Σαν Σήμερα

«Όλα ήταν μαύρα. Απανθρακωμένα πτώματα επέπλεαν στο ποτάμι» : Μαρτυρίες γα τα 75 χρόνια από τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι

Ακούστε το άρθρο

Εβδομηνταπέντε χρόνια μετά την ημέρα που οι πόλεις τους εξαϋλώθηκαν μέσα σε δευτερόλεπτα, ηλικιωμένοι άνδρες και γυναίκες που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες της ημέρας που οι επιθέσεις με ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι σημάδεψαν την ανθρωπότητα, παλεύουν να κρατήσουν ζωντανή την ανάμνηση του τρόμου των πυρηνικών όπλων στη συλλογική συνείδηση του πλανήτη.

Η Κέικο Ογκούρα ήταν μόλις οκτώ ετών όταν το Ενόλα Γκέι, ένα βομβαρδιστικό αεροσκάφος των ΗΠΑ έριξε την ατομική βόμβα των 16 χιλιοτόνων στη Χιροσίμα, στις 8.15 το πρωί της 6ης Αυγούστου του 1945.

Υπολογίζεται ότι 80.000 από τους 350.000 κατοίκους της πόλης σκοτώθηκαν το ίδιο δευτερόλεπτο. Μέχρι το τέλος της χρονιάς, ο συνολικός αριθμός των νεκρών θα άγγιζε τις 140.000, καθώς δεκάδες χιλιάδες επιζώντες υπέκυπταν σε τραύματα ή ασθένειες που σχετίζονταν με την έκθεσή τους στη ραδιενέργεια.

«’Ηταν σκοτεινά και επικρατούσε απόλυτη ησυχία»

Η Ογκούρα, η οποία έπαιζε έξω από το σπίτι της όταν το ωστικό κύμα την πέταξε στο έδαφος όπου και έχασε τις αισθήσεις της, είναι μία εκ των λίγων εναπομεινάντων επιζώντων, που έχουν κάνει έργο ζωής τους τη διάδοση της ιστορίας τους. Ελπίζουν ακόμη – αν και όλο και λιγότερο – σε ένα κόσμο χωρίς πυρηνικά όπλα.

«Ο πατέρας μου είχε πει ότι είχε ένα κακό προαίσθημα εκείνο το πρωί, και μου είπε να μην πάω στο σχολείο», θυμάται. Το ωστικό κύμα ξερίζωσε τη στέγη του σπιτιού όπου ζούσε με τους γονείς και τους δύο αδερφούς της και ισοπέδωσε μεγάλο μέρος του εσωτερικού. «Ήταν σκοτεινά και επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Δεν ήξερα τι να κάνω, εκτός από το να κουλουριαστώ στο έδαφος. Το μόνο που μπορούσα να ακούσω ήταν τον μικρό μου αδερφό να κλαίει».

Καθώς έπεφτε η νύχτα, οι άνθρωποι που ζούσαν πιο κοντά στο επίκεντρο της έκρηξης, ξεκίνησαν να πλησιάζουν στο σπίτι τους. «Είχαν τρομερά εγκαύματα στο πρόσωπο και τα μαλλιά τους, το δέρμα τους είχε ξεκολλήσει και κρεμόταν. Δεν είπαν τίποτα… απλώς μούγκριζαν και ζητούσαν νερό».

«Επί 10 χρόνια κατηγορούσα τον εαυτό μου»

Η Ογκούρα έδωσε σε δύο άτομα νερό που είχε βγάλει από το πηγάδι. Έπειτα τους είδε με τρόμο να πίνουν, να καταρρέουν και να πεθαίνουν. «Δεν ήξερα ότι ήταν επικίνδυνο να δώσω νερό σε ανθρώπους στην κατάστασή τους. επί 10 χρόνια κατηγορούσα τον εαυτό μου για τους θανάτους τους.

Η Ογκούρα ανήκει στους περίπου 136.700 χιμπακούσα – τους επιζώντες των ατομικών βομβών – από τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ήταν ακόμη έμβρυα την ημέρα της επίθεσης. Με τον μέσο όρο ηλικίας τους να ξεπερνά για λίγο τα 83 έτη, πολλοί υποφέρουν από χρόνιες ασθένειες που συνδέονται με την έκθεσή τους στη ραδιενέργεια.

Μάχη με το χρόνο

Περισσότεροι από 300.000 επιζώντες έχουν πεθάνει από τις επιθέσεις μέχρι σήμερα, με τους 9.254 να χάνουν τη ζωή τους μέσα στο τελευταίο έτος, σύμφωνα με το υπουργείο υγείας.

Πρόσφατη έρευνα του ειδησεογραφικού πρακτορείου Kyodo ανακάλυψε ότι περισσότερα από τα τρία τέταρτα των επιζώντων δυσκολεύονταν να μεταφέρουν τις εμπειρίες τους, με πολλούς να αποδίδουν το πρόβλημα στην προχωρημένη ηλικία τους. Μόλις το ένα πέμπτο δήλωσε ότι στοχεύει να συνεχίσει να μοιράζεται την ιστορία του.

Εκείνοι που, όπως η Ογκούρα, έχουν περάσει ολόκληρα χρόνια να μιλούν σε πολίτες στην Ιαπωνία και το εξωτερικό, είναι απογοητευμένοι από την απουσία προόδου στην αποπυρηνικοποίηση και φοβούνται πώς θα μοιάζει το μέλλον, όταν δεν θα υπάρχουν ποια χιμπακούσα να μοιράζονται τις μαρτυρίες τους.

«Στην αρχή, με πονούσε να θυμάμαι εκείνες τις μέρες», εξηγεί η Ογκούρα, που δεν μιλούσε δημοσίως για την εμπειρία της επί 40 χρόνια. «Όμως ήθελα οι νεαροί Αμερικανοί να ξέρουν τι είχε κάνει η χώρα τους. Δεν τους κατηγορώ για αυτό που συνέβη, θέλω όμως να γνωρίζουν τα γεγονότα και να σκέφτονται».

«Απανθρακωμένα πτώματα επέπλεαν στο ποτάμι»

Αν και ήταν μόλις πέντε ετών, ο Σουεΐτσι Κίντο θυμάται πως άκουσε τη μηχανή του Μπόκσαρ, του βομβαρδιστικού αεροσκάφους των ΗΠΑ που έριξε τη βόμβα πλουτωνίου στο Ναγκασάκι στις 9 Αυγούστου, σκοτώνοντας 74.000 άτομα. «Θυμάμαι κάποιον να λέει ότι αυτό δεν ακουγόταν σαν ιαπωνικό αεροσκάφος… μετά ακολούθησε μια λάμψη και μια έκρηξη», δήλωσε στον Guardian.

«Υπάρχουν πράγματα που θυμάμαι πολύ καθαρά από εκείνο το πρωινό, και πράγματα που δεν θυμάμαι καθόλου», λέει ο Κίντο, συνταξιούχος καθηγητής πανεπιστημίου που, στα 80 του χρόνια, εξακολουθεί να εκπροσωπεί τους επιζώντες των δύο ατομικών βομβών.

Στεκόταν μπροστά από το σπίτι του, λίγο περισσότερο από ένα μίλι από το επίκεντρο, όταν το ωστικό κύμα τον έκανε να πετάξει στον αέρα. Η μητέρα του, που στεκόταν κοντά του, υπέστη σοβαρό έγκαυμα στο πρόσωπο και στο στήθος. «Δεν έμεινε τίποτα από τη γειτονιά μας», λέει ο ίδιος. «Όλα ήταν μαύρα. Θυμάμαι να βλέπω απανθρακωμένα σώματα να επιπλέουν στο ποτάμι».

«Θα μιλάω για αυτό που συνέβη μέχρι την τελευταία μου ανάσα»

Έξι μέρες αργότερα, ο Κίντο, τα επτά αδέρφια του και οι γονείς του, κάθισαν γύρω από το ραδιόφωνο για να ακούσουν για πρώτη φορά τη φωνή του αυτοκράτορα Χιροχίτο. «Δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε, μόνο ότι η Ιαπωνία είχε χάσει τον πόλεμο».

Αυτό το σαββατοκύριακο, θα τελέσει το ετήσιο προσκύνημά του στο Ναγκασάκι, ξεκινώντας από το σπίτι του στην κεντρική Ιαπωνία, όπου ζει τα τελευταία 40 χρόνια. «Δεν έχουμε μείνει πολλοί. Όμως θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου κάνοντας ό,τι μπορώ για να σιγουρευτώ ότι είμαι μέρος της τελευταίας γενιάς χιμπακούσα».

Την ίδια αποφασιστικότητα δείχνει και η Ογκούρα, η οποία είναι έτοιμη να παλέψει με το χρόνο.

«Άνθρωποι σαν κι εμένα νιώθαμε τύψεις που ζήσαμε, ενώ τόσοι άλλοι είχαν πεθάνει», λέει. «Ποτέ δε θα μπορέσω να ξεχάσω τους δύο ανθρώπους που πέθαναν μπροστά στα μάτια μου. Όμως θα συνεχίσω να μιλάω για αυτό που συνέβη μέχρι την τελευταία μου ανάσα, ώστε τόσο εκείνοι όσο και τα άλλα θύματα να μην έχουν πεθάνει μάταια».

Πηγή: theguardian.com

Όλη η επικαιρότητα