Αναπτυξιακά αναγκαίο το κούρεμα χρεών και δανείων περιόδου covid

Share

Η έλευση του εμβολίου μας υποχρεώνει να συζητήσουμε για τις εξελίξεις της «επόμενης» ημέρας. Εξελίξεις που αναδεικνύουν μία Ευρώπη να βυθίζεται στο χρέος και τις Κεντρικές Τράπεζες να υποχρεώνονται σε υπερβάσεις και πολιτικές εκτάκτου ανάγκης. Κινήσεις χωρίς ύπαρξη σχεδιασμού και πολιτικής πρόβλεψης για τις επιπτώσεις τόσο της πανδημίας, όσο και της εκτίναξης του κρατικού και ιδιωτικού δανεισμού εξαιτίας της κρίσης.

Το φθηνό χρήμα προσφέρει λύσεις για τις βραχυπρόθεσμες «αιτιολογημένες» δημοσιονομικές εκτροπές, την ίδια στιγμή που η έναρξη των εμβολιασμών παραλληλίζεται με τις συνεχείς εγχύσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ για την ενίσχυση των οικονομιών. Με ποιο μακροπρόθεσμο κόστος όμως για τις αδύναμες και υπερχρεωμένες οικονομίες του Νότου;

Στην παρούσα φάση, οι οικονομίες βιώνουν έναν ιδιότυπο αλλά αναγκαίο φαύλο κύκλο με μεγάλη δόση ειρωνείας, αν κρίνουμε από το παράδειγμα της χώρας μας. Η χώρα – όπως όλες οι χώρες της ΕΕ- απορροφά την ρευστότητα που παρέχει η ΕΚΤ αυξάνοντας το δημόσιο χρέος, την ίδια στιγμή που οι ξένοι οίκοι αξιολόγησης «επιβάλλοντας» έμμεσα την πολιτική διόγκωσης, δημοσιοποιούν θετικές εκτιμήσεις για την πιστοληπτική της ικανότητα. Μπορεί να χάθηκαν 20 δις ΑΕΠ. Μπορεί η χώρα να δανείζεται με το χρέος της στο επίπεδο του 210% του ΑΕΠ όταν πριν από χρόνια χάσαμε τις αγορές για χρέος που άγγιζε το 122% του ΑΕΠ. Καθίσταται ασαφές όμως, αν το ράλι των ομολόγων σήμερα θα μας επιτρέψει να απαλείψουμε τις διαχρονικές στρεβλότητες της οικονομίας.

Βραχυπρόθεσμα κάθε θετική εξέλιξη δικαιολογημένα χρησιμοποιείται για την προώθηση μίας σταδιακής αναδιάρθρωσης του χρέους. Ενός χρέους όμως, που αναγκαστικά θα διογκωθεί ακόμα περισσότερο μετά την χρήση του δανειακού τμήματος των κονδυλίων του Αναπτυξιακού Ταμείου. Κατά συνέπεια, η ειρωνεία έγγυται στο γεγονός ότι οι θετικές αξιολογήσεις των οίκων σήμερα σε καμία περίπτωση δεν προδικάζουν την πορεία τους μετά την κατανομή των αναπτυξιακών κονδυλίων.

Η ΕΚΤ έχει επιβεβαιώσει την πρόθεσή της όχι μόνον να συνεχίσει τα προγράμματα QE και TLTROs, αλλά και να αναπροσαρμόσει σύμφωνα με τις τρέχουσες ανάγκες τα μεγέθη τους. Το πρόβλημα όμως, όπως είχε επισημανθεί και φαίνεται να απασχολεί την ΕΚΤ, είναι ότι η εκτόνωση της πανδημίας και η απόσυρση των ισχυρών προγραμμάτων στήριξης που θα επιφέρει, θα προκαλέσει σημαντικά προβλήματα επιβίωσης επιχειρήσεων και νοικοκυριών.

Η κατά ορισμένους «δημιουργική» αυτή καταστροφή που θα είναι εντονότερη σε χώρες με στρεβλότητες και μικρή δομική παραγωγική δυναμική όπως η Ελλάδα, αντιμετωπίζεται από μία σχολή σκέψης ως «ευκαιρία» για αναδιοργάνωση της οικονομίας. Συντηρητικές προσεγγίσεις, συγκεκριμένης ομάδας κρατών της Ε.Ε. που είτε δεν υπολογίζουν το τεράστιο κοινωνικό κόστος μιας τέτοιας εξέλιξης, είτε λόγω δομής λειτουργίας της οικονομίας τους, έχουν την δυνατότητα να υποστηρίξουν και να «επανακατευθύνουν» το εργατικό τους δυναμικό. Έχοντας παραγωγικό απόθεμα, είναι σε θέση να κερδίσουν τον χρόνο του μετασχηματισμού.

Χώρες με σημαντικές αδυναμίες και διαρθρωτικά προβλήματα όμως, δεν διαθέτουν αυτή την δυναμική. Αποτέλεσμα της αδυναμίας αυτής είναι οι ασθενέστερες από αυτές να μην έχουν την δυνατότητα άμεσης αναπτυξιακής αντίδρασης προκειμένου τα κονδύλια του Αναπτυξιακού Ταμείου να μην διοχετευθούν σε στήριξη κοινωνικών δομών και επιδομάτων, αλλά σε πραγματικά αναπτυξιακά έργο και δράσεις.

Οι παραπάνω εξελίξεις συγκλίνουν σε μία αυταπόδεικτη διαπίστωση για όσους πραγματικά οραματίζονται μία όσο το δυνατόν ενοποιημένη Ευρώπη: Το κούρεμα των εθνικών χρεών που δημιουργήθηκαν την περίοδο «covid» καθώς και εκείνου του σκέλους που θα απορροφηθεί και αφορά το Αναπτυξιακό Ταμείο. Εάν επιθυμούμε να αναλύσουμε την ανάπτυξη στην ΕΕ υπό μία ενιαία πλατφόρμα ανασυγκρότησης θα πρέπει οι πολιτικοί να εισέλθουν ταχύτατα σε ένα άλλο επίπεδο εφαρμογής και υλοποίησης των όποιων εθνικών πολιτικών υφίσταντο προ της πανδημίας.

Υπό το πρίσμα ενός καθαρά ανταγωνιστικού πλαισίου σε επίπεδο οικονομιών, χώρες με ισχυρή οικονομία και δομημένα ευέλικτη παραγωγική δυναμική πέραν της βιομηχανικής παραγωγής όπως η Γερμανία, έχουν την δυνατότητα ταχείας αντίδρασης. Πιθανώς ανακτώντας επιπρόσθετο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην μετά την πανδημία περίοδο. Οι επιβαρύνσεις του χρέους covid στις αδύναμες οικονομίες θα εντείνουν την αναπτυξιακή τους ένδεια κατά τον τρόπο αυτό διευρύνοντας τις εντός της Ευρώπης οικονομικές ανισότητες. Δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας άλλωστε, το γεγονός πως ο παγκόσμιος πλούτος ανεπηρέαστος από την πανδημία άγγιξε για πρώτη φορά τα 400 τρις. δολ.. Ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί μία τέτοια εξέλιξη είναι το άμεσο ή έμμεσο κούρεμα ή «αποστείρωση» του χρέους που αφορά την περίοδο της πανδημίας.

Το Ευρωκοινοβούλιο ορθά μέσω της πρότασης Σασσόλι ζητά την διαγραφή του δημόσιου χρέους που δημιουργήθηκε στην περίοδο της πανδημίας. Την ίδια στιγμή η Ιταλία θέλει η ΕΚΤ να ακυρώσει το χρέος την πανδημίας συνολικά υπό την μορφή ακύρωσης κρατικών ομολόγων που αγοράσθηκαν κατά την διάρκεια της πανδημίας. Ως δεδομένη όμως, θα πρέπει να θεωρείται ή μη αποδοχή των προτάσεων αυτών από την ΕΚΤ, καθώς τόσο θεσμικά, όσο και πολιτικά δυστυχώς δεν έχει την δυνατότητα να ενστερνισθεί την μόνη πολιτική θέση που θα ισορροπήσει αναπτυξιακά την Ευρώπη την επόμενη ημέρα. Συζήτηση γίνεται υπό διαφορετικό πρίσμα που ίσως έχει το ίδιο θετικό αποτέλεσμα ως προς την παραχώρηση δημοσιονομικού χώρου προς τις υπερχρεωμένες χώρες για την στήριξη της ανάπτυξης.

Η λύση που εξετάζεται αφορά το «πάγωμα» μακροπρόθεσμα του χρέους με τρόπο που να μην επιβαρύνεται με τον χρόνο η οφειλή αυτή. Δηλαδή το χρέος μετατρέπεται σε αέναης διάρκειας με μηδενικό επιτόκιο. Αναμενόμενες οι επιφυλάξεις χωρών του Βορρά που όμως είναι ανάγκη να καμφθούν για το καλό της νέας αναπτυξιακής προσπάθειας. Το ερώτημα που γεννάται έχει προέκταση στα εγχώρια δεδομένα. Αν τελικά βρεθεί λύση για τα κρατικά δάνεια της πανδημίας, δεν επιβάλλεται αντίστοιχη αντιμετώπιση με το ιδιωτικό χρέος. Τουλάχιστον κατά το ίδιο ποσοστό και τον ίδιο βαθμό που θα γίνει για το κρατικό χρέος.

Αν θέλουμε να συζητάμε για μία δίκαιη και υγιή αναπτυξιακή προσπάθεια καθίσταται αναγκαία η εξέταση αντίστοιχων διαγραφών χρεών ή σημαντική επιμήκυνση νέων επιβαρύνσεων. Όταν στην Ευρώπη γίνεται σοβαρή συζήτηση για τα νέα χρέη, αποτελεί άδικη συλλογιστική ή μη προαγωγή ως αντίστοιχο εγχώριο μέτρο η αυτόματη επέκταση ενός νέου πλαισίου δόσεων και πέραν των 120, η διαγραφή σημαντικού τμήματος της «επιστρεπτέας προκαταβολής», καθώς και άλλα αντίστοιχα μέτρα που θα αποτρέψουν την ανάδειξη στο μέλλον μία καταστροφικής «δημιουργικής καταστροφής».