ώρες για να δουλέψει το υλικό στο στούντιο, αίτημα το οποίο δεν έγινε δεκτό από την ΕΜΙ με αποτέλεσμα η συνεργασία τους να λήξει εκείνη τη περίοδο.Ο δίσκος αποτέλεσε ένα αισιόδοξο και ελπιδοφόρο μήνυμα για τους θαυμαστές του Παύλου σχετικά με την εξέλιξη της πορείας του, αν και από πολλούς χαρακτηρίστηκε σαν μια κίνηση βιαστική. Όπως είναι φυσικό, ακολούθησαν πολλές συναυλίες μετά τη κυκλοφορία του Ζορμπά The Freak, με πιο ενεργή συμμετοχή του κοινού αφού τα τραγούδια του είχαν πιο ρυθμική ενορχήστρωση και με πιο επεισοδιακή τη συναυλία στο πεδίο του Άρεως την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς του ’85 όπου κατά τη διάρκεια του τραγουδιού “Welcome to the Show” ανέβηκαν απρόσκλητα στη σκηνή μεταμφιεσμένα κορίτσια  και άρχισαν να κάνουν στριπτίζ, με αποτέλεσμα το κοινό να παραληρεί, το δήμαρχο του Πειραιά να τραβάει από το παντελόνι τον Σιδηρόπουλο για να σταματήσει και την αστυνομία να κυνηγά τις γυμνές κοπέλες οι οποίες τελικά φυγαδεύτηκαν από το κοινό. Το 1986, παράλληλα με τις συναυλίες, συμμετέχει και στο soundtrack της ταινία “Νοκ Αουτ” με πρωταγωνιστή τον Γιωργο Κιμούλη, ερμηνεύοντας τα τραγούδια “Νοκ Άουτ” και  “Φέρε Βότκα” σε μουσική του Γιώργου Χατζηνάσιου και σε στίχους του σκηνοθέτη της ταινίας Παύλου Τάσιου, ενώ το 1987 εμφανίζεται η πρώτη συλλογή τραγουδιών του στα δισκοπωλεία, με τίτλο “Παύλος Σιδηρόπουλος” σε επιμέλεια του Μάνου Ξυδούς, περιέχοντας τραγούδια κυρίως από τις πρώτες του δισκογραφικές δουλειές και συγκεντρώνοντας όλες τις “δυνατές του συνθέσεις”. 

Το ίδιο διάστημα, εμφανίζεται για δεύτερη φορά στο πλευρό του Γιάννη  Μαρκόπουλου στο άλμπουμ “Τολμηρή επικοινωνία” στο οποίο ερμήνευσε τα τραγούδια “Μάθε το ζήτω“, “Παπαντόπ”, και το “Ηλεκτρικός Θησέας“. Οι στίχοι των τραγουδιών ανήκαν στον Δημήτρη Βάρο και τον Γιώργο Χρονά, ενώ οι δύο από αυτές τις συνθέσεις επανεκδόθηκαν λίγο αργότερα σε ένα EP  του Μαρκόπουλου με τον τίτλο “Ηλεκτρικός Θησέας“. Πέντε χρόνια μετά το Ζορμπά the Freak, ο Σιδηρόπουλος μαζί με τη νέα του εταιρεία MBI αποφάσισαν από κοινού ότι είχε έλθει η κατάλληλη στιγμή για τη κυκλοφορία ενός άλμπουμ το οποίο θα αποτύπωνε την έντονη ατμόσφαιρα και τις δυνατές ερμηνείες που υπήρχαν στα live. Ωστόσο η ηχογράφηση έγινε βιαστικά και σε μία μόνο συναυλία (εκείνη της 19 Φλεβάρη του 1989) στην οποία ο Παύλος δεν ήταν και στην καλύτερη φόρμα, η φωνή του ακουγόταν από την αρχή μέχρι το τέλος παραμορφωμένη και το αποτέλεσμα δεν συναντούσε ούτε καν τις προσδοκίες του κοινού. Ο δίσκος ονομάστηκε “Χωρίς Μακιγιάζ” και θεωρήθηκε σαν τη πιο μέτρια και αδύναμη δουλειά του πουλώντας τα λιγότερα αντίτυπα από όλους τους προηγούμενους δίσκους του. Το εξώφυλλο ήταν κακοτυπωμένο και θύμιζε δίσκους με …λαϊκές επιτυχίες. Περιείχε τραγούδια όπως τα “Ποιοι είσαστε εσείς;“, Αλί“, “Χωρίς Αιτία“, το παλαιότερο “Τω Άγνωστο Θεό” αλλά και ένα βαρύ χασισορεμπέτικο τραγούδι “Τα Σιγανά ποτάμια“.

Το Χωρίς Μακιγιάζ ήταν και ο τελευταίος δίσκος εν ζωή του Παύλου Σιδηρόπουλου.

Είχαν γράψει τότε για εκείνο το δίσκο: Ενώ η Μπάντα του Σιδηρόπουλου, οι Απροσάρμοστοι, συνήθως “γάζωνε” πάνω στο πάλκο, σε αυτό το δίσκο όχι μόνο σαν πολυβόλο δεν ακούγεται αλλά ούτε καν σα ραπτομηχανή!

Το τέλος

Το 1989, ο Σιδηρόπουλος επιστρέφει στην δισκογραφική εταιρία ΕΜΙ και υπογράφει συμβόλαιο για καινούριο δίσκο (ο οποίος δε θα κυκλοφορήσει ποτέ – τουλάχιστον με τη παρουσία του Παύλου), ενώ το καλοκαίρι του 1990 πάει στην Νάξο για αποτοξίνωση. Επιστρέφοντας στην Αθήνα στα τέλη του Αυγούστου, συναντά τους Απροσάρμοστους και ξεκινούν τις πρόβες, τις ηχογραφήσεις, τις συνεντεύξεις και τις συναυλίες. Ο ίδιος είχε πει στη τελευταία του συνέντευξη το Σεπτέμβριο του 1990 στο περιοδικό Ήχος  για τη κατάσταση της υγείας του και για τα ναρκωτικά:

Είμαι “καθαρός”, έχω αποτοξινωθεί  εδώ και ένα χρόνο. Έχω φυσικά ακόμη μια υποτονικότητα, γιατί μπορεί όταν το κόβεις μ’ αυτό το σκατόπραμα το σώμα σου να καθαρίζει, αλλά… Θέλω μάλιστα να πω στους πιτσιρικάδες πως δεν υπάρχει κανένας απολύτως, μα κανένας λόγος να δοκιμάσουν ηρωίνη. […] Η ηρωίνη είναι κάτι που σε εκμηδενίζει. Είναι δηλαδή ένας μύθος, μια μπούρδα […]“

Τρεις μήνες μετά, στις 5 Δεκεμβρίου του 1990 ο Σιδηρόπουλος φεύγοντας από τη πρόβα με το συγκρότημα, επισκέπτεται μια φίλη του. Μένει εκεί, αργά το βράδυ πέφτει σε κώμα (η τραγική σύμπτωση είναι πως εκείνη την νύχτα τα ασθενοφόρα είχαν απεργία) και αφήνει τη τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου στα 41 του χρόνια. Ο Θάνατός του ανακοινώνεται το πρωί σοκάροντας τους γνωστούς του Παύλου γιατί όλοι πίστευαν τα λεγόμενά του ότι έχει “καθαρίσει”. Δύο μέρες μετά η αδερφή του Μελίνα είχε δηλώσει στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος:

“Ο Παύλος ήταν ένας κλειστός και ευαίσθητος χαρακτήρας και ποτέ κανείς δεν ήξερε τι έκρυβε στο βάθος της καρδιάς του και γιατί ξαναγύρισε στην ηρωίνη. Το καλοκαίρι αντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, όταν ξαφνικά το δεξί του χέρι άρχισε να παραλύει. Γυρίσαμε όλους τους γιατρούς, επισκεφθήκαμε τους πάντες για να δούμε τι είχε. Όλοι μιλούσαν για πρόβλημα στα αγγεία κι από αυτή τη κατάσταση ο Παύλος είχε γίνει ένα ψυχολογικό ράκος. Μπορεί να ήταν και αυτό το θέμα με την υγεία του που τον γύρισε ξανά πίσω.”

Στη κηδεία του, έδωσαν το παρών όλοι οι φίλοι και οι συνεργάτες του, τραγουδώντας τραγούδια του. Ο Σιδηρόπουλος που δεν είχε γίνει ποτέ εξώφυλλο και πρωτοσέλιδο, με αφορμή την είδηση του θανάτου του, “κοσμεί” τη πρώτη σελίδα σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Λίγες μέρες μετά η πιστή του μπάντα Απροσάρμοστοι μαζεύονται και δίνουν μια αποχαιρετιστήρια συναυλία  προς το “Φίλο και Δάσκαλό τους“.

Μαριάννα Μητροπούλου

mariannamitropoulou93@gmail.com



Σαν Σήμερα

Παύλος Σιδηρόπουλος: Ο ασυμβίβαστος πρίγκιπας

pavlos_sidiropoulos.jpg
Ακούστε το άρθρο

Ο πρίγκηπας του ελληνικού ροκ, έφυγε σαν σήμερα, το πρωινό της 6ης Δεκεμβρίου του 1990.

Γιατί ο Παύλος, όπως όλοι οι μεγάλοι ροκ σταρ, δεν πέθανε, έφυγε. Και δεν έφυγε από την ηρωίνη, η ηρωίνη ήταν απλά το μέσο. Ο θάνατος της μητέρας του, τον ξανάριξε στην Η., στον λευκό θάνατα που παραμόνευε πάντα στη σκιά, με μια καρδιά και μια παντιέρα, όπως γράφει και ο ίδιος σε ένα του τραγούδι.

Όπως είπα και πριν, ο Παύλος δεν πέθανε, ζει μέσα από τα τραγούδια του, μέσα από τα κείμενα του, μέσα από το μύθο που όλοι οι νεκροί ήρωες, άθελα τους, δημιουργούν. Ένα μύθο που πολλοί εκμεταλλεύτηκαν. Όμως μέσα στο μύθο, ίσως να ξεχνιέται το ανθρώπινο στοιχείο. Και ο Παύλος, για όσους τον ήξεραν ήταν άνθρωπος.

Ένας ασυμβίβαστος ροκάς, ένας καλλιτέχνης που μίλησε με τη σκληρή γλώσσα της πραγματικότητας, χωρίς να πιπιλίσει τα αφτιά κανενός με ωραιοποιημένα μηνύματα που ίσως τον έκαναν πιο εμπορικό. 

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου του 1948 στην Αθήνα. Ήταν γιός του Κωνσταντίνου Σιδηρόπουλου και της Ιωάννας (Τζένης) Σιδηροπούλου το γένος Αλεξίου. Οι Σιδηρόπουλοι ήταν Πόντιοι εκ Ρωσίας, αστοί, που ζούσαν από την καλλιέργεια και το εμπόριο του καπνού.

Ο πατέρας του Κωνσταντίνος, γεννήθηκε το 1918 στο Σοχούμ της Ρωσίας. Από τη Ρωσία οι Σιδηρόπουλοι έφυγαν μετά την επανάσταση του 1917 και το 1923 ήρθαν στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς όπου ασχολήθηκαν με το εμπόριο καπνού. To 1936 ο παππούς του Παύλου μαζί με τα 6 παιδιά του έφυγαν από το Κιλκίς κι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Οι Αλεξίου ήταν μια μεγάλη οικογένεια διανοουμένων από το Ηράκλειο της Κρήτης. Η μητέρα του Παύλου, Ιωάννα (Τζένη), γεννήθηκε το 1924 στο Ηράκλειο της Κρήτης, πατέρας της ήταν ο Ραδάμανθυς Αλεξίου και μητέρα της η Αναστασία Αλεξίου το γένος Ζορμπά. Ο Ραδάμανθυς ήταν αδελφός της γνωστής παιδαγωγού και πεζογράφου Έλλης Αλεξίου, της Γαλάτειας Αλεξίου-Καζαντζάκη (πρώτη σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη) και του εκπαιδευτικού και συγγραφέα Λευτέρη Αλεξίου. Η Αναστασία, γεννημένη στην Ορμύλια της Χαλκιδικής, ήταν κόρη του Γεωργίου Ζορμπά του γνωστού ως Αλέξη Ζορμπά όπως τον παρουσιάζει στο ομώνυμο έργο του ο Καζαντζάκης. Ο Ζορμπάς γεννήθηκε στο Ελευθεροχώρι στα 1857 και πέθανε στα Σκόπια στις 16 Σεπτεμβρίου 1941. [Γουδέλης Γιάννης, Ο Καζαντζάκης ξανασταυρώνεται, εκδ. Δίφρος, 1987, Αθήνα] O Παύλος αμέσως μετά τη γέννησή του στην Αθήνα, επέστρεψε μαζί με τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη. Έμειναν εκεί μέχρι και τα έξι πρώτα χρόνια της ζωής του. Ζούσαν μαζί με όλη την οικογένεια του παππού του Παύλου στο ιδιόκτητο διώροφο αρχοντόσπιτο του παππού του. Ως παιδί ήταν πολύ ζωηρός, πειραχτήρι και ριψοκίνδυνος στα παιχνίδια του. Ήταν πρόσχαρος, πάντα ευαίσθητος, καλόκαρδος και ως πολύ κοινωνικός έκανε εύκολα φίλους.

Από τα έξι χρόνια του και μετά, αφού έχει γεννηθεί και η αδελφή του Σεμέλη (Μελίνα), η τετραμελής πλέον οικογένεια, παίρνοντας μαζί και την ξαδέρφη του πατέρα του Παύλου, Παρασκευή Παραστατίδου-Λαζαρίδου, φεύγει από τη Θεσσαλονίκη κι όλοι μαζί εγκαθίστανται στην Αθήνα. Το πρώτο σπίτι της οικογένειας στην Αθήνα ήταν στην οδό Βλαβιανού 13 στα Πατήσια. Από το 1970 και μέχρι το 1984, περίοδος που ο Παύλος γίνεται γνωστός στα μουσικά πράγματα της χώρας, η οικογένεια μένει στο σπίτι της οδού Ιωάννου Δροσοπούλου 50 στην Κυψέλη. Από το 1984 και μέχρι το θάνατό του η οικογένεια μένει στην οδό Φωσκόλου 3 στο Γαλάτσι.

Ο πατέρας του, που είχε κάνει σπουδές στο χημικό τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας, μαζί με τον αδελφό του και τον γαμπρό του δημιούργησαν μια μικρή βιομηχανία, την ΕΛΦΩΤ (απασχολούσε 12-15 εργαζόμενους), τη μοναδική ελληνική βιομηχανία η οποία παρήγαγε φωτογραφικό χαρτί.

Ο Παύλος ως μαθητής φοίτησε σε δημόσιο σχολείο, τελείωσε το 22ο Δημοτικό σχολείο Αθηνών στην οδό Νικοπόλεως στα Πατήσια και συνέχισε στο 8ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, από το οποίο και αποφοίτησε το 1966. Ήταν έξυπνος και καλός μαθητής χωρίς να χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα επιμελής. Στο βιβλίο Η΄Γυμνάσιο-Λύκειο – Εκπαιδευτήρια Μ.Κ.ΝΟΜΙΚΟΣ 1911-2000 Ιστορικό οδοιπορικό [Αθήνα, 2003], γράφουν για τον Παύλο: «Σαν μαθητής, χάρη στην άμεση αντίληψή του, είχε καλές επιδόσεις».

Παρ’ όλα αυτά δεν έδωσε αμέσως εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Το 1967, χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια και μάλλον αδιάφορα, «πέρασε εύκολα στο Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης». Τις σπουδές του στο Μαθηματικό δεν τις ολοκλήρωσε, έφτασε μέχρι το 3ο έτος σπουδών και διέκοψε μιας και οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες, και το ταλέντο του στη μουσική τον είχαν οριστικά κατακτήσει. Ως παιδί, δεν σπούδασε μουσική, έστω κι αν το ταλέντο του είχε φανεί από πολύ νωρίς. Δεν το είχε θελήσει ο πατέρας του. «Κάθε μουσικό άκουσμα άγγιζε την ψυχή του μικρού Παυλάκη. Νανουριζόταν κάνοντας κούνια πάνω στο μικρό του αλογάκι που το κινούσε με απίστευτο ρυθμό πάνω στη μελωδία που σιγοτραγουδούσε μόνος του», διηγιόταν η μητέρα του. Από τα εφηβικά του χρόνια, άκουγε πολύ μουσική και του άρεσε να χορεύει. Το ροκ εν ρολ, που είχε αρχίσει τότε να ακούγεται, έγινε η μουσική που τον αντιπροσώπευε. Μουσικές σπουδές έκανε πολύ αργότερα, αφού είχε ξεκινήσει τη μουσική του σταδιοδρομία και είχε ήδη γίνει γνωστός με το ντουέτο Δάμων και Φιντίας.

Πριν το 1975 και για μικρό σχετικά διάστημα, όσο ο ίδιος έκρινε ότι του χρειαζόταν, σπούδασε ένα χρόνο σολφέζ, αρμονία και αντίστιξη με το μουσικό και δάσκαλο Αλέξανδρο Αινειάν (1907-1983). Για περιορισμένο επίσης διάστημα, πήρε μαθήματα και από τον μουσικό Ιωάννη Ιωαννίδη (1930), ενώ με ενθουσιασμό μιλούσε για τον συνθέτη Στέφανο Βασιλειάδη (1933-2004), στενό συνεργάτη του Γιάννη Χρήστου, τον οποίο θεωρούσε δάσκαλό του επειδή τον μύησε κάποια στιγμή στην ηλεκτροακουστική μουσική. Τη στρατιωτική του θητεία δεν την έκανε. Ο ίδιος λέει γι’ αυτό: «Την άνοιξη του 1976 με ενάμησι μήνα Τρίπολη, είκοσι μέρες 401 και τέσσερα ηλεκτροσόκ παίρνω τρελλόχαρτο».

Το οικογενειακό περιβάλλον

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος μεγάλωσε μέσα σε ένα άνετο οικονομικά περιβάλλον, με σεβασμό στις ανθρωπιστικές αξίες, με προοδευτικές πολιτικές πεποιθήσεις και πνευματική καλλιέργεια. Στην παιδική του ηλικία δέχτηκε ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα. Στο σπίτι εκτός από τους γονείς του και την αδελφή του ζούσε και η θεία Παρασκευή, η οποία ήταν πολύ σημαντικό στήριγμα για τον μικρό Παυλάκη αλλά και για όλη την οικογένεια. Τις Κυριακές στο πατρικό του σπίτι, συνήθιζαν να τρώνε μαζί με τη θεία, Έλλη Αλεξίου και το δεύτερο σύζυγο της Γαλάτειας, ποιητή, πεζογράφο, θεατρικό συγγραφέα και κριτικό λογοτεχνίας, Μάρκο Αυγέρη (1, 2).

Εκεί άναβαν οι συζητήσεις περί τέχνης και πολιτισμού ή πέρι των πολιτικών εξελίξεων της εποχής, πάντα όμως με χιούμορ και κριτική διάθεση κάτι που διασκέδαζε κι επηρέαζε το, συνεχώς ανήσυχο πνεύμα του Παύλου. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Σιδηρόπουλος, ήταν άνθρωπος καλός, απλός, έντιμος, ήπιων τόνων, με ευγένεια και ανθρωπιά αλλά και με αυστηρές ηθικές αρχές, με τις οποίες διαπαιδαγώγησε τον Παύλο. Αγαπούσε πολύ τα μαθηματικά, η λύση ασκήσεων ήταν το χόμπι του κι αυτό ήταν κάτι που προσπάθησε να εμφυσήσει στον Παύλο. Είχε ταλέντο στη μουσική και πολύ ωραία φωνή, του άρεσε να τραγουδάει, κυρίως όπερα και να παίζει πιάνο χωρίς όμως να έχουν προηγηθεί μουσικές σπουδές. Παρά την αστική του προέλευση, ο Κωνσταντίνος, ήταν από νεαρή ηλικία προοδευτικός και του άρεσε να συναναστρέφεται με τους απλούς ανθρώπους της δουλειάς.

Για τις προοδευτικές του πεποιθήσεις τον απέβαλαν από όλα τα γυμνάσια της Θεσσαλονίκης. ρευματοειδή αρθρίτιδα που κατέληξε να την καθηλώσει. Ήταν πολύ φιλόξενη, με αποτέλεσμα το σπίτι να είναι πάντα γεμάτο κόσμο, από συγγενείς και φίλους μικρούς και μεγάλους. Ο Παύλος ήταν πολύ δεμένος μαζί της, τόσο ώστε να πιστεύουν αρκετοί απ” αυτούς που τον γνώριζαν, πως αν δεν έφευγε εκείνη πρώτη, πιθανώς να μην έφευγε και αυτός. Δεν έκανε δική του οικογένεια, παρόλο που ερωτευόταν με πάθος και δινόταν ολοκληρωτικά. Χαρακτηριστικά, για τη γυναίκα και την ερωτική σχέση των δύο φύλων, ο Παύλος είχε πει:   «Η γυναίκα είναι ο καθρέφτης μας. Είναι το πλάσμα που μπορούμε να πούμε ότι αγαπάμε στο έπακρο και το μισούμε στο έπακρο ταυτόχρονα, όπως με το ίδιο σκεπτικό λέμε ότι εμπεριέχουμε το σατανά και το Θεό…» [συνέντευξη στο Νίκο Μποζινάκη για το περιοδικό Ποπ+Ροκ, τεύχος 88].

Μουσική σταδιοδρομία

Το ενδιαφέρον του για τις τέχνες ξεκίνησε στην εφηβεία του, στα μέσα περίπου των 60’s, όπου γοητεύτηκε από τους Έλληνες Ποιητές -με ιδιαίτερη αδυναμία στον Οδυσσέα Ελύτη-αλλά και σαν ακροατής των ροκ συγκροτημάτων του εξωτερικού ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής. Ακούγοντας τους δίσκους των Animals και των Rolling Stones αποφάσισε να μάθει ντραμς, πολύ γρήγορα όμως τα παράτησε αφού τα μυστικά της κιθάρας είχαν περισσότερο ενδιαφέρον για εκείνον. Ο ίδιος έλεγε για εκείνη την περίοδο:

“Το ροκ εν ρολ ήταν εμπορική μουσική πολύ περισσότερο απ’ότι είναι τώρα. Δηλαδή οι Animals ήταν εμπορικό συγκρότημα και βγάζανε επιτυχίες που τις τραγουδούσε και η Κυρά Κατίνα. […] Τότε όπου και να πήγαινες άκουγες το “Satisfaction” και δεν υπήρχε αυτή η θεωρητικοποίηση του ροκ εν ρολ που υπάρχει σήμερα. Ο κόσμος έκανε ροκ εν ρολ, δε το διάβαζε, δεν το συζήταγε, έκανε απλά ροκ εν ρολ. […]

Αυτή η θεωρητικοποίηση έχει γίνει γιατί ως συνήθως αυτοί που δεν έχουνε προσωπική ζωή γαντζώνονται από αυτούς που έχουν. Και αυτοί συνήθως είναι που λένε και τα πολλά. Οι διανοοουμενίστικες φάτσες, οι άνθρωποι οι οποίοι είναι πεθαμένοι από ζωή και η ζωή τους περιστρέφεται γύρω από ένα τετράγωνο επί χρόνια ολόκληρα. […]“

Λίγο καιρό αργότερα, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, ο Παύλος επηρεάζεται από τα τραγούδια του Bob Dylan που κατέκριναν την Αμερικάνικη πολιτική και τον πόλεμο στο Βιετνάμ, ακούει Eric Clapton,Jimmy Hendrix και μυείται στους ήχους των μπλουζ. Μέχρι την ενηλικίωσή του και πριν τις σπουδές του, αντιμετωπίζει τη μουσική σαν ακροατής: Ακούει, δέχεται, εξερευνά και απορροφά τους “επαναστατικούς” και “καινούριους” ήχους που τόσο η εγχώρια όσο και η παγκόσμια μουσική σκηνή προσέφερε τη δεκαετία του ’60.

Ο Σιδηρόπουλος στα σχολικά του χρόνια είχε αρκετά καλές επιδόσεις, πράγμα που του εξασφάλισε μια θέση στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο τμήμα Μαθηματικών. Τα φοιτητικά του χρόνια  στη Θεσσαλονίκη θα διαμορφώσουν το χαρακτήρα του και θα καθορίσουν την εξέλιξή του.  Στο πανεπιστήμιο, συναντά τον συμφοιτητή του Βαγγέλη Γερμανό και λίγο καιρό αργότερα αποφασίζουν να συγκατοικήσουν. Ο Παύλος επηρεάζεται από τον Γερμανό  που ήδη είχε αρχίσει τη μουσική του ενασχόληση και ήξερε να παίζει κιθάρα. Μαζί περνούν ατελείωτες ώρες παίζοντας τραγούδια από τα “Μπαράκια” διασκευάζοντας τραγούδια και κάνοντας όνειρα. Το δικό του όνειρο εκείνο τον καιρό ήταν να γίνει συγγραφέας ή ποιητής έχοντας ήδη διαλέξει το ψευδώνυμό του: Παύλος Αστέρης.

Στα γκρίζα χρόνια της Δικτατορίας και έχοντας ήδη αποκτήσει αριστερή φιλοσοφία, αποφασίζει να παρατήσει τις σπουδές του όταν διαπίστωσε ότι δε δεχόταν  κάποια ουσιαστική εκπαίδευση λόγω του περιορισμού στην ελευθερία της σκέψης των φοιτητών, αλλά και του διωγμού των καθηγητών του εξαιτίας των πεποιθήσεών και των πολιτικών αντιλήψεών τους. Συνεχίζει να μένει όμως στη Θεσσαλονίκη παρατηρώντας  τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα, ακούγοντας μουσική, πηγαίνοντας  σε συναυλίες συγκροτημάτων όπως αυτές των “Μακεδονομάχων” (συγκρότημα με τραγουδιστή τον Νίκο Παπάζογλου) και γράφοντας τους πρώτους του στίχους.

Δάμων και Φιντίας

Παρακολουθώντας μια συναυλία του συγκροτήματος Olympians το 1970, εντυπωσιάζεται από την τεχνική και τους ήχους της κιθάρας του Παντελή Δεληγιαννίδη και δρομολογεί την γνωριμία τους. Απογοητευμένος από την όλη κατάσταση της Θεσσαλονίκης, του προτείνει να φύγουν στην Αθήνα και με πρόφαση τις γνωριμίες του, του υπόσχεται ότι θα τον βοηθήσει στην ηχογράφηση ενός προσωπικού του δίσκου. Ο Δεληγαννίδης δέχεται, οι δυο τους κατεβαίνουν στην Αθήνα και το πρώτο καιρό μένουν μαζί στο πατρικό του σπίτι του Παύλου στην Κυψέλη. Οι σχέσεις τους με τη συγκατοίκηση δυναμώνουν και δεν αργεί να έρθει η ιδέα να φτιάξουν το δικό τους συγκρότημα με όνομα “Δάμων και Φιντίας“. Οι στίχοι των τραγουδιών θα ήταν του Παύλου και η μουσική σύνθεση του Παντελή. Στην αρχή, χτυπούν διάφορες πόρτες, μέχρι που συναντούν τον διορατικό Πατσιφά, διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας Λύρα. Εκεί, ηχογραφούν το παρθενικό τους επτάιντσο με τα τραγούδια “Ο κόσμος τους” (ένα τραγούδι το οποίο το έγραψε στη διαδρομή Θεσσαλονίκη – Αθήνα, παρατηρώντας το ύφος των συνεπιβατών του) και “Ξέσπασμα”.

Το ξέσπασμα:

Αμέσως μετά τη κυκλοφορία του single, το ντουέτο αρχίζει τις παρθενικές του εμφανίσεις στο ιστορικό club Κύτταρο, μαζί με τους Socrates Drank the Conium και τους Εξαδάκτυλος (συγκρότημα του Δημήτρη Πουλικάκου). Την ίδια χρονιά, κυκλοφορεί ο δίσκος “Ζωντανοί στο Κύτταρο” με τραγούδια ζωντανά ηχογραφημένα από τις εμφανίσεις εκείνης της περιόδου. Στη πρώτη του πλευρά περιείχε και το τραγούδι του “Ο Γέρο Μαθιός” από τους Δάμων και Φιντίας. Εκτός από τα τρία αυτά τραγούδια, ο Σιδηρόπουλος μαζί με τον Δεληγιαννίδη είχαν ετοιμάσει υλικό για ένα ολόκληρο άλμπουμ, το οποίο όμως δεν εκδόθηκε ποτέ.

Μπουρμπούλια

Το 1972 ο Σιδηρόπουλος και ο Δεληγιαννίδης αφήνουν πίσω τους το συγκρότημα “Δάμων και Φιντίας” και σχηματίζουν ένα νέο συγκρότημα μαζί με τον μπασίστα Βασίλη Ντάλλα και τον ντράμερ Νίκο Τσιλογιάννη που σαν “Μπουρμπούλια” συνόδευαν μέχρι τότε τον Διονύση Σαββόπουλο. Σύντομα, ο Σιδηρόπουλος με το νέο του συγκρότημα, ηχογραφούν το πρώτο τους σαρανταπεντάρι. Στην πρώτη του όψη, περιείχε το τραγούδι “Ο Ντάμης ο Σκληρός” αλλά η εταιρία για να μην λογοκριθεί το άλμπουμ, άλλαξε τον τίτλο σε  “Ο Ντάμης ο Ληστής”.

Ακόμα και έτσι, το συγκρότημα δεν συναντά την αποδοχή που περίμενε. Ελάχιστοι κατανοούν τα νοήματα των τραγουδιών, οι μαγαζάτορες τους τονίζουν ότι πρέπει να εντάξουν ξένο υλικό στο ρεπερτόριό τους ενώ οι προσπάθειες που επιχειρούν για να βγει στο εμπόριο ένας μεγάλος δίσκος τους, που είχαν ήδη ηχογραφήσει το demo του, θα αποβούν άκαρπες. Το demo αυτό περιείχε τραγούδια με παράξενους και συμβολικούς τίτλους και στίχους: “Ο Θάνατος του Βασιλιά Σαρδόνιου”, “Έρημη Χώρα” κ.α.Διατηρώντας το όνομα Μπουρμπούλια και με τη συμμετοχή του αμερικάνου Μαηκλ Φρογκ που έπαιζε κλαρίνο, ξεκινούν τις εμφανίσεις τους. Πρώτα στο club «Μαϊμού» και μετά στο χώρο «Ενδέκατη Εντολή» που επειδή ο τίτλος του έθιγε τα Θεία, αναγκάστηκαν από την αστυνομία να μετονομασθεί σε «Πέμπτη Εποχή».

Στις τελευταίες τους απόπειρες για να προσεγγίσουν μεγαλύτερο κοινό, συναντούν τον Νίκο Μαστοράκη, παραγωγό της  τηλεοπτικής εκπομπής “Δισκοθήκη Για Νεολαία” και συμφωνούν να γράψουν σε βίντεο τα τραγούδια τους “Καμπούρη” και “Στην Ελευθερία”. Το Βίντεο μόλις έφθασε στο στούντιο για εμφάνιση και έγκριση, οι λογοκριτές το απορρίπτουν μόλις διαβάζουν το όνομα Μπουρμπούλια χωρίς καν να μπουν στο κόπο να το δουν. Στην συνέχεια το συγκρότημα προσεγγίζει τον Διονύση Σαββόπουλο προτείνοντάς του να εμφανιστούν μαζί του. Ο Σαββόπουλος αρνείται γιατί είναι δυσαρεστημένος τόσο με τα Μπουρμπούλια που έφυγαν από αυτόν για να ακολουθήσουν τη δικιά τους πορεία, όσο με τον ίδιο τον Σιδηρόπουλο που είχε αρνηθεί πρόταση του να συνεργαστούν παλαιότερα. Απογοητευμένοι από την Αθήνα, ανεβαίνουν όλοι μαζί στη Θεσσαλονίκη. Εκεί αν και το κοινό ανταποκρίνεται θετικά στη δουλειά τους, βρέθηκαν αντιμέτωποι με οικονομικές δυσκολίες, αλλά και οι προοπτικές για την ηχογράφηση κάποιου δίσκου ήταν ουτοπικές. Τα μέλη του συγκροτήματος οδηγούνται σε αδιέξοδο και αποφασίζουν να διαλυθούν ακολουθώντας ο καθένας τη δικιά του πορεία. Ο Σιδηρόπουλος μόνος πια αλλά έχοντας αρκετές φιλίες στη συμπρωτεύουσα, αποφασίζει να μείνει εκεί δουλεύοντας στο κοσμικό κέντρο “Ρέμβη” και ερμηνεύοντας γνωστές ξένες επιτυχίες.

Στις αρχές του 1974όμως, οι οικογένειά του θα τον πιέσει και θα τον πείσει να επιστρέψει στην Αθήνα.

Συνεργασία με το Γιάννη Μαρκόπουλο

Πίσω στην Αθήνα και ο Σιδηρόπουλος ασχολήθηκε με το εργοστάσιο του πατέρα του. Αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό με το ότι ήθελε να αποδείξει στην οικογένειά του ότι διέθετε όλες τις δυνατότητες για να δημιουργήσει μια επιτυχημένη πορεία σα τραγουδιστής, τον έκαναν να αποδεχθεί τη πρόταση  του συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου ο οποίος είχε μελοποιήσει το 1969 μια συλλογή ποιημάτων του Οδυσσέα Ελύτη, γεγονός που δεν είχε αφήσει τον Παύλο ασυγκίνητο.

Ήταν η εποχή της Μεταπολίτευσης όπου μετά τη πτώση της Χούντας το κοινό ήταν διψασμένο για το μέχρι τότε απαγορευμένο πολιτικό τραγούδι και ο Παύλος ήταν δυσαρεστημένος επειδή απείχε από το χώρο της μουσικής αλλά και επειδή έβλεπε την φθίνουσα πορεία του ροκ κινήματος εκείνη τη περίοδο.  Παρόλο που αρκετοί καλλιτέχνες της σκηνής είχαν φύγει στο εξωτερικό, εκείνος ήταν κατηγορηματικά αρνητικός στην προοπτική της διεθνούς καριέρας και προσπαθούσε να πείσει κάποιους μουσικούς για τη δημιουργία μπάντας, χωρίς όμως να έχει κάποιο αποτέλεσμα αυτή του η προσπάθεια. Η συνεργασία τους, ξεκίνησε το 1974 στο δίσκο “Θεσσαλικός Κύκλος” με στίχους του Κώστα Βίρβου, όπου ο Σιδηρόπουλος ερμήνευε τέσσερα από τα είκοσι τρία τραγούδια του άλμπουμ. Ένα χρόνο μετά, στο δίσκο “Ανεξάρτητα” ο Σιδηρόπουλος συμμετείχε κάνοντας φωνητικά στο σατυρικό τραγούδι “Τούμπου τούμπου ζα…”. Η τελευταία για εκείνη τη περίοδο συμμετοχή του Σιδηρόπουλου σε δίσκο του Μαρκόπουλου, ήταν το 1976 με το τραγούδι “Δεν ήρθα σα ξένος” στον δίσκο “Οροπέδιο“. Για τη συνεργασία του με το Γιάννη Μαρκόπουλο ο ίδιος είχε δηλώσει:

“Ο Μαρκόπουλος ήταν ένα φλιπάρισμα. Λειτούργησα όπως ήταν και αυτοί. Αν ήμουν ήρεμος και είχα συνείδηση τι κάνω, δε θα έκανα τέτοια πράγματα. Είχα μπει όμως για τα καλά σ’αυτό το λούκι και προσπάθησα να γίνω σα κι αυτούς και τότε το αποτέλεσμα ήταν να μου σπάσουν τελείως τα νεύρα και να σαλτάρω. […] Ήταν μόλις είχε τσακίσει η ροκ κατάσταση από τη χώρα, οι περισσότεροι μουσικοί την είχαν κάνει απ’ εδώ κι απ’ εκεί και οι υπόλοιποι καθόμασταν και κλαίγαμε τη μοίρα μας. […] Το μόνο καλό ήταν ότι εκείνη την εποχή σκάντζαρα με το στρατιωτικό και σ’αυτή τη φάση με βοήθησε η ιστορία με το Μαρκόπουλο. Όσο για το οικονομικό, έπαιρνα χρήματα χωρίς να ξέρω το γιατί. Ένιωθα ότι κορόιδευα τον κόσμο..”

Ο ίδιος αναθεώρησε αργότερα τις απόψεις του αφού μια δεκαετία περίπου αργότερα, συνεργάστηκε ξανά με τον συνθέτη. Μπορεί αυτή η περίοδος να στιγματίζεται από τις περίεργες και αδιέξοδες μουσικές επιλογές του Παύλου σε ολόκληρη τη καριέρα του, αλλά μέσα από αυτή του την απόφαση απέκτησε εμπειρία πλησίασε ένα διαφορετικό κοινό και γνώρισε καλύτερα τους κανόνες του επαγγελματισμού.

Σπυριδούλα

Το 1977 με τη ροκ σκηνή στην Ελλάδα να είναι ακόμα μουδιασμένη, οι αδελφοί Σπυρόπουλοι, ο μπασίστας Μάκης Μπλαζής, ο ντράμερ Αντρέας Μουζακίτης και ο τραγουδιστής  Κωστής Κουρεμένοςσχηματίζουν το δικό τους συγκρότημα. Θέλοντας να καυτηριάσουν το ελληνικό ροκ που καταπιεζόταν όλα αυτά τα χρόνια και εμπνεόμενοι από μια φρικιαστική ιστορία ενός κοριτσιού που είχε βασανιστεί με καυτό σίδερο και που η ιστορία της είχε συγκλονίσει την Ελλάδα, αποφασίζουν να δώσουν το όνομά της στο νέο αυτό συγκρότημα: Σπυριδούλα.

Από το ξεκίνημα τις μπάντας έψαχναν μια καταλληλότερη φωνή. Η πρόταση στον Παύλο δεν άργησε να γίνει και εκείνος θέλοντας να επανέλθει στα γνώριμα για εκείνον rock ‘n’ roll μονοπάτια, δέχεται. Ο ίδιος γίνεται η ψυχή του γκρουπ τόσο με ιστορικές εμφανίσεις στα club που είχαν απομείνει, όπου τραγουδούσε κομμάτια των Rolling Stones του Lou Reed αλλά και δικές του συνθέσεις, όσο και με την συγκλονιστική παρουσία του στις συναυλίες.

Οι Σπυριδούλα το 2007 είχαν πει για για τη πρώτη τους συναυλία με τον Σιδηρόπουλο:

Φυσικά τα πράγματα ήταν τελείως ερασιτεχνικά, τα μέσα πρωτόγονα, δεν υπήρχαν ούτε μέρη για πρόβες ούτε για συναυλίες. Υπήρχε όμως τεράστιο πάθος και εκπληκτική αλληλεγγύη. Να φανταστείτε ότι στη πρώτη μας συναυλία, στο θέατρο Κνωσός, 6 Νοεμβρίου του 1977, στις 11 το πρωί (!) με διαφήμιση από στόμα σε στόμα, κόψαμε 800 εισιτήρια! Προφανώς κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει και εμείς πέσαμε πάνω του! 

Η δισκογραφική εταιρεία Emi, έχοντας ακούσει για αυτά τα live, προσέγγισε τους Σπυριδούλα. Αμέσως μετά την υπογραφή του συμβολαίου και μετά από περίπου 170 ώρες ηχογραφήσεων το πρώτο τους άλμπουμ με το τίτλο “Φλου” ήταν έτοιμο. Ο ρόλος του Παύλου σε αυτό το δίσκο υπήρξε καταλυτικός και ουσιαστικά το υλικό αυτό είχε γεννηθεί στο μυαλό του κατά τη διάρκεια όλων των περασμένων ετών. Ένα υλικό πιο ώριμο και έντονο που διαφοροποιείται από το ύφος που είχε τα προηγούμενα χρόνια. Η παραγωγή του δίσκου έγινε από τον Θόδωρο Σαράντη, ενώ το γενικό συντονισμό του άλμπουμ το είχε αναλάβει ο Μάνος Ξυδούς. Εκείνο το καιρό ο Παύλος ήδη είχε γνωρίσει τον κόσμο των ναρκωτικών. Το προκλητικό τραγούδι σε εκείνη την μουσικά πουριτανή εποχή “Η ώρα του Stuff” που συμπεριλήφθηκε στο δίσκο, ήταν η πρώτη του αναφορά στα ναρκωτικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτό το τραγούδι συμμετείχε ο Γιώργος Μάγκλάρας με το υπέροχο βιολί του, αλλά και η Δήμητρα Γαλάνη στα φωνητικά παρόλο που το όνομά της δεν αναφέρεται στους συντελεστές του δίσκου. Ήδη ήταν γνωστή σε διαφορετικό χώρο, στο επονομαζόμενο “Νέο Κύμα” και φοβόταν ότι κάτι τέτοιο θα έκανε κακό στη καριέρα της.

Απροσάρμοστοι

Το 1981 έπειτα από μια διαρκή έρευνα για να ανακαλύψει καινούριους και ικανούς μουσικούς για να τον πλαισιώσουν, καταλήγει στους κιθαρίστες Οδυσσέα Γαλανάκη και Βασίλη Πετρίδη, στον μπασίστα Αλέκο Αράπη και στον παλαιότερο ντράμερ του Άκη Σημηριώτη ονομάζοντάς τους “Απροσάρμοστους”. Σαν “Παύλος Σιδηρόπουλος και οι Απροσάρμοστοι“, ξεκινούν εμφανίσεις στο club Κύτταρο και ένα χρόνο μετά σαν ένα πλήρες και σφιχτοδεμένο σύνολο, κυκλοφορούν το γενέθλιο δίσκο τους με τίτλο “Εν Λευκώ“. Ο Παύλος ήδη βαθιά χωμένος στο κόσμο των ναρκωτικών, έχοντας περάσει τέσσερα χρόνια δισκογραφικής απουσίας, καταγράφει σε αυτό το άλμπουμ του εν μέρει τις εμπειρίες και τα βιώματά του μέσα στους στίχους που δηλώνουν όχι την αμεσότητα της θέσης μα περισσότερο την απεικόνιση μιας κατάστασης. Ο ίδιος για το άλμπουμ Εν λευκώ είχε πει σε συνέντευξή του:

Έχω μια προσωπική ζωή και θέλω να την έχω, να κάνω αυτό που γουστάρω. Οι τίτλοι (Σ.σ. των άλμπουμ “Φλου και “Εν λευκώ”) σημαίνουν: Μη τα παίρνετε εντελώς στα σοβαρά, είναι και λίγο φλου η κατάσταση. Πάρτε σοβαρά αυτά που έχω να σας πω, αλλά Εν Λευκώ. Γιατί κάπου και εγώ ζω τη προσωπική μου ιστορία και δε θέλω να πιέζομαι από αυτά..[…]

Παρόλο που ο Σιδηρόπουλος πίστευε ότι το “Εν Λευκώ” είναι η καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη του δισκογραφική δουλειά όντας απόλυτα ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, οι πωλήσεις του δίσκου δεν κατάφεραν ούτε στο ελάχιστο να πλησιάσουν τις πωλήσεις του προηγούμενου LP “Φλου”.Στο εξώφυλλο του δίσκου απεικονίζεται μια καρικατούρα του Σιδηρόπουλου, σα σκοτεινή και τραγική φιγούρα που κάθεται σε ένα τραπέζι και έχει μπροστά της όλα τα “σύνεργα” της ηρωίνης. Ένα εξώφυλλο ενδεικτικό για το περιεχόμενο του δίσκου. Η δισκογραφική εταιρεία μόλις δέχτηκε αυτή τη δουλειά, επίμονα του ζήτησε να αφαιρέσει από το άλμπουμ τα κομμάτια “Η“, “Αντεργκράουντ με στράς” και “Ύστατη Στιγμη” αλλά ο ίδιος αρνήθηκε  μια που χωρίς αυτά θα έσπαγε η νοηματική ροή του έργου. Ο δίσκος αμέσως μετά τη κυκλοφορία του απαγορεύτηκε να μεταδοθεί από ραδιόφωνα και τηλεοράσεις με την αιτιολογία: “προτροπή της νεολαίας στα ναρκωτικά και προσβολή της δημοσίας αιδούς“, κάνοντας τον Παύλο να ξεκινήσει μια επίθεση μέσα από συνεντεύξεις του και δηλώσεις του εναντίον του κρατικού μηχανισμού και της λογοκρισίας. Συνεχίζοντας όλοι μαζί να κάνουν συναρπαστικές εμφανίσεις μπροστά όμως σε περιορισμένο αλλά φανατικό κοινό, ξεκινούν οι τριβές και οι διαφωνίες ανάμεσα στα μέλη των Απροσάρμοστων και τον Παύλο. Στο τέλος οι Απροσάρμοστοι διαλύονται και ο μόνος που παραμένει είναι ο κιθαρίστας, για να επανασχηματιστούν με νέα σύνθεση λίγο αργότερα (Βασίλης Πετρίδης, Οδυσσέας Γαλανάκης, Κυριάκος Δαρίβας, Αλέκος Αράπης).

Το 1985, τρία χρόνια μετά το εσωστρεφής “Εν Λευκώ” ο Σιδηρόπουλος επιστρέφει μαζί με το συγκρότημά του για να ηχογραφήσει στο στούντιο τη νέα του δουλειά, έχοντας διαφορετικές διαθέσεις και υλικό. Ο ίδιος εκείνη τη περίοδο είχε δηλώσει:

“Τα τραγούδια μου έχουν άμεση σχέση με τα βιώματά μου. Δεν είναι καθαρά εγκεφαλικά, είναι προσωπικά βιώματα. Είναι αποτέλεσμα εμπειριών μου που έχουν να κάνουν με τις συναισθηματικές μεταπτώσεις γιατί η προσωπική μου ζωή ήταν διαφορετική από την εποχή του “Εν Λευκώ” και άλλη είναι τώρα. […]

Τότε ήταν πιο εσωστρεφής, πιο απομονωμένη, πιο αντικοινωνική, όχι με την έννοια τη κακή αλλά ήμουν παρατηρητής της κοινωνίας, δηλαδή ζούσα κάπου και δε συμμετείχα στις κοινωνικές δραστηριότητες. Τώρα συμμετέχω ενεργά δεν είμαι μόνο παρατηρητής και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει αυτή η εσωστρέφεια, γι’αυτό και ο δίσκος αυτός είναι περισσότερο κοινωνικός από ατομικός, δηλαδή είναι εικόνες της καθημερινής ζωής.”  

Το άλμπουμ αυτό  τιτλοφορείται “Ζορμπά The Freak” μια που ο Παύλος πίστευε ότι ο πρόγονός του Ζορμπάς είχε χαρακτήρα, τρόπο ζωής και ψυχοσύνθεση ίδια με αυτή ενός γνήσιου ρόκερ. Υπεύθυνος για τη παραγωγή ήταν ο καλός του φίλος  Δημήτρης Πουλικάκος προσδίδοντας στο δίσκο ένα μείγμα αναρχικής τρέλας, σαρκασμού και ψήγματα ψυχεδέλειας, ενώ συμμετείχαν επιπλέον οι κιθαρίστες Νίκος Πολίτης και Πέτρος Σκουτάρης (πρώην Sharp Ties), ο σαξοφωνίστας  David Lynch, οι οργανίστες Γιάννης Γιοκαρίνης και Δημήτρης Πολύτιμος και η Αριάδνη Mac Kinnonστα φωνητικά. 

Στιχουργικά ο δίσκος καταπιάνεται με σκηνές της καθημερινότητας ενώ μουσικά ακολουθεί τους γνωστούς ηλεκτρικούς ήχους και το rythm ‘n’ blues. Με τη καυστική σύνθεση του “Μίκη Μάου” (ς) ο Σιδηροπουλος ειρωνεύεται τον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος εκείνη τη μουσική περίοδο αντιλαμβανόμενος τη παρακμή του πολιτικού τραγουδιού, προκαλούσε με δηλώσεις του ενάντια της ροκ μουσικής, πράγμα που είχε δυσαρεστήσει πολλούς καλλιτέχνες του χώρου. Στο Ζορμπά The Freak περιέχονται επίσης μεταξύ άλλων τα τραγούδια “Απογοήτευση“  (που είχε γραφτεί στην εποχή των Μπουρμπουλιών) και” Το ’69” (που υπήρχε στο Φλου) με νέα ενορχήστρωση, το τραγούδι “Clown” που είναι το πρώτο τραγούδι όπου ο Παύλος δισκογραφικά τραγουδάει στα Αγγλικά, το ορχηστρικό κομμάτι “Ι Remember Ottis” το οποίο είναι ένα μπλουζ του Πουλικάκου, φόρος τιμής για τον τραγουδιστή της soul Ottis Redding, το πασίγνωστο τραγούδι “Rock ‘n’ Roll στο κρεββάτι” και τέλος το  “Άντε και καλή τύχη μάγκες”, ένα ξέφρενο και ατελείωτο ροκ πανηγύρι. 

Ο Σιδηρόπουλος παρότι ήταν ικανοποιημένος από το τελικό αποτέλεσμα του άλμπουμ, διατηρούσε επιφυλακτική στάση απέναντι στην εταιρεία του. Ο ίδιος είχε ζητήσει περισσότερες ώρες για να δουλέψει το υλικό στο στούντιο, αίτημα το οποίο δεν έγινε δεκτό από την ΕΜΙ με αποτέλεσμα η συνεργασία τους να λήξει εκείνη τη περίοδο.Ο δίσκος αποτέλεσε ένα αισιόδοξο και ελπιδοφόρο μήνυμα για τους θαυμαστές του Παύλου σχετικά με την εξέλιξη της πορείας του, αν και από πολλούς χαρακτηρίστηκε σαν μια κίνηση βιαστική. Όπως είναι φυσικό, ακολούθησαν πολλές συναυλίες μετά τη κυκλοφορία του Ζορμπά The Freak, με πιο ενεργή συμμετοχή του κοινού αφού τα τραγούδια του είχαν πιο ρυθμική ενορχήστρωση και με πιο επεισοδιακή τη συναυλία στο πεδίο του Άρεως την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς του ’85 όπου κατά τη διάρκεια του τραγουδιού “Welcome to the Show” ανέβηκαν απρόσκλητα στη σκηνή μεταμφιεσμένα κορίτσια  και άρχισαν να κάνουν στριπτίζ, με αποτέλεσμα το κοινό να παραληρεί, το δήμαρχο του Πειραιά να τραβάει από το παντελόνι τον Σιδηρόπουλο για να σταματήσει και την αστυνομία να κυνηγά τις γυμνές κοπέλες οι οποίες τελικά φυγαδεύτηκαν από το κοινό. Το 1986, παράλληλα με τις συναυλίες, συμμετέχει και στο soundtrack της ταινία “Νοκ Αουτ” με πρωταγωνιστή τον Γιωργο Κιμούλη, ερμηνεύοντας τα τραγούδια “Νοκ Άουτ” και  “Φέρε Βότκα” σε μουσική του Γιώργου Χατζηνάσιου και σε στίχους του σκηνοθέτη της ταινίας Παύλου Τάσιου, ενώ το 1987 εμφανίζεται η πρώτη συλλογή τραγουδιών του στα δισκοπωλεία, με τίτλο “Παύλος Σιδηρόπουλος” σε επιμέλεια του Μάνου Ξυδούς, περιέχοντας τραγούδια κυρίως από τις πρώτες του δισκογραφικές δουλειές και συγκεντρώνοντας όλες τις “δυνατές του συνθέσεις”. 

Το ίδιο διάστημα, εμφανίζεται για δεύτερη φορά στο πλευρό του Γιάννη  Μαρκόπουλου στο άλμπουμ “Τολμηρή επικοινωνία” στο οποίο ερμήνευσε τα τραγούδια “Μάθε το ζήτω“, “Παπαντόπ”, και το “Ηλεκτρικός Θησέας“. Οι στίχοι των τραγουδιών ανήκαν στον Δημήτρη Βάρο και τον Γιώργο Χρονά, ενώ οι δύο από αυτές τις συνθέσεις επανεκδόθηκαν λίγο αργότερα σε ένα EP  του Μαρκόπουλου με τον τίτλο “Ηλεκτρικός Θησέας“. Πέντε χρόνια μετά το Ζορμπά the Freak, ο Σιδηρόπουλος μαζί με τη νέα του εταιρεία MBI αποφάσισαν από κοινού ότι είχε έλθει η κατάλληλη στιγμή για τη κυκλοφορία ενός άλμπουμ το οποίο θα αποτύπωνε την έντονη ατμόσφαιρα και τις δυνατές ερμηνείες που υπήρχαν στα live. Ωστόσο η ηχογράφηση έγινε βιαστικά και σε μία μόνο συναυλία (εκείνη της 19 Φλεβάρη του 1989) στην οποία ο Παύλος δεν ήταν και στην καλύτερη φόρμα, η φωνή του ακουγόταν από την αρχή μέχρι το τέλος παραμορφωμένη και το αποτέλεσμα δεν συναντούσε ούτε καν τις προσδοκίες του κοινού. Ο δίσκος ονομάστηκε “Χωρίς Μακιγιάζ” και θεωρήθηκε σαν τη πιο μέτρια και αδύναμη δουλειά του πουλώντας τα λιγότερα αντίτυπα από όλους τους προηγούμενους δίσκους του. Το εξώφυλλο ήταν κακοτυπωμένο και θύμιζε δίσκους με …λαϊκές επιτυχίες. Περιείχε τραγούδια όπως τα “Ποιοι είσαστε εσείς;“, Αλί“, “Χωρίς Αιτία“, το παλαιότερο “Τω Άγνωστο Θεό” αλλά και ένα βαρύ χασισορεμπέτικο τραγούδι “Τα Σιγανά ποτάμια“.

Το Χωρίς Μακιγιάζ ήταν και ο τελευταίος δίσκος εν ζωή του Παύλου Σιδηρόπουλου.

Είχαν γράψει τότε για εκείνο το δίσκο: Ενώ η Μπάντα του Σιδηρόπουλου, οι Απροσάρμοστοι, συνήθως “γάζωνε” πάνω στο πάλκο, σε αυτό το δίσκο όχι μόνο σαν πολυβόλο δεν ακούγεται αλλά ούτε καν σα ραπτομηχανή!

Το τέλος

Το 1989, ο Σιδηρόπουλος επιστρέφει στην δισκογραφική εταιρία ΕΜΙ και υπογράφει συμβόλαιο για καινούριο δίσκο (ο οποίος δε θα κυκλοφορήσει ποτέ – τουλάχιστον με τη παρουσία του Παύλου), ενώ το καλοκαίρι του 1990 πάει στην Νάξο για αποτοξίνωση. Επιστρέφοντας στην Αθήνα στα τέλη του Αυγούστου, συναντά τους Απροσάρμοστους και ξεκινούν τις πρόβες, τις ηχογραφήσεις, τις συνεντεύξεις και τις συναυλίες. Ο ίδιος είχε πει στη τελευταία του συνέντευξη το Σεπτέμβριο του 1990 στο περιοδικό Ήχος  για τη κατάσταση της υγείας του και για τα ναρκωτικά:

Είμαι “καθαρός”, έχω αποτοξινωθεί  εδώ και ένα χρόνο. Έχω φυσικά ακόμη μια υποτονικότητα, γιατί μπορεί όταν το κόβεις μ’ αυτό το σκατόπραμα το σώμα σου να καθαρίζει, αλλά… Θέλω μάλιστα να πω στους πιτσιρικάδες πως δεν υπάρχει κανένας απολύτως, μα κανένας λόγος να δοκιμάσουν ηρωίνη. […] Η ηρωίνη είναι κάτι που σε εκμηδενίζει. Είναι δηλαδή ένας μύθος, μια μπούρδα […]“

Τρεις μήνες μετά, στις 5 Δεκεμβρίου του 1990 ο Σιδηρόπουλος φεύγοντας από τη πρόβα με το συγκρότημα, επισκέπτεται μια φίλη του. Μένει εκεί, αργά το βράδυ πέφτει σε κώμα (η τραγική σύμπτωση είναι πως εκείνη την νύχτα τα ασθενοφόρα είχαν απεργία) και αφήνει τη τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου στα 41 του χρόνια. Ο Θάνατός του ανακοινώνεται το πρωί σοκάροντας τους γνωστούς του Παύλου γιατί όλοι πίστευαν τα λεγόμενά του ότι έχει “καθαρίσει”. Δύο μέρες μετά η αδερφή του Μελίνα είχε δηλώσει στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος:

“Ο Παύλος ήταν ένας κλειστός και ευαίσθητος χαρακτήρας και ποτέ κανείς δεν ήξερε τι έκρυβε στο βάθος της καρδιάς του και γιατί ξαναγύρισε στην ηρωίνη. Το καλοκαίρι αντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, όταν ξαφνικά το δεξί του χέρι άρχισε να παραλύει. Γυρίσαμε όλους τους γιατρούς, επισκεφθήκαμε τους πάντες για να δούμε τι είχε. Όλοι μιλούσαν για πρόβλημα στα αγγεία κι από αυτή τη κατάσταση ο Παύλος είχε γίνει ένα ψυχολογικό ράκος. Μπορεί να ήταν και αυτό το θέμα με την υγεία του που τον γύρισε ξανά πίσω.”

Στη κηδεία του, έδωσαν το παρών όλοι οι φίλοι και οι συνεργάτες του, τραγουδώντας τραγούδια του. Ο Σιδηρόπουλος που δεν είχε γίνει ποτέ εξώφυλλο και πρωτοσέλιδο, με αφορμή την είδηση του θανάτου του, “κοσμεί” τη πρώτη σελίδα σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Λίγες μέρες μετά η πιστή του μπάντα Απροσάρμοστοι μαζεύονται και δίνουν μια αποχαιρετιστήρια συναυλία  προς το “Φίλο και Δάσκαλό τους“.

Μαριάννα Μητροπούλου

mariannamitropoulou93@gmail.com



Όλη η επικαιρότητα