Categories: Ελλάδα

Δίκη Μάτι: «Ήταν η μέρα που η πολιτεία κοίταξε το δέντρο στην Κινέτα και χάθηκε το δάσος των ψυχών»

Share

Με τη χαρακτηριστική φράση “ήταν η μέρα που η πολιτεία κοίταξε το δέντρο στην Κινέτα και χάθηκε το δάσος των ψυχών στο Μάτι…” η κόρη του Δημήτρη Τουρναβίτη, ο οποίος απανθρακώθηκε μαζί με τη σύζυγό του, ηθοποιό, Χρύσα Σπηλιώτη αναφέρθηκε στην ανυπαρξία του κρατικού μηχανισμού τις κρίσιμες ώρες της 23ης Ιουλίου 2018.

Εμφανώς συγκινημένη η κόρη του θύματος Αλίκη, κατέθεσε στο δικαστήριο: «Δεν μπορούσα να φτάσω στο Μάτι λόγω της φωτιάς στην Κινέτα. Αρχικά ακούσαμε για το Νταού και αρχίσαμε να ανησυχούμε για τους συγγενείς μας. Στις 7 πια τα τηλέφωνα τους δεν λειτουργούσαν. Ήταν πολύ κοντά στο να φτάσουν στη θάλασσα. Δηλώσαμε ότι είναι αγνοούμενοι. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, ο πατέρας μου ήταν αθλητής. Άρχισα να ψάχνω τα νοσοκομεία. Μέχρι που δώσαμε dna και επιβεβαιώθηκε. Εκ των υστέρων έμαθα ότι βρέθηκαν στο κτήμα. Δεν υπήρχε συντονισμός, δεν τους είπε κανείς τίποτα. Είναι αδιανόητο αυτό που συνέβη».

Ο αδελφός του θύματος Κωνσταντίνος Τουρναβίτης περιέγραψε:

«Τα ξημερώματα, έφτασα στο κτήμα Φράγκου, είδα το σπίτι του του αδελφού μου, ολοσχερώς καμένο… Δεν μας επετράπη να μπούμε εκείνη την ώρα. Υπήρχαν διασώστες και αστυνομία. Θεώρησα πως ο αδελφός μου ως δεινός κολυμβητής θα μπορούσε να είχε διαφύγει. Την επόμενη ημέρα μίλησα με τον Φράγκου και τη μητέρα του. Μου είπε επί λέξει η μητέρα του: “η φωτιά ερχόταν από δύο πλευρές και έπεφτε από τον ουρανό”. Εκεί βρήκα και τον σκύλο του αδελφού μου. Ήταν άκαυτη η γούνα του και είχε μουμιοποιηθεί. Αυτό μου είπε και μάρτυρας που έβαλε τον αδελφό μου στον σάκο».

Η αδελφή του Δημήτρη Τουρναβίτη, Μαρία, αναφέρθηκε στο τελευταίο τηλεφώνημα της μητέρας της με το γιό της.

«Μίλησε κάποια στιγμή με τη μάνα μου, της είπε, με ένταση, “άσε μας τρέχουμε τώρα να σωθούμε”. Ήταν τέτοια η ένταση που η μάνα μου, ήθελε κάθε πέντε λεπτά να τον παίρνουμε τηλέφωνο.Από τις επτά παρά πέντε κόπηκαν τα τηλέφωνα».

“Νόμιζα ότι ήταν ξύλα που καιγόντουσαν. Ηταν οι γονείς μου…”

Ο Στέλιος και η Μαρίκα Μάσχα έχασαν τους γονείς τους.

Ξεσπώντας σε κλάματα ο μάρτυρας κατέθεσε: «Είχαμε την ελπίδα ότι κάπως τα καταφέρανε. Φτάσαμε με φακούς ήταν το απόλυτο σκοτάδι. Δεν υπήρχαν σπίτια, ήταν ισοπεδωμένα. Ήταν αποκαΐδια. Δεν είδα αυτοκίνητο, λέω φύγανε. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι έγινε. Τελικά με πήραν γύρω στις 5 και μου είπαν τους βρήκα. Πήγα και είδα….Αυτό που έβλεπα, νόμιζα ότι ήταν ξύλα που καιγόντουσαν. Ηταν οι γονείς μου. Πήρα την αστυνομία και τους είπα ότι τους βρήκα. Περιμέναμε μέχρι 12- 1 να έρθει του ΕΚΑΒ. Μετά μου λέγαμε θα έρθει η πολιτική προστασία. Ήρθαν γύρω στις 3:30 τελικά και μαζέψανε στάχτες. Κανείς δεν τους ειδοποίησε» τόνισε ο μάρτυρας.

Από την πλευρά της η αδελφή του, περιέγραψε :«Έπαιρνα τηλέφωνο την πυροσβεστική, δε λντο σήκωνε κανένας. Έφτασα στις 10 στη Ραφήνα. Καιγόταν όλο το Μάτι, έβλεπα μόνο μαυρίλα και καπνίλα. Επέστρεψα στη λεωφόρο Μαραθώνος και έμεινα μέχρι τις 12. Στις 3 μπήκε ο αδελφός μου στο Μάτι και είδε αυτά που είδε, δύο κουφάρια να καίγονται. Δεν υπήρχε καμία ειδοποίηση. Όσες φορές και να μίλησα μαζί τους. Στη Κινέτα τους έβγαλαν έξω, πήγαιναν πόρτα πόρτα. Στο Μάτι δεν χτύπησε ούτε καμπάνα, τους αφήσαν και κάηκαν ζωντανούς».

«Καμία ενημέρωση»

Η οικογένεια Τζούλια μετράει ένα νεκρό στο Μάτι. Η σύζυγος, ο γιος και η κόρη του θανόντα κατέθεσαν σήμερα όσα τραγικά βίωσαν.

«Έπαιρνα το σύζυγο μου τηλέφωνο και δεν απαντούσε. Βγήκε από το αυτοκίνητο του για να σωθεί. Μέχρι να φτάσει σε ένα σπίτι, κάηκε. Δυστυχώς πέθανε στο ΚΑΤ. Εγώ τον είδα την άλλη ημέρα που ήταν διασωληνωμένος και καμένος. Ο γιος μου, μου περιέγραψε όλα αυτά που έζησε» περιέγραψε η μάρτυρας Αγγελική Τζούλια- Δημητροπούλου.

Εισαγγελέας : Μέχρι στιγμή που φύγατε, υπήρξε καμία αναγγελία για τη φωτιά από καμία αρχή;

Μάρτυρας : Όχι. Απολύτως καμία.

Εισαγγελέας : Εάν δεν υπήρχαν πολίτες να σας πουν για τη φωτιά, εσείς θα φεύγατε ή θα μένατε;

Μάρτυρας : Θα μέναμε, θα καιγόμασταν.

Ο γιος του θύματος, Γρηγόρης Τζούλιας μετέφερε στο δικαστήριο τα λόγια του πατέρα του.

«Μου είπε ότι δεν τον ενημέρωσε κανένας. Είδε τη φωτιά και προσπάθησε να φύγει. Πήγε μέχρι λίγο πιο κάτω και τον έκαψε το θερμικό κύμα. Δεν είχε ενημέρωση, δεν είδε εναέρια μέσα. Πάντα περνούσε ένα περιπολικό μία σειρήνα κάτι και ενημέρωνε».

Από την πλευρά της, η Ειρήνη Τζούλια, κόρη του θυμάτος περιέγραψε : “Δεν είδα πυροσβεστική, αστυνομία τίποτα.

Ο πατέρας μου έμεινε να κλείσει το σπίτι κλπ. Όταν αποφάσισε να φύγει, η φωτιά είχε φτάσει. Είδε γείτονες να καίγονται, άνοιξε την πόρτα βγήκε έξω και κάηκε από το θερμικό κύμα. Πήγε σε μία γειτόνισσα και του έριξε νερό. Τον είδε ένας γείτονας και τον πήγε στο κέντρο υγείας».

Ο Ιωσήφ και η Ευαγγελία Πλυμάκη περιέγραψαν στις καταθέσεις τους πως ο πατέρας τους έχασε τη ζωή του επειδή είχε ξεχάσει τα κλειδιά του εξοχικού του στη Νέα Μάκρη και επέστρεψε στην περιοχή για να τα πάρει. «Ο πατέρας μου βρέθηκε στο Κόκκινο Λιμανάκι με το οποίο εμείς δεν είχαμε καμία σχέση. Αν είχαν γυρίσει τον κόσμο πίσω, δεν θα υπήρχαν τόσοι νεκροί. Ο πατέρας μου βρέθηκε εκεί διότι άκουσε την ελληνική αστυνομία. Τους έστειλαν εκεί και τους έκαψαν» κατέθεσε η κυρία Πλυμάκη.

«Οι γονείς μου είχαν πάει την ημέρα της καταστροφής στη Νέα Μάκρη. Επέστρεψαν και επειδή ξέχασε ο πατέρας μου τα κλειδιά πήγε να πάρει. Δεν είχε καμία ενημέρωση» τόνισε ο Ιωσήφ Πλυμάκης.

Υποβασταζόμενη οδηγήθηκε νωρίτερα στο βήμα του μάρτυρα η Δέσποινα Ζαφειρίου, η οποία εγκλωβίστηκε μαζί με τον σύζυγό της στην οδό Τρίτωνος στο Μάτι.

«Ακινητοποιηθήκαμε. Ανοίγω την πόρτα όπως είμαστε σταματημένοι και βγαίνω. Ο άνδρας μου κολλάει πάνω στο τιμόνι. Τον έβγαλα στα χέρια, τον έπιασα από τη ζώνη. Γονάτισα και τον τράβηξα. Δεν μπορούσε να πατήσει, ούτε να στρίψει ήταν καμένος…» κατέθεσε η μάρτυρας, περιγράφοντας πως βρήκε λίγο πιο κάτω, νερό και του έριχνε με το λάστιχο. «Δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε τα χέρια, ούτε τα πόδια του. Ούτε ασθενοφόρο ήρθε, ούτε πέρασε αεροπλάνο, ούτε μας ειδοποίησαν ότι έπιασε φωτιά. Μετά, κατά τις 11 παρά ένας φίλος άκουσε τη φωνή μου και μου φωνάζει “μην κουνηθείς, έρχομαι”. Που να κουνηθώ εγώ, έκαιγε η φωτιά. Μας αφήσαν να καούμε. Δεν υπήρχε τίποτα. Τα κλαδιά δεν τα είχαν καθαρίσει επανειλημμένως φωνάζαμε στο Δήμο. Μας πήγαν στον Ευαγγελισμό.
Όταν εγκλωβιστήκαμε κατά διαστήματα δεν είχε τις αισθήσεις του. Όταν τις ανακτούσε φώναζε “φύγε να σε βρουν εγώ θα πεθάνω”. “Δεν φεύγω” του έλεγα».