«Η Ροδούλα του Πόντου και της Μικράς Ασίας»

Share

Δέσποινα Σωτηροπούλου: «Η αριστερή μου πλευρά» ήταν η πιο επώδυνη

Η συγγραφέας και δημοσιογράφος Δέσποινα Σωτηροπούλου  (με Πυργιώτικη καταγωγή), κατάφερε να μετατρέψει τον πόνο σε αγάπη και την απώλεια σε δημιουργία.

Το τρίτο της μυθιστόρημα υπό τον τίτλο «Η αριστερή μου πλευρά» είναι ένας ύμνος στην αγάπη μέσα από τη σιωπηρή ζωή της Ροδούλας του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Της μητέρας της. Ένα βιβλίο αφιερωμένο στις μανάδες της γενιάς του πολέμου, της μεταπολίτευσης, των καθημερινών αναμετρήσεων με τις κακουχίες και τη φτώχεια,

Η Δέσποινα Σωτηροπούλου (φωτό) είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και Δημοτική Σύμβουλος και Αντιδήμαρχος στο Δήμο Νίκαιας

Η παρουσίαση του βιβλίου ( τα έσοδα από τις πωλήσεις θα διατεθούν στα παιδιά που πάσχουν από καρκίνο με τη στήριξη του Εκδοτικού Οίκου Ινφογνώμων) θα γίνει το ερχόμενο καλοκαίρι στον Πύργο (ελπίζουμε οι συνθήκες να το επιτρέψουν).

«Σε αυτό το βιβλίο υπάρχει μια μυθιστορηματική ροή σε διαφορά με τα προηγούμενα δύο, τα οποία ο Κώστας Γεωργουσόπουλος είχε χαρακτηρίσει ως νέα λογοτεχνική οντότητα, άποψη και κριτική που με τιμά. Ο λόγος στις περιγραφές και τις αφηγήσεις, όχι στους διαλόγους, παραμένει ο ίδιος διατηρώντας τα ρήματα στο τέλος των προτάσεων», εξηγεί η ίδια και προσθέτει: «Ο θάνατος και σε αυτό το βιβλίο παραμένει αβάσταχτο καρφί ενώ υμνείται ο θεσμός της οικογένειας και των αξιών που σήμερα μοιάζει να έχουν αποπροσανατολιστεί. Η σιωπή είναι η λέξη κλειδί που ανατρεπτικά καταλήγει σε επανάσταση και κερδίζει τις ισορροπίες. Εικαστικά και τα τρία βιβλία έχουν κρατήσει την ιδιαίτερη μορφή τους, να είναι δηλαδή στενά σε πλάτος και υψηλότερα σε μήκος από ό,τι τα περισσότερα βιβλία που κυκλοφορούν».

Συνέντευξη στην Γιούλη Ηλιοπούλου

«Η αριστερή μου πλευρά». Τι σημαίνει αυτό το βιβλίο για εσάς και πώς προέκυψε ο τίτλος;»

Αυτό το βιβλίο είναι η κάθαρσή μου. Είναι το τέλος μιας τριλογίας που ξεκίνησε το 2015. Και τα τρία βιβλία μου έχουν την ίδια αφετηρία. Τον πόνο του θανάτου, την ωδή στην έλλειψη και το καλωσόρισμα στη γνώση που λέει, πως ποτέ και τίποτα δεν τελειώνει. Με αυτό το βιβλίο μοιράζομαι με τους αναγνώστες το κάλλος της μητέρας μου, της Ροδούλας, καθώς και τα διδάγματα που με προικοδότησε. Το πένθος με τη φυγή του συζύγου μου και τη δική της με οδήγησε στην καταγραφή και των τριών βιβλίων. «Η αριστερή μου πλευρά» ήταν η πιο επώδυνη. Εδώ συνειδητοποίησα ότι ζω μόνη πια μέσα σε ένα σπίτι που άλλοτε έσφυζε από ζωή και από θαύματα. Η ώρα αυτή της αλήθειας έγινε υπαγόρευση και η αριστερή μου πλευρά… Τίτλος που προκύπτει από την ιδεολογία της οικογένειας, το ήθος και τη στάση ζωής της Ροδούλας αλλά και από την έξοχη αντίδρασή της όταν ένα εγκεφαλικό επεισόδιο κατέστρεψε τη δύναμη της αριστερής της πλευράς.

Πώς καταφέρνει κανείς να συμβιβαστεί με την απώλεια αγαπημένων προσώπων;

Δεν εξοικειώνεσαι. Μαθαίνεις να το αντέχεις. Μερικές φορές η ανάγκη είναι ο ίδιος ο Θεός. Εκπαιδεύεσαι να βαστάς, να υπομένεις, να πνίγεις το εγώ σου και να συμπονάς, να παρακαλάς για το καλό όλων, να προσπαθείς για το καλό όσων έρθουν στον δρόμο σου, να συνεχίζεις μέχρι που να γίνεις εσύ και οι λατρεμένοι σου μαζί. Εσύ και οι απουσίες σου. Έτσι πλουτίζει ο άνθρωπος. Και φτάνει ξαφνικά να βιώνει μέσα στην έλλειψή του την αφθονία. Αν εξαιρέσεις εκείνες τις στιγμές, που από την οδύνη δεν χωράς πουθενά, τότε καταλήγεις σε ένα και μόνο συμπέρασμα. Αν όποιος φεύγει ελευθερώνεται, τότε όποιος μένει λυτρώνεται. Μονάχα έτσι ερμηνεύω τη ζωή. Αλλιώς δε βγάζει κανένα νόημα.

Γιατί έχετε αφιερώσει το έργο σου στα παιδιά που νοσούν από καρκίνο;

«Όπως αναφέρω στο βιβλίο, που δεν μου είναι ξένο αλλά τόσο γνώριμο όσο η ίδια η οικογένειά μου, ο καρκίνος μας χτύπησε δίχως οίκτο. Πατέρας, σύζυγος, μητέρα.

Η Ροδούλα του βιβλίου είναι η μητέρα μου. Φαίνεται λοιπόν, πως έχουμε ανοίξει νταλαβέρια, τα οποία αποφάσισα να αντιμετωπίσω με γενναιότητα προς την υπέρτατη αξία της ζωής για να πατήσω στα πόδια μου και να συνεχίσω».

Τα έσοδα των βιβλίων σας διατίθενται στα παιδιά που πάσχουν από καρκίνο. Ποια ήταν η αφορμή για αυτή την απόφαση;

Ο πόνος που γίνεται εκπόνηση και στη συνέχεια πράξη. Η διάθεση του να υπάρχει… λόγος. Αυτός ο λόγος που είναι χρέος. Είναι καθήκον. Αν δεν διαθέτουμε εαυτό, τότε τι ήρθαμε να κάνουμε; Να περάσουμε στα ανώφελα; Δεν μου αρέσει  αυτή η προοπτική. Υπάρχει ένας αληθινός κόσμος που μέσα του κλείνει τον παιδικό καρκίνο. Κι εγώ θέλω να είμαι ένα μικρό κομμάτι ανακούφισης μέσα σε αυτόν.

Όταν ο άντρας μου έκανε χημειοθεραπείες, έλεγε «αν εγώ υποφέρω τόσο, τα μικρά παιδιά πώς αντέχουν;» Η μανούλα μου που πρόλαβε και είδε τον αγώνα μου για τα παιδιά, έλεγε «Αχ παιδάκι μου, να ήξερες τι καλό κάνεις…». Δε θέλω να φανώ λιγότερη από το κτίσμα που με αγάπη έπλασαν αυτοί οι όμορφοι άνθρωποι…

Η πανδημία δυσκόλεψε την επαφή του κόσμου με το βιβλίο;

«Η πανδημία τσάκισε τα πάντα. Ανθρώπους, συνήθειες, προγραμματισμούς, ψυχές. Δυσκόλεψε και την επαφή του κόσμου με το βιβλίο λόγω διαδικασίας και μόνο.

Όποιος θέλει όμως, μπορεί. Αυτό που βίωσα με την κυκλοφορία του βιβλίου μου, που έπεσε ακριβώς μέσα στη δεύτερη καραντίνα, με πείθει πως ο κόσμος διψά για μάθηση κι αυτό είναι ότι πιο ελπιδοφόρο κι ενθαρρυντικό».

Πέρα από τη συγγραφή και την μακρά δημοσιογραφική πορεία, είστε αντιδήμαρχος στο δήμο Νίκαιας-Ρέντη. Ποια είναι τα καθημερινά προβλήματα του κόσμου;

«Η γραφειοκρατία παραμένει μια πληγή για όλους. Δημότες, εργαζόμενους, διοίκηση. Ο δημότης θέλει να είσαι κοντά του. Δεν ζητά τίποτε άλλο.

Έχει αξία να φτάνει κανείς στην ουσία των προβλημάτων και να μη μένει στο “φαίνεσθαι” αλλά ούτε και να το χρησιμοποιεί ως μια ορθή δικαιολογία. Κι αυτό οφείλουμε να πράττουμε όλοι. Και οι δημότες και η διοίκηση. Μόνο τότε αλλάζει το τοπίο».

Τι σας φοβίζει περισσότερο: ο χρόνος που τρέχει ή η μοναξιά;

Από τη στιγμή που είδα τον χρόνο ως πλασματική ιδέα, τον έκανα φίλο. Από τότε με διδάσκει ότι οφείλω να μετριάζω τις διαδρομές της αναμέτρησής μας και να συγκεντρώνομαι. Κι όσο συγκεντρώνομαι, τόσο όλα μοιάζουν να κυλούν από μόνα τους.

Ούτε η μοναξιά με φοβίζει. Είμαι τόσο κοινωνική όσο και μοναχική, οπότε νιώθω ότι υπάρχει μια κάποια ισορροπία. Εκείνο που με τρομάζει, όμως, είναι μη και φύγω μόνη. Δίχως κάποιον να με αγαπά τόσο δυνατά, όσο αγάπησα εγώ τους λατρεμένους μου.

Έχει αξία να φεύγουμε μέσα στην αγάπη. Είναι σα να περνάμε απέναντι με τη βούλα της επιβράβευσης.

Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο

“Με καταγωγή από την Αρκαδία ο Μπάμπης. Ο πατέρας του ο Άγγελος, στα επτά του από το Ζυγοβίστι  στον Πύργο μετοίκησε καλύτερες αναζητώντας συνθήκες διαβίωσης.  Εκεί τη Δέσπω παντρεύτηκε, το πρώτο άνοιξε ψαράδικο στη Δημοτική του Πύργου αγορά και με τα ψάρια επτά μεγάλωσε παιδιά. Την Ευθυμία, το Μπάμπη, την Καλλιόπη, τη Μαρίνα, το Γιάννη, τη Φρόσω και την Κατίνα. Ίσα με του πλάτανου η σκιά έμοιαζε του Μπάμπη.  Λιγνός, γεροδεμένος και ομορφάντρας. Ερμή του Πραξιτέλους στις πεδιάδες και τις θάλασσες  τον προσφωνούσαν της Ηλείας. Επηρεασμένοι από τον αρχαϊκό της Ολυμπίας πολιτισμό ονομασίες από τους Θεούς δανείζονταν στη γνώση και  το κάλλος να εστιάσουν. Με τα μαύρα του σπαστά μαλλιά και τους γκρίζους κροτάφους, τα μακριά δάχτυλα και τη μπάσα φωνή ερινύες ξεσήκωνε.  Η αρχοντιά από τις εξωτερικές του αναδύονταν περιγραφές. Ετοιμοπόλεμος, θαρραλέος και σαλταδόρος. Τροπαιοφόρος, ηθικός και λεβεντόψυχος. Ένα κράμα ζωής αριστερής και εμφάνισης αρχοντικής. Στην πρώτη σάστισε εντύπωση η Ροδούλα. Η οικονομική επιδεξιότητα παντού πάνω του φιγουράριζε. Στο καλοραμμένο κοστούμι, το κασμιρένιο παλτασού,  τα δερμάτινα γάντια, το ρεπούμπλικα καπέλο. Πανικός τη συνεπήρε. Ποιος ήταν αυτός, που ως ξιφομάχος την προσοχή της υπερασπιζόταν και από πού ερχόταν; Τι… από τη ζωή της λαχταρούσε; Στην άκρη από τις επιδιώξεις του καθησύχασε. Ότι εντελλόταν να γίνει, ανεμπόδιστα ας κυλούσε.”