Αχαϊα

«Έφυγε» σε ηλικία 111 χρόνων, η κυρά Αγγέλω από την Ελεκίστρα, η μακροβιότερη γυναίκα στην Αχαΐα

Ακούστε το άρθρο

Η μακροβιότερη γυναίκα της Αχαΐας, η κυρ’ Αγγέλω Καϊάφα από την Ελεκίστρα, έφυγε πλήρης ημερών από την ζωή σήμερα το πρωί στο χωριό Πουρναρόκαστρο Αχαΐας σε ηλικία 111 χρόνων.

Ο Γιώργος Μόσχος αναφέρει σε ανάρτησή του για το θλιβερό γεγονός:
“Η αείμνηστη συντηρούνταν από την κόρη της Ελένη Καϊάφα και βρέθηκε νεκρή στο γιατάκι της, που της είχε πάντα στρωμένο η κόρη της. Η εκφορά της σορού της θα γίνει αύριο Δευτέρα από τον Ι.Ν. του χωριού της στο οποίο και θα ταφεί

Η Αγγελική Καϊάφα που μέχρι το τέλος της ήταν εν πλήρη υγεία για τα χρόνια της και με πνευματική διαύγεια. Είχε εγγόνια και δισέγγονα. Ο εγγονός της Περικλής Γεραλής, μιλώντας γι αυτήν λέει πως ήταν γερό κόκκαλο και σπάνια αρρώσταινε.
Η κυρ Αγγέλω Καϊάφα ήταν ίσως η μοναδική μακροβιότερη γυναίκα στην Αχαΐα, που είχε μνήμες από την έναρξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η οποία ξεκίνησε από τους Έλληνες αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο 1914-1918.

Η κυρ’ Αγγέλω ήταν ηλικίας 107 ετών, όταν την συναντήσαμε με τη βοήθεια του εγγονού της Γεραλή και συζητήσαμε για τη ζωή της. Ήταν γεννημένη το 1910 και τόσο η μνήμη της όσο και ο συγκροτημένος λόγος της σε προδιέθεταν πως δεν ξεπερνάει τα 80 χρόνια.

Δεν ήταν ο άνθρωπος του ποτού, αλλά ένα μικρό ποτηράκι από την πατραϊκή τεντούρα της άρεσε. Περισσότερο αφού το μπουκαλάκι ήταν προσφορά του αγαπημένου εγγονού της.

«Έπαιρνα από αυτήν (σ.σ.: την τεντούρα) κανα μπουκαλάκι σαν κατέβαινα με το ζώο, στο Μαρκάτο, στην Πάτρα, τότε που ήμουν νέα» έλεγε η κυρ Αγγέλω.
Κατά προτίμηση, από του οινοποιού γερο-Χάχαλη, που έφυγε από τη ζωή σε μεγάλη ηλικία. Το επάγγελμά της ήταν αγρότισσα, αν και ξεκίνησε από μικρή ως τσοπανοπούλα, όπως έλεγε η ίδια.

Γεννημένη στην Ελεκίστρα, ήταν του γένους Παν. Βασιλόπουλου και η κύρια ασχολία της ήταν τα πρόβατα, αλλά λίγα γράμματα είχε μάθει μέχρι την τετάρτη Δημοτικού. Η κόρη της Ελένη διαβεβαίωνε πως ήξερε να βάζει την υπογραφή της!” αναφέρει ο κ. Μόσχος και περιγράφει παλιότερη συνομιλία τους.

“Εκεί στη βοσκή, κάποια μέρα συνέβη το… μοιραίο. Ένα άλλο τσοπανόπουλο, από το παραπάνω χωριό, το Πουρναρόκαστρο, που έβοσκε τα δικά του πρόβατα κοντά της, αφού επί καιρό την πιλάτεψε με προτάσεις να γίνει γυναίκα του, αποφάσισε και την έκλεψε.
«Με έκλεψε ο άντρας μου. Εγώ δεν ήθελα, αλλά ήταν καλό παλικάρι» έλεγε με τρόπο πειστικό.
Και την πήγε στο κοντινό χωριό του, το Πουρναρόκαστρο!
-Μα ολόκληρη απαγωγή γιαγιά, για να σε φέρει εδώ;
-Αμέεε. Εδώ με έφερε. Παντρευτήκαμε το 1938, κάναμε και δύο παιδιά, απάντησε χωρίς δισταγμό.
Κατεβήκαμε στην Πάτρα και δούλεψε ο άντρας μου στα χτήματα, στην Περιβόλα. Είχε νοικιάσει σπίτι και μέναμε. Δεν του άρεσε όμως, τα χρήματα που έπαιρνε ήταν λίγα και μετά από λίγο καιρό ήρθαμε πάλι στο χωριό.
Η μνήμη της οξυμένη με αναφορές στον Ασιατικό Πόλεμο
– Θυμάμαι τον Ασιαστικό Πόλεμο, πολύ καλά. Ήμουν μικρό κορίτσι, τότε, λέει για την Μικρασιατική Εκστρατεία. Και συνεχίζει για να θυμηθεί στιγμές από τον πρώτο βομβαρδισμό της Πάτρας στις 28 Οκτώβρη 1940.
-Βλέπαμε τα αεροπλάνα πάνω από την πόλη και τους καπνούς που σηκώνονταν, από το βομβαρδισμό. Από δω που είμαστε, αργότερα έβλεπα και τα αεροπλάνα που έπεφταν στη θάλασσα, λέει εννοώντας τα γερμανικά υδροπλάνα στο λιμάνι της Πάτρας.
-Στο χωριό μας το καλοκαίρι (σ.σ.: του 1941) ήρθαν οι Ιταλοί στρατιώτες. Εμείς όταν τους είδαμε να έρχονται , έτρεξαν οι άντρες κι έκρυψαν ότι όπλα είχαμε. Ο άντρας μου έκρυψε το όπλο του στις φασολιές, στο περιβόλι μας. Όπως περνούσε ο Ιταλός, μπερδεύτηκε με το όπλο και τότε όλοι άρχισαν να ψάχνουν. Βρήκαν και ένα κοντάκι, παραπέρα. Και κάτι άλλα παλιά όπλα.

Πήραν τον άντρα μου και τρεις-τέσσερις άλλους συγχωριανούς και τους έκλεισαν στην Πάτρα, στη φυλακή του Μαργαρίτη. Πήγαινα και τον έβλεπα τις Κυριακές. Μετά τον έστειλαν στην Τρίπολη. Τον κράτησαν έξι μήνες και τον έφεραν πάλι στην Πάτρα, στου Μαργαρίτη. Το καλοκαίρι του άλλου χρόνου, τους πήγαν στην Εγλυκάδα, που είχαν κάνει φυλακή το δημοτικό σχολείο. (Σ.σ.: γιατί είχε πέσει τύφος στου Μαργαρίτη το 1942 και οι Ιταλοί απολύμαιναν την φυλακή). Μετά την Εγλυκάδα, τον αποφυλάκισαν.Το 1943 όμως, Μεγάλη Εβδομάδα, πέθανε από την καρδιά του.
Λίγο έζησα μαζί του. Έκοβα ξύλα από το χωριό και με το ζώο τα κατέβαζα στην Πάτρα και τα πουλούσα, για να ζήσουμε. Το 1940 είχα κάνει την κόρη μου Ελένη. Το φαΐ μας ήταν λιγοστό, αλλά δεν πεινάσαμε, λέει η κυρ Αγγέλω.

Έτσι συνέχισε και μετά. Μπήκε στη μαναβική. Τότε οι γυναίκες δεν κατέβαιναν στην Πάτρα. Μόνον οι άντρες, αλλά μόνη της τι να έκανε;

Η κυρ Αγγέλω θυμάται έντονα, μετά την κατάρρευση της Ιταλίας, κάτι Ιταλούς πεινασμένους που τριγυρνούσαν στα μέρη του χωριού της, ενώ με την ανάπτυξη του ΕΛΑΣίτικου αντάρτικου, μία ομάδα ανταρτών να συνοδεύουν Γερμανούς αιχμάλωτους και να τους ανεβάζουν στο Παναχαϊκό.

Μεταπολεμικά για να ζήσει, κατέβαινε στην Πάτρα, από το Πουρναρόκαστρο, μέσα από τα μονοπάτια και περνούσε από την άνω Πόλη, με τα χαμηλά σπιτάκια τότε.
Κατέβαινα και περνούσα από το Χαλίλι, από τα Καντριάνικα, από το καμίνι και έφτανα στα Ψηλαλώνια και στο Μαρκάτο, με το ζώο φορτωμένο φρέσκα κηπευτικά.
Και κάτι ακόμη, χαρακτηριστικό της αγάπης της για το λεγόμενο γυναικείο ποτό! Εβρισκόμενη στο νοσοκομείο πρόσφατα, την ερώτησε η γιατρός τι τρώει και αν παίρνει φάρμακα και τις απάντησε: Παίρνω καμιά ασπιρίνι πότε-πότε. Της πρότειναν αν θέλει να τις δώσουν μπανάνα. Της έδωσαν και… δυστρόπησε.

-Εγώ δεν ζήτησα από αυτό, είπε. Πίστευε πως θα της έδιναν ποτό μπανάνα!
Πάντως η κυρ Αγγέλω Καϊάφα, με ελάχιστο γλυκόποτο και κυρίως με προτίμηση στην πατραϊκή τεντούρα Χάχαλη, με αρκετή πεζοπορία, λιτή στο φαγητό της και με καθαρό αέρα του χωριού, κοντά στο παράθυρο, που έβλεπε στον κήπο και απέναντι στο τζάκι του δωματίου της, αναγκαίο για τις κρύες ημέρες του χειμώνα, έφθασε αισίως στα 111 έτη ζωής.

– «Να πάρετε τα χρόνια μου», έδινε την ευχή της απλόχερα.
Στην άνω φωτογραφία η κυρ’ Αγγέλω Καϊάφα στο γιατάκι της, γεμάτη χαμόγελο. Στην κάτω φωτογραφία: Η κυρ Αγγέλω Καϊάφα με τον ανιψιό της Περικλή Γεραλή, στο κονάκι της, στο Πουρναρόκαστρο Πατρών. Δίπλα της μία τεντούρα «Κάστρο» της πατραϊκής οινοποιίας Χάχαλη. Την ώρα που τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους”, καταλήγει ο Γιώργος μόσχος.

via

Όλη η επικαιρότητα