Εκκλησία

Οἱ Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη οι Ισαπόστολοι

Ακούστε το άρθρο

(Ιερά Μητρόπολη Ηλείας)

Ο Άγιος Κωνσταντίνος γεννήθηκε στο σημερινό Νίς της Σερβίας περί το 280 μ.Χ. Πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος, που λόγω της χλωμότητος του προσώπου του ονομάσθηκε Χλωρός, και ήταν συγγενής του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Μητέρα του ήταν η Αγία Ελένη, θυγατέρα ενός πανδοχέως από το Δρέπανο της Βιθυνίας. Το 305 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ευρίσκεται στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια με το αξίωμα του χιλίαρχου. Το ίδιο έτος οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός, παραιτούνται από τα αξιώματά τους και αποσύρονται. στο ύπατο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος ο Χλωρός στη Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Ο Κωνστάντιος ο Χλωρός πέθανε στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ. και ο στρατός ανακήρυξε Αύγουστο τον Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι όμως που δεν αποδέχθηκε ο Γαλέριος. Μετά από μια σειρά διαφόρων ιστορικών γεγονότων ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται με τον Μαξέντιο, υιό του Μαξιμιανού, ο οποίος πλεονεκτούσε στρατηγικά, επειδή διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα και ο στρατός του Κωνσταντίνου ήταν ήδη καταπονημένος Από την πλευρά του ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε κάθε λόγο να αισθάνεται συγκρατημένος. δεν είχε καμία άλλη επιλογή εκτός από την επίκληση της δυνάμεως του Θεού. Κατά θεική παραχώρηση διαγράφεται στον ουρανό μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περί τις μεσημβρινές ώρες του ηλίου, κατά το δειλινό δηλαδή, είδε στον ουρανό το τρόπαιο του Σταυρού, που έγραφε «τούτῳ νίκα». Και ενώ προσπαθούσε να κατανοήσει τη σημασία αυτού του μυστηριακού θεάματος, τον κατέλαβε η νύχτα. Τότε εμφανίζεται ο Κύριος στον ύπνο του μαζί με το σύμβολο του Σταυρού και τον προέτρεψε να κατασκευάσει απομίμηση αυτού και να το χρησιμοποιεί ως φυλακτήριο πιο πολέμους.

Έχοντας ως σημαία του το Χριστιανικό λάβαρο, αρχίζει να προελαύνει προς την Ρώμη εκμηδενίζοντας κάθε αντίσταση. Όταν φθάνει στη Ρώμη ενδιαφέρεται για τους Χριστιανούς της πόλεως. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 313 ὁ Μέγας Κωνσταντίνος μαζί με τον Λικίνιο, συναντήθηκαν στα Μεδιόλανα (σημερινό Μιλάνο) της Ιταλίας, όπου εξέδωσαν και υπέγραψαν μαζί τις περίφημες Αποφάσεις των Μεδιολάνων, ευρύτερα γνωστές ως Διάταγμα των Μεδιολάνων. Με αυτές καθιερώθηκε η γενική αρχή της ανεξιθρησκίας, με κύριο στόχο την κατοχύρωση και αναγνώριση της θρησκευτικής ελευθερίας για τον Χριστιανισμό. Με τις πρόνοιες του Διατάγματος αυτού έμμεσα κατηργείτο η εθνική λατρεία (ειδωλολατρία). Οι Αποφάσεις αυτές δημοσιεύτηκαν και στην Ανατολή, με σχετικό διάταγμα του Λικινίου. Η αιρετική διδασκαλία του Αρείου, πρεσβυτέρου της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ήλθε να ταράξει την ενότητα της Εκκλησίας. Η διδασκαλία αυτή, που ονομάσθηκε αρειανισμός, κατέλυε ουσιαστικά το δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού. Έτσι αποφασίσθηκε η σύγκλιση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. Η αγία αυτή Σύνοδος συνέταξε και τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβόλου της Πίστεώς μας (δηλαδή του «Πιστεύω»), και εξέδωσε επίσης ορισμένους Κανόνες για την καλύτερη λειτουργία και διακυβέρνηση των Εκκλησιών. Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο αυτοκράτορας ανέλαβε πρωτοβουλίες για την εδραίωση των αποφάσεών της. Απέστειλε εγκύκλιο επιστολή προς την Εκκλησία της Αιγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Αλεξανδρείας, στην οποία γνωστοποιεί τις αποφάσεις της Συνόδου. Ο ίδιος γνωστοποιεί προς όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας την καταδίκη του Αρείου καὶ την εξορία του από την Αίγυπτο.

Ο Άγιος, κατά τον Απρίλιο του 337 μ.Χ., αισθάνεται τα πρώτα σοβαρά συμπτώματα κάποιας ασθένειας. Βλέποντας όμως την υγεία του να επιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο να μεταβεί στην πόλη Ελενόπολη της Βιθυνίας, που είχε ονομασθεί έτσι λόγω της Αγίας μητέρας του. Εκεί παρέμεινε στο ναό των Μαρτύρων, όπου ανέπεμπε ικετήριες ευχές και λιτανείες προς τον Θεό. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αντιλαμβάνεται πως η επίγεια ζωή του πλησιάζει στο τέλος της. Η μνήμη του θανάτου καλλιεργείται στην καρδιά του και τον οδηγεί στο μυστήριο της μετάνοιας και του βαπτίσματος. Μετά το βάπτισμα ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν ξαναφόρεσε τον αυτοκρατορικό χιτώνα, αλλά παρέμεινε ενδεδυμένος με το λευκό ένδυμα του βαπτίσματος, μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 μ.Χ. Ήταν η ημέρα εορτασμού της Πεντηκοστής. Οι στρατιωτικοί τοποθέτησαν το σκήνωμα του Αγίου σε χρυσή λάρνακα, το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και το εναπέθεσαν σε βάθρο στον βασιλικό οίκο. Το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

Η Αγία Ελένη γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας περί το 247 μ.Χ. Φαίνεται ότι ήταν ταπεινής καταγωγής. Μεταξύ των ετών 272 – 288 μ.Χ. γέννησε στο σημερινό Νίς της Σερβίας τον Κωνσταντίνο. Όταν, πέντε έτη αργότερα, ο Κωνσταντίνος Χλωρός έγινε Καίσαρας από τον Διοκλητιανό, αναγκάσθηκε να την απομακρύνει, για να συζευχθεί τη Θεοδώρα, θετή κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, για πολιτική σκοπιμότητα. Παρά το γεγονός αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος τιμούσε ιδιαίτερα τη μητέρα του. Της απένειμε τον τίτλο της αυγούστης, έθεσε τη μορφή της επί νομισμάτων και έδωσε το όνομά της σε μία πόλη της Βιθυνίας, Ελενόπολη. Η Αγία έδειξε την ευσέβειά της με πολλές ευεργεσίες και την ανοικοδόμηση νέων Εκκλησιών στη Ρώμη (Τιμίου Σταυρού), στην Κωνσταντινούπολη (Αγίων Αποστόλων), στη Βηθλεέμ (βασιλική της Γεννήσεως) και επί του Όρους των Ελαιών (βασιλική της Γεθσημανή). Η Αγία Ελένη πήγε το 326 μ.Χ. στην Ιερουσαλήμ, όπου, ηύρε τον Τίμιον Σταυρὸν. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ένα χρόνο μετά την εύρεση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου, η Αγία Ελένη πέρασε και από την Κύπρο. Η Αγία Ελένη κοιμήθηκε με ειρήνη μάλλον το 335 μ.Χ. σε ηλικία ογδόντα ετών. Το άγιο σκήνωμά της μεταφέρθηκε στη Ρώμη από τον υιό της και κατατέθηκε στο μαυσωλείο μέσα σε μεγαλοπρεπή σαρκοφάγο από πορφυρίτη λίθο. Η σαρκοφάγος αυτή φυλάσσεται σήμερα στο Βατικανό Μουσείο.

Οι Βυζαντινοί τιμούσαν ιδιαίτερα τον Μέγα Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη. Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ήταν πολύ δημοφιλής στους Βυζαντινούς η απεικόνιση του πρώτου Χριστιανού βασιλέως με τη μητέρα του, που κρατούσαν στο μέσον Σταυρό. Η παράδοση αυτή διατηρείται μέχρι και σήμερα με τα κωνσταντινάτα.

Ο Άγιος Κωνσταντίνος αναδείχτηκε πραγματικά Μεγάλος, όχι μόνο σε έργα πολιτικής σύνεσης, οικονομικής διαχείρισης, διοικητικής μεταρρύθμισης, στρατιωτικής δεξιοτεχνίας, φρόνησης και ανδρείας, αλλά, με άριστο συνδυασμό, Μεγάλος και σε έργα μεγάλα, στερέωσης του μέχρι τότε χειμαζομένου Χριστιανισμού, ενίσχυσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αποκατάστασης της εσωτερικής της ενότητας, τιμής των αγίων Μαρτύρων, ανέγερσης ναών, σύγκλησης Συνόδων. Και μαζί του ασφαλώς μεγαλύνεται η Αγία μητέρα του Ελένη, παιδαγωγός, και συμβοηθός, και συντελεστής στα θεία έργα, στη φιλανθρωπία, στην εύρεση του Τιμίου Σταυρού και ανάδειξη των Αγίων Τόπων, στη στήριξη των πιστών, στον εκχριστιανισμό των απίστων Πόσα άραγε δεν οφείλει σήμερα ο χριστιανικός κόσμος στη βασιλική τούτη δυάδα, την οποία, δίκαια και θεόπνευστα, η Εκκλησία μας κατέταξε στον χορό των Αγίων, απονέμοντάς τους επάξια και τον τίτλο των Ισαποστόλων.

Η μνήμη των Αγίων θεοστέπτων βασιλέων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης τελείται από κοινού την 21η Μαΐου, ενώ στις 11 Μαΐου η Εκκλησία μας ενθυμείται τα εγκαίνια της Βασιλίδος των πόλεων Κωνσταντινουπόλεως (11 Μαΐου 330). Στην Ιερά Μητρόπολή μας οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη ιδιαιτέρως τιμώνται στις ομώνυμες ενορίες Ανδραβίδας, Ανδρωνίου, Βελανιδίου, Βουπρασίου, Λάλα, Συρμπανίου, Βάρδας και Χειμαδιού. Επίσης στις ενορίες Αγίας Κυριακής (Κερτίζα), Δαφνιώτισσας (νέος ενοριακός ναός), Δίβρης (πρώην Μητροπολιτικός Ναός), Καλυβιών Ήλιδας (οικισμός Γαλούπι), Μυρτιάς (κοιμητήριο) και στον ιδιωτικό παλαιό ναό (1900) στην τοποθεσία Τραγανό επί της οδού Πύργου-Κατακώλου. Προς τιμήν τους ανεγείρονται επίσης ναοί στον Πύργο (Εργατικές Κατοικίες) και στην Γαστούνη. Αξιοσημείωτον είναι και το γεγονός ότι στην Δίβρη υπάρχουν δύο ναοί (παρεκκλήσια) αφιερωμένα μόνον στην Αγία Ελένη.

Όλη η επικαιρότητα