Αρθρογραφία

Η ήττα των Λαλαίων στη μάχη της Αγουλινίτσας τον Απρίλη του 1821

Ακούστε το άρθρο

Οι Λαλαίοι που φημίζονταν ως τα “καλύτερα τουφέκια” της Πελοποννήσου, πραγματοποιούσαν συχνές επιδρομές στον κάμπο της Ηλείας και στην περιφέρεια Φαναρίου, με ορμητήριο τα ισχυρά πυργόσπιτα του Λάλα. Μετά τη μάχη της Αγουλινίτσας, έφτασε η αρχή του τέλους της κυριαρχίας των.

Παρά τη μεγάλη καταστροφή που υπέστησαν οι Αλβανοί στην Πελοπόννησο, οι Τουρκαλβανοί του Λάλα συνέχισαν να δρουν ανενόχλητοι, μέχρι τις αρχές της Επανάστασης. Την 3η Απριλίου του 1821 επιτέθηκαν στον Πύργο, όπου συνάντησαν τη σθεναρή αντίσταση Πύργιων, Αγουλινιτσαίων και άλλων αγωνιστών. Περιφερόμενοι στην περιφέρεια του Πύργου με καταστροφικές βλέψεις, πληροφορήθηκαν την πολιορκία των μεσσηνιακών κάστρων, του Νεόκαστρου και της Μεθώνης, από Αρκάδιους πολεμιστές. Μετά από αυτό αποφάσισαν να προστρέξουν σε βοήθεια των κλεισμένων στα κάστρα Τούρκων, με ένα σώμα 400 ανδρών και να καταστείλουν την Επανάσταση. Κατά την πορεία τους προς τη Μεσσηνία κινήθηκαν προς την Αγουλινίτσα την οποία αποφάσισαν να λεηλατήσουν και να κυριεύσουν. Γράφει ο Σ. Τρικούπης σχετικά: «Οἱ Λαλιῶται ἐπηρμένοι ἐπί τῇ ἀνδρείᾳ καί ταῖς ἐπιτυχίαις των, ἀπεφάσισαν νά ἐκστρατεύσωσιν εἰς λύσιν τῶν πολιορκιῶν ἐκείνων (Μεθώνης καί Νεοκάστρου), καί διαβάντες τόν Ἀλφειόν μεσοῦντος τοῦ Ἀπριλίου, ἐκινήθησαν πρός τήν ἐπί τῆς ἀριστερᾶς ὄχθης τοῦ ποταμοῦ Ἀγουλινίτσαν. Ἔμαθαν οἱ ἐκεῖ Ἕλληνες ἐν καιρῷ τό σχέδιον καί ὠχυρώθησαν ὑπό τόν Μοσχούλαν»[1].

Για τα γεγονότα μας πληροφορεί ο πρωτοσύγκελλος της μητρόπολης Χριστιανουπόλεως Αμβρόσιος Φραντζής, με την πιο αξιόπιστη μαρτυρία, καθότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων[2]. Ο Αλέξιος Μοσχούλας[3], ο ηρωικός οπλαρχηγός και επικεφαλής των όπλων της Αγουλινίτσας, μήνυσε στον Φραντζή, να καταλάβουν οι Αρκάδιοι την οχυρή θέση Κλειδί κοντά στον Καϊάφα με σκοπό να κλείσουν τον δρόμο των Λαλαίων που θα επέδραμαν προς τα κἀστρα για να λύσουν την πολιορκία τους. Κατόπιν τούτου ο Φραντζής, υποχρέωσε τον Δημήτριο Κινά και Αναγνώστη Ντόνα να συνεννοηθούν με άλλους Κυπαρίσσιους, 85 άνδρες συνολικά, οι οποίοι ενώθηκαν με άλλους από την περιοχή της Ζούρτσας. Τελικά 367 άνδρες άρχισαν να οχυρώνουν τη δύσβατη θέση Κλειδί, το μοναδικό πέρασμα προς τα κάστρα, με σκοπό να ανακόψουν την πορεία των Λαλαίων.

Σύμφωνα με το σχέδιό τους, οι Λαλαίοι πέρασαν νύχτα τον Αλφειό. Τη διάβαση όμως αυτή, αντιλήφθηκαν έγκαιρα Αγουλινιτσαίοι και Πύργιοι αγωνιστές, οι οποίοι ετοιμάστηκαν να τους αντιμετωπίσουν. Οι επιδρομείς αφού προέβησαν σε ζωοκλοπές και λεηλασίες των έρημων σπιτιών της Αγουλινίτσας, επιτέθηκαν κατά των Ελλήνων υπερασπιστών (60 ανδρών κατά τον Σπηλιάδη), που κλεισμένοι μέσα σε 4 σπίτια υπό τον Αλ. Μοσχούλα,  αντιστέκονταν επιτυχώς. Στη μάχη συμμετείχαν και Αρκάδιοι πολεμιστές, οι οποίοι μετά την ειδοποίηση που έλαβαν είχαν καταφθάσει έγκαιρα από το Κλειδί και χτυπούσαν τους Λαλαίους από τους λοφίσκους που βρίσκονται υπεράνω της Αγουλινίτσας. Κατά τον Φραντζή: «…συνεκροτήθη πεισματώδης ἡ μάχη μετά τῶν Λαλαίων, εἰσβαλόντων εἰς τήν Ἀγουλινίτζαν˙ κατά πρῶτον δέ ἐδεικνύετο ἡ νίκη εἰς τούς Λαλαίους, καθότι εἶχον πλησιάσει εἰς πολλάς οἰκίας κατεχομένας παρά τῶν Ἑλλήνων, ἐκείνων μέν ἐκ τῶν οἰκιῶν μαχομένων, τῶν δέ Λαλαίων ἔξωθεν…». Κατά την κρίσιμη εκείνη ώρα έφθασε στο Κλειδί ο Φραντζής μόνο με οκτώ οπλοφόρους. Από αυτούς απέστειλε τους έξι στους Αρκάδιους που μάχονταν στους λόφους της Αγουλινίτσας, μηνύοντάς τους ότι καταφθάνει ο ίδιος  με 800 άνδρες οι οποίοι έμειναν πίσω για να ξεκουραστούν από την οδοιπορία. Μόλις οι Αρκάδιοι άκουσαν την έλευση 800 ανδρών, πλήρεις χαράς και με αναπτερωμένο ηθικό, εκραύγασαν όλοι μαζί: «κτυπᾶτε, ἀδέλφια, σεῖς ὁποῦ εἶσθε κλεισμένοι, καί ὁ Πρωτοσύγκελλος ἔφθασε μέ 800». Οι Λαλαίοι τότε, με το άκουσμα των λόγων αυτών εν μέσω κραυγών, νομίζοντας ότι είναι αληθείς, άρχισαν να βαδίζουν με βήματα οπισθοχωρήσεως. Τη στιγμή εκείνη οι οχυρωμένοι στα σπίτια υπερασπιστές της Αγουλινίτσας, βγήκαν από αυτά και μαζί με τους Αρκάδιους που κατέβηκαν από τους λόφους, έτρεψαν τους ισχυρούς Λαλαίους σε φυγή: «θέσαντες αὐτούς ἔμπροσθέν των ὡς πρόβατα, φονεύσαντες εὐθύς 9 ἐξ’ αὐτῶν…». Στην προσπάθειά τους να περάσουν τον Αλφειό, επνίγηκαν ή σκοτώθηκαν 63 Λαλαίοι. Ο Φραντζής στο τέλος της μαρτυρίας του αναφέρει: «Ὁ δέ Ἥρως Ἀλέξιος Μοσχούλας μετά τῶν λοιπῶν Ἀγουλινιτζαίων, Πυργείων, καί Ἀρκάδων ἤγαγον τάς 9 κεφαλάς τῶν φονευθέντων Λαλαίων ἐνώπιον τοῦ Πρωτοσυγκέλλου εἰς τό Κλειδί ὅστις ἐπρόσφερε δώρημα 20 Μπεσλίκια Τουρκικά, (γρόσια 100, Τάλληρα δίστηλα 18) πρός τούς ἀγαγόντας τάς κεφαλάς τῶν Λαλαίων. Εὐλογήσας δέ τά ὅπλα τῶν Ἑλλήνων, καί ἐγκαρδίως ἐπευχηθείς αὐτοῖς παντοτεινάς νίκας, ἐπέστρεψεν εἰς τήν Κυπαρισσίαν».

Ο Ιωάννης Φιλήμων, σύγχρονος με τα γεγονότα ιστορικός, ορίζει ως ημερομηνία της μάχης την 24η Απριλίου 1821. Για τις δυνάμεις των Ελλήνων που συγκεντρώθηκαν στο Κλειδί μας πληροφορεί ότι αποτελούνταν από εβδομήντα Κυπαρίσσιους και Φιλιατρινούς υπό τον Δημήτριο Κινά και Αναγνώστη Δονά, καθώς και από άλλους τόσους Πύργιους υπό τον Παπασταθόπουλο. Στα γνωστά από τον Φραντζή γεγονότα, προσθέτει ότι η αιτία της σύγχυσης των Λαλαίων ήταν το λάθος που υπέπεσαν αυτοί, όταν εξέλαβαν τους Κυπαρίσσιους και τους Φιλιατρινούς που ήλθαν από το Κλειδί ως Μανιάτες, επειδή φορούσαν μαύρες βράκες. Ειδικότερα: «Φθάσαντες δέ (ενν. τη βοήθεια από το Κλειδί) ἄνω τῆς κωμοπόλεως ἐπί τοῦ λόφου, Δάρδιζα καλουμένου, εὗρον σκοπούς τινάς Τούρκους, οὕς ἐπυροβόλησαν. Ἀντιπυροβολήσαντες δέ καί οἱ Τοῦρκοι, ἐβόησαν Ἀλβανιστί: Έρδε Μανιάτμπεη με Μανιάτμπεη! Ίκινι» (έφθασε ο Μπέης της Μάνης με τους Μανιάτες! Φύγετε). Ἐπειδή οἱ Κυπαρίσσιοι καί Φιλιατρινοί ἐφόρουν βράκη μελαμβαφή, ὡς οἱ Λάκωνες, ἔφερον δέ καί σημαίας ἐρυθράς δύο, οἱ σκοποί τῶν Λαλαίων ὑπέλαβον αὐτούς ἄλλους Λάκωνας, καί αἴτιοι ἐγένοντο, ὅπως τραπῶσιν εἰς φυγήν ἄτακτον ἅπαντες οἱ Λαλαῖοι, ἀφοῦ οὐκ ἴσχυσαν κατά τοῦ Μοσχούλα. Τότε οἱ ἔξω Ἕλληνες κατέλαβον τό στενό Ἁγιάννης. Συγχρόνως ἐξῆλθον καί οἱ ἔσω, καί ὅλοι ὁμοῦ κτυπήσαντες τούς ἐχθρούς, διαβαίνοντας δρομαίους εἰς τήν πεδιάδα τῆς Βολάντζης, ἐθανάτωσαν ἑννέα καί ἐζώγρησαν δεκατρεῖς. Κατά πρῶτον ἤδη ἔστρεψαν οἱ Λαλαῖοι νῶτα πρός τούς Ἕλληνας. Ἡ περίστασις αὕτη κατά πολύ ἐνεψύχωσε τούς πεδινούς τῆς Ἠλείας… Έν Βολάντζῃ συνεκροτήθη παρά τῶν Ἑλέων, Πυργίων καί Τριφυλίων ἕν σῶμα ὑπό ἑξακοσίων. Ἕτεροι δέ Πύργιοι διακόσιοι ὑπό τόν Παπασταθόπουλον, Κρεστενίτην καί Μητσόπουλον κατέλαβον τήν θέσιν Βέχρου και διαβάντες ἐκεῖθεν τόν Ἀλφειόν ἔκαυσαν τό χωρίον Φλώκα»[4]. Με την περιγραφή του Φιλήμονα συμφωνεί και ο γνωστός ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος, διευκρινίζοντας πως οι  άνδρες του Μοσχούλα μαζί με τους  ελθόντες από το Κλειδί αγωνιστές, κατόρθωσαν νά  προλάβουν τους Λαλαίους «εἰς τό φέρον πρός τήν Βολάντζαν καί τόν Ἀλφειόν στενό Αϊγιάννης, ὅπου καί τούς ἐκτύπησαν φονέυσαντες ἑννέα καί συλλαβόντες δεκατρεῖς αἰχμαλώτους»[5]

Στη μάχη της Αγουλινίτσας αναφέρεται και ο στρατηγός Γρηγοριάδης, οι πληροφορίες του οποίου προέρχονται πιθανότατα από τους Αρκάδιους που πολεμούσαν στους γύρω λόφους. Κατ’ αυτόν 1000 εκλεκτοί Λαλαίοι υπό τον υποστράτηγο Αμούς Αγά, άνδρα ατρόμητο και εμπειροπόλεμο, βάδισαν προς τα κάστρα Νεόκαστρου (Πύλου) και Μεθώνης με σκοπό να βοηθήσουν τους εκεί πολιορκημένους Τούρκους. Το πρωί της 6ης Αυγούστου, αφού πέρασαν τον Αλφειό συνάντησαν τη γενναία αντίσταση 100 Αγουλινιτσαίων που αγωνίζονταν οχυρωμένοι εντός των οικιών, με αρχηγό τον Αλέξη Μοσχούλα. Στη συνέχεια περιγράφει τον πανικό και την πανωλεθρία των Λαλαίων ως εξής: «Ἀλλ’ ἕνεκα τοῦ πυκνοῦ καπνοῦ ἐκ τοῦ συνεχοῦς τουφεκισμοῦ τῶν Ἀρκαδίων καί τῶν  ἀλαλαγμῶν αὐτῶν, οἱ Λαλαῖοι δέν ἠδύναντο νά γνωρίζωσι τόν ἀριθμόν αὐτῶν, δι’ ο ὑποθέσαντες ὅτι ἡ ἐπελθοῦσα ἐπικουρία εἰς τούς Ἀγουλινιτζαίους θά ἦτο μεγάλη καί  ὅτι ἑπόμενον ἦτο νά περικυκλωθῶσιν πανταχόθεν καί νά ἀπολεσθῶσιν ὅλοι, καταληφθέντες ὑπό φόβου, ἐτράπηκαν ἐν ἀτάκτῳ φυγῇ πρός τόν Ἀλφειόν ποταμόν κατά την διάβασιν τοῦ ὁποίου ἐπνίγησαν πολλοί…Εἰς ταύτην τήν μάχην διαρκέσασαν ὥρας 6 ἐφονεύθησαν ἀπό τούς Λαλαίους 200 καί 43 ἐπληγώθησαν, ἐζωγρήθησαν καί 13 οὕς οἱ Ἀρκάδιοι ἔσφαξαν ἀνηλεῶς. Οἱ Λαλαῖοι ἀπώλεσαν καί 2 σημαίας κυριευθείσας ὑπό τῶν Ἀρκαδίων ἐξ ὧν ἐφονεύθησαν 17 καί 9 ἐπληγώθησαν. Ἀπό δέ τούς Ἀγουλινιτζαίους ἐφονεύθησαν 6-7 καί 4 ἐπληγώθησαν»[6].

Τέλος, πολύτιμη είναι και η μαρτυρία του Λυκούργου Κρεστενίτη, η οποία  μέσα από πρόσθετες πληροφορίες που περιέχει, εμπλουτίζει και συμπληρώνει το παζλ της ιστορικής αλήθειας.

«…Ἀλλ’ οἱ ἐν Κλειδίῳ στρατοπεδεύοντες Ἀναγνώστης Παπασταθόπουλος, Πέτρος Μήτσου, καί Λυκ. Κρεστενίτης ἔχοντες ὑπό τήν ὁδηγίαν των περίπου τῶν 70 (οἱ ὁποῖοι μετέβησαν ἐκεῖθεν, καί μετεκάλεσαν τόν πρωτοσύγγελον Ἀμβρόσιον, διά νά προφυλάξωσι τήν θέσιν αὐτήν νά μή διέλθουν οἱ Λαλαῖοι εἰς Ἀρκαδίαν, ὅστις ἦλθε μέ περίπου τῶν 30 ἐνόπλων Ἀρκαδοφιλιατρινῶν καί ἄλλων χωρικῶν Ἀρκάδων ἕως 40 ὑπό τήν ὁδηγίαν τοῦ Δημητρίου Κινᾶ καί Γ. Δούφα) ἅμα ἔμαθον ὅτι οί Τοῦρκοι μέλλουν νά ἔλθουν εἰς Ἀγουλινίτσαν, εἰσηκούσθησαν μέ τόν ἀρχηγόν Ἀγουλινιτσαίων, Ἀλἐξιον Μοσχούλαν κατοικοῦντα μετά τῶν συγχωρίων του ἐντός τῶν ἐν τῇ λίμνῃ νησιδίων. Καί ὁ μέν Ἀλεξιος Μοσχούλας μεθ’ ἑβδομήκοντα Ἀγουλινιτσαίων ὠχυρώθησαν εἰς οἰκίας ἐν Ἀγουλινίτσῃ, οἱ δέ Τοῦρκοι ἦλθον τῷ ὄντι εἰς  Ἀγουλινίτσαν, ἐκτυπήθησαν ἀπό τούς ἐν ταῖς οἰκίαις, ἐπολιόρκησαν αὐτούς καί ἤρχησαν νά καίουν καί  λαφυραγωγοῦν τά ἐν ταῖς ἄλλαις οἰκίαις. Περί τήν μεσημβρίαν τῆς αυτῆς ἡμέρας ὁ Σπήλιος Μοσχούλας ἀδελφός τοῦ πολιορκουμένου Ἀλεξίου καί ὁ Γ. Παπαζαφειρόπουλος ὑπῆγον εἰς Κλειδί μέ πλοιάρια καί ἔδωκαν τῶν στρατοπεδευόντων ἐκεῖσε τήν εἴδησιν, ὅτι δηλαδή γίνεται πόλεμος εἰς Ἀγουλινίτσαν, ὁ ὁποῖος δέν ἠκούετο διά τήν πολλήν ὑπάρχουσαν ζέστην, τότε οἱ εὑρεθέντες, ἀφήσαντες μόνο τόν Πρωτοσύγκελο ὡς μή δυνάμενον νά παρακολουθήσῃ ἔπαυσαν νά τρώγουν καί ἀφήσαντες τό στρατόπεδόν των μέ τά ἀναγκαῖά των ἔτρεξαν εἰς τόν τόπον τοῦ πολέμου, φθάσαντες εἰς τόν λόφον ἄνω τῆς Ἀγουλινίτζας ὀνομαζόμενον Δάρδιζαν εὗρον τρεῖς Τούρκους φυλάττοντας σκοπούς καί οἱ ὁποῖοι ἀντιτουφεκίσαντες ἐφώναξαν Ἀλβανιστί: “Τούρκ. ἔρδε Μανιάτμπεη μέ Πανιάτενε, ἴκινι (Τοῦρκοι ἦλθεν ὁ ἡγεμών τῆς Μάνης μέ τούς Μανιάτας φεύγετε)” ἐσυμπέραναν δέ ὅτι ἦτον Μανιάται, διότι οἱ Φιλιατρινοαρκαδινοί ἐφόρουν βρακιά μαῦρα (τουμάνια) ὡς φοροῦν οἱ Μανιάται, καί εἶχον δύο σημαίας μέ κόκκινον πανί. Τότε λοιπόν οἱ Τοῦρκοι κατακυριευμένοι ὑπό πανικοῦ φόβου ἐδόθησαν ἀτάκτως εἰς φυγήν ἐκ τῶν ἐλθόντων δέ ἀπὀ τό Κλειδίον εἰς βοήθειαν τῶν πολιορκημένων, οἱ μέν κατέλαβον τό στενόν Ἁγιάννης, δι’οὗ διέβαινον οἱ Τοῦρκοι εἰς τήν πεδιάδα τῆς Βολάντζης καί ἐτουφέκιζαν τούς Τούρκους διαβαίνοντας δρομαίως. Ἐξῆλθαν δέ καί οἱ πολιορκούμενοι, καί τῷ ὄντι συνέλαβον οἱ Ἑλληνες ζῶντας 13 Τούρκους φονεύσαντες καί ὀλίγους. Συνέλαβον δέ καί ἕνα Βολαντζιὠτην χριστιανόν φέροντα τό σήμαντρον τῆς ἐκκλησίας  Ἀγουληνίτσης Κούτην ὀνομαζόμενον πληγωμένον. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθής περιγραφή τοῦ ἐν Ἀγουληνίτσῃ πολέμου κατά τάς 24 Ἀπριλίου…»[7].

Μετά τη φυγή των Λαλαίων, Αγουλινιτσιώτες, Πύργιοι και Μακρισιώτες αγωνιστές προχώρησαν στη Βωλάντζα και από εκεί, ανατολικά έφτασαν στο χωριό Μπέχρου που ήταν τουρκοχώρι και το έκαψαν. Στη συνέχεια περνώντας τον Αλφειό έκαψαν και το χωριό Φλόκα που ήταν επίσης τουρκοχώρι.

Η σημαντική αυτή νίκη των Ελλήνων τον Απρίλιο του 1821 στην Αγουλινίτσα αναπτέρωσε το φρόνημα των κατοίκων ολόκληρης της περιοχής και έκοψε τα φτερά των Λαλαίων. Θα συνεχίσουν βέβαια τις επιδρομές τους στα πεδινά της Ηλείας, το κύρος τους όμως έχει πληγεί ανεπανόρθωτα. Η μάχη της Αγουλινίτσας[8] έχει τεράστια σημειολογική σημασία καθότι αποτελεί κομβικό σημείο για την έναρξη της Επανάστασης στην Ηλεία και στον Μοριά, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους των  «ἐπηρμαίνων ἐπί τῇ ἀνδρείᾳ» Λαλαίων, των σκληρότερων πολεμιστών του Μοριά…

[1] Σ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α’, σελ. 278.
[2] Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ.Α’, σελ. 412-416, Αθήνα 1839-1841.
[3] Ο Αλέξιος Μοσχούλας ήταν ο άρχοντας και ο αρχηγός των όπλων της Αγουλινίτσας, ένας από τους ηγέτες της επαρχίας του Πύργου. Είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία από τον Αναγνωσταρά, στις 6 Αυγούστου 1818, στην Κωνσταντινούπολη. Η επαναστατική του δράση ήταν εντυπωσιακή, καθότι συμμετείχε στις περισσότερες πολεμικές επιχειρήσεις στην Ηλεία. Κατά τον Γρηγοριάδη ο Μοσχούλας ήταν “ ἀνήρ φιλόπατρις, ἀνδρεῖος καί ἔμπειρος ὁπλαρχηγός τῆς ἐπαρχίας ταύτης” (Ιστορικαί Αλήθειαι, σελ. 116). Για τον ίδιο άνδρα ο Φιλήμων αναφέρει: “…Ὡς ὁ Βιλαέτης τοῦ Πύργου, οὕτω καί ὁ Μοσχούλας τῶν ἐνόπλων αὐτῆς ἡγεῖτο, μή συγκρινόμενος μετά τούτου ἐπί ἀνδρείᾳ, ἔχων ὅμως πατριωτισμόν καί αὐταπάρνησιν ἐπίζηλον…” (Δοκίμιον Ιστορικόν, μέρος Γ’, σελ. 161). Το τέλος του υπήρξε άδοξο. Σύμφωνα με μη σαφώς προσδιοριζόμενη πληροφορία, δολοφονήθηκε το 1826 από τον Αιγύπτιο δούλο του.

[4] Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ.3, σελ. 161-162.
[5] Δ. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τ.3., σελ. 113. Ο γνωστός ιστορικός και ακαδημαϊκός γεννήθηκε στον Πύργο το 1884, η δε μητέρα του ήταν από την Αγουλινίτσα, το γένος Γιαννόπουλου.
[6] Αθ. Γρηγοριάδης, “Ιστορικαί αλήθειαι”, Αθήνα 1934, σελ. 116-117.
[7] Κ. Κυριακόπουλος, Ο Πύργος και ἠ Ηλεία στα χρόνια της Επανάστασης και του Καποδίστρια, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας, Πύργος 2003,   τ. Α σελ. 168-169.
[8] Ιστορική αποκατάσταση

Η ελλιπής προσέγγιση και αξιοποίηση αρχείων και πηγών αποτελεί πρόβλημα κατά τη διαδικασία προσέγγισης της ιστορικής πραγματικότητας. Ο Γ. Χρυσανθακόπουλος αναφερόμενος στην επιδρομή των Λαλαίων μεταφέρει τη μάχη και την  ήττα των Λαλαίων στο Κλειδί (Κ. Σαμικό) χωρίς να παραθέτει ιστορικές μαρτυρίες και τεκμήρια («Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας», σελ. 174-175). Ο αείμνηστος Δ. Πρίγγουρης (Διευθυντής της Δημόσιας βιβλιοθήκης Ανδρίτσαινας) και ο Παναγιώτης Χαραλαμπόπουλος (καθηγητής), στη δημοσιευμένη έρευνά τους «Συμβολή της επαρχίας Ολυμπίας στον Αγώνα του Εικοσιένα»(Ολυμπιακά Χρονικά, τ. Β’ σελ. 181-275), παρότι μνημονεύουν στις πηγές τους Γρηγοριάδη, Τρικούπη και Φιλήμονα, μεταθέτουν αδικαιολόγητα το πεδίο μάχης. Τα περί φονικής μάχης στο Κλειδί, ήττας των Λαλαίων εκεί και τα της συνεχιζόμενης καταδίωξής των μέχρι την Αγουλινίτσα, στερούνται αποδεικτικής ισχύος. Σε παρόμοιο λάθος υπέπεσε και η αείμνηστος φιλόλογος από την Αγουλινίτσα, Καλλιόπη Μοσχούλα-Μπακάκου. Τα περί αψιμαχίας στη Αγουλινίτσα , προωθήσεως των Τουρκαλβανών στο Κλειδί όπου αναχαιτίσθηκαν και επανήλθαν καταδιωκόμενοι στην Αγουλινίτσα αποτελούν ανακρίβειες ( «Η Αγουλινίτσα και η συμβολή της εις την Ελληνικήν Επανάστασιν», Ολυμπιακά Χρονικά, τ. Β’, σελ.85-100). Την πιο έγκυρη πηγή για την μάχη της Αγουλινίτσας αποτελεί η μαρτυρία του πρωτοσύγγελου Χριστιανουπόλεως Αμβρόσιου Φραντζή, όπως σταχυολογείται μέσα από το έργο του «Η επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος», καθότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων πολεμώντας και ο ίδιος. Αξιόπιστα επίσης για το ίδιο γεγονός είναι και τα έργα «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Ιωάννη Φιλήμονα, σύγχρονου των γεγονότων, και «Ιστορικαί αλήθειαι»  του στρατηγού Γρηγοριάδη.

Ο Ιωάννης Βίτσας γεννήθηκε στο Σαμικό Ηλείας και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο γενικό λύκειο Κρεστένων. Αποφοίτησε από τη Θεολογική και Φιλοσοφική Αθηνών και στη συνέχεια σπούδασε δημοσιογραφία. Από το 1992 εργάζεται ως καθηγητής σε σχολεία της Ηλείας και της Αττικής. Για μια δεκαετία βρέθηκε από επιλογή του στο Κονγκό, όπου πρόσφερε τις υπηρεσίες του στα εκπαιδευτήρια των ελληνικών κοινοτήτων της χώρας, ως καθηγητής και στέλεχος εκπαίδευσης. Το 2016 κυκλοφόρησε το έργο του «Η αρχαία Σαμία και η ιστορική της συνέχεια» το οποίο παρουσίασε στη γενέτειρά του και πρόσφερε δωρεάν. Άρθρα και μελέτες του δημοσιεύονται περιοδικά στον Ηλειακό και Αθηναϊκό τύπο, σε επιστημονικά περιοδικά και εκδόσεις. Βασική του προτεραιότητα αποτελεί η ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας άγνωστων κυρίως πτυχών της Ηλειακής και γενικότερης ιστορίας, με γνώμονα κυρίως τη μελέτη και αξιοποίηση του αρχειακού υλικού.

Όλη η επικαιρότητα