Στο «ταραγμένο» καλοκαίρι το οποίο βιώνουμε, μετά την καραντίνα, τον εγκλεισμό, και το διαρκές άγχος που υπάρχει ακόμη εξαιτίας της πανδημίας, η ανάγκη όλων μας για «διεξόδους», όπως το θέατρο, είναι ίσως μεγαλύτερη από ποτέ. Το Διεθνές Φεστιβάλ Τεχνών Αρχαίας Ολυμπίας, με προσοχή, συνέπεια και άριστη διοργάνωση, μας δίνει τη δυνατότητα αυτή, με ένα υπέροχο πρόγραμμα παραστάσεων και εκδηλώσεων που ολοκληρώνεται στο τέλος του καλοκαιριού.
Την περασμένη Κυριακή, στο θέατρο Φλόκα είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε την παράσταση «Ριχάρδος Β’ – Το Ρέκβιεμ ενός Βασιλιά», σε σκηνοθεσία της Marlene Kaminsky.
«Η ματαιοδοξία είναι ένα όρνιο που δε χορταίνει ποτέ. Όταν δεν έχει πια να φάει πέφτει πάνω στον ίδιο της τον εαυτό!»
Η ματαιότητα της ύπαρξης, η παραπλανητική αίσθηση εξουσίας του στέμματος, το σισύφειο δράμα ενός βασιλιά που δεν αντέχει το βάρος των ευθυνών του. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν το μοτίβο του «Ριχάρδου Β’ Το Ρέκβιεμ Ενός Βασιλιά», ένα από τα πιο συγκινητικά έργα του Σαίξπηρ.
Έχοντας στο μυαλό μου κάποια βασικά στοιχεία του έργου προσπαθούσα να σκεφτώ πως μπορούν να αποδοθούν 30 περίπου χαρακτήρες από δύο μόνο ηθοποιούς. Την απάντηση την έλαβα από την συγκλονιστικά ευρηματική και παράλληλα “ψυχαναλυτική” σκηνοθεσία της Marlene Kaminsky, καθώς και από τις εμπνευσμένες και αιχμηρές ερμηνείες του Αλέξανδρου Φιλιππόπουλου και του Τάσου Νούσια.
Η σκηνοθέτις δημιουργεί μια ατμόσφαιρα τραγωδίας, μέσα στην οποία εμπεριέχεται τόσο το σκότος του μεσαίωνα, όσο και το αδιέξοδο και η ψυχική κατάρρευση ενός ξεπεσμένου βασιλιά.
Θέμα του έργου, το οποίο έχει γραφτεί το 1595-96′ είναι τα μεσαιωνικά παιχνίδια εξουσίας, οι δολοπλοκίες για την απόκτηση της και η ψυχική σύνθλιψη του Ριχάρδου Β’, ο οποίος μετά την πτώση του από τον θρόνο αναζητά μια ταυτότητα, έναν λόγο να υπάρχει.
Ο Ριχάρδος Β’ ήταν ένας από τους πιο αινιγματικούς Άγγλους βασιλιάδες και ο Σαίξπηρ μελέτησε τον χαρακτήρα του σε -εντυπωσιακά- πάρα πολλά επίπεδα. Ο Τάσος Νούσιας ερμηνεύοντας τον ρόλο αυτό, μπορώ να πω πως τα απογυμνώνει και μας τα παρουσιάζει ένα προς ένα. Η ερμηνεία του σε ένα μοναδικό πάντρεμα με την κινησιολογία του, οι χιουμοριστικές “ανάσες” άριστα δεμένες με τις δραματικές κορυφώσεις του. Ο Τάσος Νούσιας ερμηνεύει όλους τους ρόλους με τέτοια υποκριτική δεινότητα που πριν καν μιλήσει αντιλαμβάνεσαι αβίαστα το πέρασμα από τον έναν χαρακτήρα στον άλλον.
Σπουδαία επίσης η προσέγγιση του Αλέξανδρου Φιλιππόπουλου, στους ρόλους του Γκαντ, του υπηρέτη και του Μπολιγκμπρόουκ. Επιβλητικός, παρασυρμένος από τον μεταφυσικό λυρισμό με τον οποίον έχει “ντύσει τους ρόλους του” η Marlene Kaminsky, παρασέρνει κι εμάς στο να επεξεργαστούμε σε βάθος τα πολύσημα νοήματα που μας παρουσιάζονται όσο εξελίσσεται η ιστορία.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον εξαιρετικό φωτισμό της Σεσίλια Τσελεπίδη, καθώς είναι καθοριστικός στο άρτιο σκηνοθετικό αφήγημα, όπως επίσης και στην μουσική του Constantine που συμβάλει αριστοτεχνικά στην απόδοση της ψυχολογίας των προσώπων.
Το φινάλε προσφέρει ακριβώς την κάθαρση την οποία έχει ανάγκη ο θεατής, χωρίς να του στερεί ούτε “γραμμάριο” από το συγκινησιακό φορτίο το οποίο θέλει να “κουβαλήσει” μαζί του αποχωρώντας από το θέατρο.
Φωτογραφίες: Δημήτρης Παπαϊωάννου