Αρθρογραφία

Ο θρήνος της Παναγιάς

Ακούστε το άρθρο

Απόσπασμα  θεατρικού έργου μου

«Θείον έπος»

«Ω βουνοί και νάπαι και ανθρώπων πληθύς,

κλαύσατε και πάντα θρηνήσατε,

συν εμοί τη του Θεού υμών Μητρί».

Στίχος εγκωμίων.

Ω! σεις βουνά της γης και δασώδεις κοιλάδες

και τα πλήθη των ανθρώπων και τα κτίσματα

κλάψετε και θρηνήσατε, όλοι μαζί με μένα

τη Μητέρα του Θεού σας, που άπαυστα θρηνεί
Χ Ο Ρ Ο Σ

(Με έκπληξη για το θρήνο της Παναγίας)

Μιλάει ο κορυφαίος.

Αστροπελέκια πέφτουνε και η γης αναστενάζει

από ένα θρήνο γοερό, της Παναγιάς το θρήνο.

Άλλος του χορού.

Μια Μάννα κλαίει το Παιδί, τ’ άδικο-σκοτωμένο,

και το βουβό το κλάμα της απλώνεται στην πλάση

ραγίζουν πέτρες και βουνά και τρέμουν τα φαράγγια.

Άλλος του χορού.

Μένει ο λαός αμίλητος, βουβός και ησυχασμένος

όλο το δράμα το ’γρικάει σα νάν’ δικό του δράμα.

Άλλος του χορού.

Ένας τον άλλον τον ρωτάει τα ύστερα να μάθει,

τι πλιότερο για να σκεφτεί και πλιότερο να κλάψει;

τη Μάννα πού έχασε το γιο, ή ένα νιο που εχάθη;

Άλλος του χορού.

Σταθείτε όμως σταυραετοί, σταθείτε στρατοκόποι,

ανάσα για να πάρετε, για ώρα μη μιλάτε

ν’ ακούσετε καλά – καλά της Παναγιάς το Θρήνο

στης ανοιξιάτικης βραδιάς τη θλιβερή την ώρα.

Άλλος του χορού.

Η Μάννα ζει το δράμα της και μάννες θα διδάξει

πόση ελπίδα να ’χουνε στα ίδια αν βρεθούνε

και πως ν’ αφήνουν στο Θεό όλες τους τις ελπίδες!

 

ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ:

Έφυγα, Γιε μου, απ’ το Σταυρό όπως επιθυμούσες

με τον μικρό Σου Μαθητή, τον πολυαγαπημένο,

τον Ιωάννη τον καλό, το θαυμαστό σπουδάστη

που με δική Σου εντολή με πήρε από κοντά Σου.

«… έλαβεν ο Μαθητής Αυτήν εις τα ίδια». (Ιωάννου ιθ΄ 27).

Ήρθα το θρήνο μου να ειπώ μέσα στο σπιτικό του.

Το τελευταίο βλέμμα Σου εκεί στο Γολγοθά

μου άναψε μέσ’ την καρδιά αβάσταχτο τον πόνο

κι’ όλα τα βάσανα για σε τα έκαμα δικά μου.

Θυμήθηκα τον Άγγελο πού ’φερε το μαντάτο

ότι εμένα διάλεξες για να βρεθείς στον κόσμο

κι’ έγινα εργαστήριο της ένωσης ουσίας

της φύσεως της θεϊκής κι’ ανθρώπινης ομοίας.

Έγιν’ ακόμα νυμφικός θάλαμος και παστάδα

όπου ο Λόγος του Θεού νυμφεύτηκε τη σάρκα.

Όλοι με μακαρίζανε και με ’βλογούσαν όλοι!!

Εκειός όμως ο γέροντας, στο Ιερό σαν πήγα

και σε αγκάλιασε σφιχτά, προφήτεψε για μένα

ότι ρομφαία δίστομη θα σκίσει την καρδιά μου.

Ποτέ δεν τα λησμόνησα του Συμεών τα λόγια

που τώρα βλέπω καθαρά πόσο σωστά τα είπε!

Σαν σ’ έβλεπα παιδόπουλο να τριγυρνάς στο σπίτι

καμάρωνα και μ’ όνειρα πέρναγα τη ζωή μου!

Ω! πόση θλίψη ένιωσα σαν σ’ έχασα στο δρόμο

όταν εγώ σε πήγα νιο στα δώδεκά σου χρόνια

να προσκυνήσεις το Ναό, τα νομικά να πράξεις,

να σε δεχτούνε οι σοφοί διδάσκαλοι του νόμου.

Τρεις μέρες γύριζα παντού και ρώταγα τον κόσμο,

μα εσύ δασκάλευες σωστά τους δάσκαλους του νόμου.

Αργότερα περπάταγα μαζί με εκλεκτούς σου

τους Μαθητές που διάλεξες να πουν τις διδαχές σου

στον κόσμο που θα πήγαιναν, αλήθειες να διδάξουν.

Τα θαύματά σου γνώρισα και τις παραβολές σου,

π’ όλα με προβλημάτιζαν με ερμηνειές δικές σου.

Τυφλοί, παράλυτοι, λεπροί, χωλοί κι’ αρρωστημένοι

βρήκαν όλοι την ίαση και λυτρωθήκαν όλοι.

Ανάστησες το Λάζαρο, το δούλο ’κατοντάρχου,

το γιο της χήρας της Ναϊν, την κόρη Ιαείρου

και στην Κανά το θαύμα σου κατάπληξε τον κόσμο

και μ’ άρτους τόσο λιγοστούς τραπέζωσες χιλιάδες!

Όλα αυτά τα σκέπτομαι και θλίβομαι και κλαίω,

γιατί σε είδα στο Σταυρό μέσα σε δυο κακούργους!

Γλυκιά μου άνοιξη καλή, γλυκό μου παλληκάρι

πως χάθηκε η ομορφιά, πως έφυγεν η νιότη

και βρίσκεσαι δυο βήματα έξω από τον τάφο;

Θρηνώ με πίκρα δυνατή μέσα στα σωθικά μου

με πληγωμένη την καρδιά στενάζω με οδύνη

κτυπώ το στήθος δυνατά, ξεπλέκω τα μαλλιά μου

και βασανίζομαι πολύ για συμφορά μεγάλη.

Αλίμονο σε μένανε, ω! θεϊκό παιδί μου

αλίμονο σε μένανε, ω! φως όλου του κόσμου!

χάνεσαι απ’ τα μάτια μου θείας γενιάς, παιδί!

Αισθάνομαι τις στρατιές όλων των Αρχαγγέλων

να τρέμουνε από ψηλά και δόξα! να φωνάζουν

για όσα έργα βλέπουνε που δε χωράει ο νους!

Πως θα βαστάξω τώρα εγώ αυτή τη συμφορά

να μείνω ολομόναχη κι’ ορφάνια να γνωρίσω;

Όταν ξεκίναγες να πας στην Ιερουσαλήμ

για τη στερνή επίσκεψη που ’χες προγραμματίσει

σε ρώτησα αν θα μπορώ μαζί σου πάντα να ’μαι

και συ δεν μου επέτρεψες το δράμα σου να ζήσω.

Τότε πήρα τις φίλες μου, Μαθήτριες δικές σου,

’πο μακριά κι’ από κοντά ζούσαμ’ όλα τα Πάθη

και σ’ έβλεπα πως πήγαινες σαν το αρνί, το Πάσχα!

Φώναζα τότε δυνατά με τις δυνάμεις μου όλες:

Πού πας, παιδί μου ακριβό, στο δρόμο αυτό τρεχάτος;

Μήπως σε γάμο πας ξανά ’πως τότε στης Κανά;

Να ’ρθω μαζί σου να χαρώ καινούρια θαύματά σου;

Ή να καθίσω πίσω εδώ και να σε περιμένω;

Απάντησέ μου καθαρά, να ξέρω τι να κάμω;

Να μην περάσεις δίπλα μου χωρίς να μου μιλήσεις

συ που με φύλαξες αγνή κατά τη γέννησή σου!

Για όλα δεν απάντησες, με άφησες στις σκέψεις

αυτές που την απάντηση φέρνουν απ’ το Θεό

και δίνουν την παρηγοριά, βάλσαμο στην ψυχή!

Και ’γω θυμήθηκα καλά ότ’ είσαι ο μοναδικός:

«Ο Γιος μου και Θεός μου»!

Τούτο πρέπει να μάθουνε όλου του κόσμου οι Μάννες·

Ρομφαίες δίστομες πολλές θα σκίζουν την καρδιά τους,

όταν θα μεγαλώνουνε μ’ αγάπη τα παιδιά τους

και θα ’χουν λύπησες πολλές και λιγοστές χαροκοπιές.

Όμως, να το γνωρίζουνε καλά, και να το ’μολογάνε·

είναι θεοί τα τέκνα τους και δεν τα παρατάνε,

τα βάζουν στο μοναδικό, στο θεϊκό το δρόμο

και στο Θεό αναθέτουνε τη ζήση τους για πάντα,

για να γιορτάζουν πάντοτε ζωή  Α ν α σ τ η μ έ ν η!

Και ’γω μέσα στη λύπη μου και μέσ’ τα βάσανά μου

δεν το αντέχω να θωρώ τον άδικο σταυρό σου.

Γρικάω την Ανάσταση, τη λύτρωση προσμένω

σαν άνθρωπος στον κόσμο αυτό τη Χάρη περιμένω,

αυτή που επαγγέλθηκαν Προφήτες παλαιοί

που κίνησε τη γλώσσα τους Θεού η προσταγή.

Γιατί Θεός θ’ αναστηθεί απ’ τον καινούριο τάφο!

Δε θα ’ναι γιος μου ανθρώπινος με χωματένιο σώμα

θα ’ναι Θεός αιώνιος, μ’ αγάπη και συμπόνια!

Χ Ο Ρ Ο Σ

(Με θριαμβευτική προσδοκία)

Μιλάει ο κορυφαίος.

Άκουσα το θρηνητικό τραγούδι μιας Μητέρας

που είδε το μονογενή να είναι σταυρωμένος,

κι’ έκλαψα κλάμα γοερό μ’ ολόκληρη την πλάση.

Άλλος του χορού.

Δε γνώρισα ως τα σήμερα εκτέλεση θανατική

που να’ χει τόσες φωνασκιές και τόσες αντιθέσεις

να φέρνει σύγκρουση λαού με άρχοντες στο δρόμο.

Άλλος του χορού.

Είδα σημάδια θεοτικά, στο σύμπαν να συμβαίνουν

την ώρα π’ άκουσε η γη «τετέλεσται», απ’ το Γολγοθά

κι’ ο όχλος να οχλοβοά για την παρασυριά του.

Άλλος του χορού.

Κτυπούν τα στήθη οι άρχοντες και σιωπούν στρατιώτες,

τα μνήματα ανοίγονται κι’ αποθαμένοι βγαίνουν

και φανερώνονται παντού σε ευσεβείς γυναίκες.

Άλλος του χορού.

Που θα κρυφτούν οι ένοχοι, όταν στην ιστορία

καταγραφούνε τα σωστά με ήρεμη τη σκέψη

κι’ αποδοθούν τα πρέποντα ’πως γίνεται στον κόσμο!

Άλλος του χορού. Με έκσταση.

Ακούω όμως να ’ρχονται απ’ τα παλιά τα χρόνια

φωνές όλων των Προφητών που στήριξαν το γένος

και να μιλούν γι’ ανάσταση και χάρη των ανθρώπων!

Άλλος του χορού. Θριαμβευτικά.

Δεν θα μπορέσει για πολύ το άδικο να ζήσει

και προσδοκώ μια ξαστεριά, μια λαμπροφόρα μέρα

να εμφανιστεί μέσ’ τη ζωή τα σκότη ν’ αφανίσει!

Άλλος του χορού.

Μήπως ο λόγος του Χριστού που στο Ναό μας είπε·

θα καταλύσει το Ναό και πάλι θα τον κτίσει

σε τρεις ημέρες μοναχά, θα γίνει όπως και πρώτα;

Άλλος του χορού.

Κάτι ακούω να ’ρχεται, κάτι βλέπω να ’ράζει,

μια προσδοκιά ουρανόφερτη και μια ζωή καινούρια

φέρνει χαρούμενη ζωή,  Α ν ά σ τ α σ η  τη λένε!

Άλλος του χορού.

Για να σκορπίσει τη χαρά, αγάπη να διδάξει,

σ’ όλη την πλάση Θέωση, με κρίση να μοιράσει!

Όλοι του χορού.

Ανάσταση, Ανάσταση προσμένω!…

Χ Ο Ρ Ο Σ    Ι Ε Ρ Ο Ψ Α Λ Τ Ω Ν:

Ή

Ψάλλει όλος ο θίασος.

Ήχος Βαρύς.

«Ανάστα, ο Θεός, κρίνον την γην,

ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσιν».

Ψαλμός 81,8.

Όλη η επικαιρότητα