Categories: Πολιτισμός

«Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο θέατρο της Αρχαίας Ήλιδας: «Δεν τη σεβάστηκε κανείς…»

Share

Λίγο πριν η «Αντιγόνη», οδηγηθεί στο πέτρινο υπόγειο, όπου ο Κρέοντας πήρε την απόφαση να την «θάψει» ζωντανή, στέκεται μπροστά στο κοινό και λέει: «Έμεινα μόνη· μόνη, στον δρόμο για τον θάνατο. Δεν άκουσα τραγούδια νυφικά, θρήνους των φίλων δεν θ’ ακούσω. Πάει πια! Δεν φέγγει ήλιος για μένα. Ας με θρηνήσει κάποιος!». Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως την τραγική ηρωίδα του Σοφοκλή δεν την θρηνεί κανείς, κυρίως από φόβο μπροστά στον βασιλιά Κρέοντα, έμεινα όμως να αναρωτιέμαι γιατί τη συγκεκριμένα παράσταση, δεν τη… σεβάστηκε κανείς. Ούτε ο σκηνοθέτης, ούτε το κοινό. Σε ένα βαθμό, μόνο, οι ηθοποιοί αλλά κι αυτό δεν ήταν αρκετό.

Ας ξεκινήσουμε όμως από τα δικά μας… Το θέατρο της Αρχαίας Ήλιδας, πλημμύρισε από κόσμο. Οι εξέδρες γέμισαν, ενώ κόσμος καθόταν ακόμη και στα σκαλιά. Ήταν τόσο μεγάλη η προσέλευση, που οι υπεύθυνοι της παραγωγής, έβαλαν και κάποιες πλαστικές καρέκλες στο πλάι της σκηνής. Το γεγονός αυτό προκάλεσε από μόνο του κάποιο εκνευρισμό, καθώς πολλοί θεατές αναγκάστηκαν να στριμωχτούν και όπως ήταν αναμενόμενο με όλο αυτό το «ανακάτεμα» η παράσταση άργησε τουλάχιστον είκοσι λεπτά να ξεκινήσει. Τίποτε από τα παραπάνω όμως δεν συγκρίνεται με την αμηχανία του διαρκούς – ανελέητου χειροκροτήματος, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, λες και δεν παρακολουθούσαμε αρχαίο δράμα, αλλά κωμωδία ή επιθεώρηση… Το κερασάκι στην τούρτα βέβαια ήταν πως, αρκετός κόσμος άρχισε να φεύγει λίγο πριν και κατά τη διάρκεια του χειροκροτήματος. Υπάρχει μεγαλύτερη ασέβεια προς το έργο και τους συντελεστές του από αυτή; Δεν ξέρω…

Στα της παράστασης… Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις μας παρουσίασε μια «Αντιγόνη» πολύ κατώτερη των προσδοκιών. Συνολικά είδαμε ένα πολύ άνισο, και υφολογικά μπερδεμένο εγχείρημα. Μια επιπόλαιη σκηνοθεσία, που ένιωσα πως εξέθεσε και τους ηθοποιούς. Το εμβληματικό έργο του Σοφοκλή, δεν «χάθηκε» φυσικά στην εξαιρετική μετάφραση από τον Γιώργο Μπλάνα, σχεδόν διαλύθηκε όμως στην απόδοση του Γκραουζίνις, ο οποίος δυστυχώς κρατήθηκε μακριά από κάθε γόνιμο προβληματισμό, και κάθε στοχαστική διάθεση.

Η σκηνογραφία (Kenny McLellan) ήταν συμπαθής και φάνηκε να εξυπηρετεί σωστά την αφήγηση, όμως δεν μπορώ να πω το ίδιο για την ενδυματολογία (επίσης Kenny McLellan). Το ταπεινό κοριτσίστικο ρουχαλάκι της Αντιγόνης, και τα φλατ παπουτσάκια, οι ψηλές γόβες της Ισμήνης, τα χυμένα κοστούμια και τα καπέλα σα να ήταν δανεισμένα από ταινία του Αγγελόπουλου, και ένας Φύλακας που μόλις γύρισε από τα… μελίσσια (;) ή από κάποιο σαφάρι (;).  Η μουσική σύνθεση του Δημήτρη Θεοχάρη, ήταν επίσης λες και προοριζόταν για κάποιο άλλο έργο, το ίδιο και η χορογραφία (Edgen Lame), με τις αμήχανες γλεντζέδικες ζεμπεκιές. Οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου από την άλλη, ήταν πολύ ωραίοι και ανέδειξαν αρκετές σκηνές.

Η Έλλη Τρίγγου είναι μια πολύ καλή ηθοποιός, κι αυτό δεν θα το αμφισβητούσα ποτέ. Σχολιάζοντας την ερμηνεία της υπό το πρίσμα πως δεν είναι εκείνη υπεύθυνη για τις οδηγίες που λαμβάνει από τον σκηνοθέτη, θα πω πως η Αντιγόνη της, είναι πολύ… ελαφριά. Που είναι το θράσος, η επιθετικότητα, το «ύψος» της ηρωΐδας της; Εμείς είδαμε ένα κορίτσι που πολλές φορές δείλιαζε να φωνάξει, που σηκωνόταν στις μύτες, και χτύπαγε απαλά τα χεράκια της, λες και δεν τα έβαζε σε δημόσιο χώρο με τον βασιλιά γιατί αθέτησε το νόμο του, κινούνταν και μιλούσε λες και έκανε πείσματα στον άξεστο θείο της που της χάλασε κάποιο χατίρι. Ξεγύμνωσε την Αντιγόνη, από την όποια υπόστασή της κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χαθούν πολλές στιγμές του έργου με μεγάλη δραματική αξία.

Η Δανάη Μιχαλάκη, ως Ισμήνη, ήταν επίσης… επίπεδη και άνευρη. Κινούνταν κι εκείνη πάνω στα τακούνια της, σαν ένα χαμένο σχολιαρόπαιδο… Ο Βασίλης Μπισμπίκης έκρυψε την υποκριτική του ποιότητα, πίσω από τον ψευτοτσαμπουκαλή Κρέοντα που του υπέδειξε ο σκηνοθέτης του να ερμηνεύσει. Κατάφερε να αναδείξει την ανοησία του Κρέοντα, όπως εκείνη υπερθεματίζεται και από τον Σοφοκλή, όμως … ως εκεί. Τίποτα περισσότερο. Ο Χρήστος Σαπουντζής ήταν ένας εξαιρετικός Τειρεσίας, παρότι τα ρούχα και η κινησιολογία δεν τον βοηθούσαν. Ο Χορός, μουδιασμένος, αποστασιοποιημένος και ανήμπορος. Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, ως Κορυφαίος παρακολουθούσε με μια εμφανή κούραση την ιστορία να εκτυλίσσεται, χωρίς να συμμετέχει σε αυτή αλλά ούτε και να την αφηγείται. Κι όταν η ατμόσφαιρα βάραινε πολύ, έριχναν όλοι μαζί και μια γύρα, έτσι για το καλό (όχι το δικό μας).

Ο Κώστας Κορωναίος παρότι έμοιαζε σχεδόν γελοίος μέσα στο ένδυμα που επέλεξαν γι αυτόν, κατάφερε να ξεχωρίσει για την υποδειγματική του ερμηνεία. Ο Στρατής Χατζησταματίου είναι ένας πολλά υποσχόμενος νέος ηθοποιός, και το απέδειξε στην συγκεκριμένη παράσταση. Η ερμηνεία του ως Αίμων, ήταν πολύ άρτια.

Μου άρεσε πολύ η σωματικότητά του, καθώς και η έκφρασή του, ειδικά στην τελευταία σκηνή. Η Μαρίνα Αργυρίδου ως Ευρυδίκη, ήταν μάλλον αδιάφορη. Αλλά δεν φταίει. Έρμαιο κι εκείνη μιας διχασμένης σκηνοθεσίας, όπως και ο Γιώργος Παπαγεωργίου (Άγγελος).

Συμπερασματικά, δεν ξέρω τι προσπάθησε να μας πει ο Λιθουανός σκηνοθέτης. Φοβάμαι ειλικρινά πως είτε και ο ίδιος δεν ήξερε, είτε ήθελε να πει τόσα πολλά που στο τέλος κατάφερε να βάλει ο ίδιος μια τρικλοποδιά στον εαυτό του και πέσει σε μια λακκούβα γεμάτη αστοχίες, παρασέρνοντας μαζί του και μια πλειάδα πολύ καλών ηθοποιών.