Υγεία

Έχουμε όλοι ανάγκη από βιταμίνη D; Αν ναι πόση και από που;

Ακούστε το άρθρο

Η βιταμίνη D είναι μία λιποδιαλυτή βιταμίνη. Οι δύο κύριες μορφές της είναι η εργοκαλσιφερόλη (βιταμίνη D2) και η χοληκαλσιφερόλη (βιταμίνη D3).

Η πρώτη προέρχεται από διαιτητικές πηγές φυτικής προέλευσης. Η δεύτερη παράγεται στο δέρμα, όταν εκτίθεται στο ηλιακό φως και πιο συγκεκριμένα στην υπεριώδη ακτινοβολία Β (UVB), ενώ ένα μέρος της προέρχεται από διαιτητικές πηγές ζωικής προέλευσης (κυρίως ψάρια) και από εμπλουτισμένα προϊόντα (π.χ. γάλα, γάλα σόγιας, δημητριακά πρωινού ή συμπληρώματα διατροφής).

Το ηλιακό φως είναι η κύρια πηγή προέλευσης της βιταμίνης D, ενώ οι διατροφικές πηγές δεν περιέχουν γενικά μεγάλες ποσότητες.

Γιατί μας απασχολεί τόσο η βιταμίνη αυτή;

Η μακράν πιο επίκαιρη ιδιότητα της βιταμίνης D είναι η θωράκιση του ανοσοποιητικού συστήματος. Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερα επιστημονικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η βιταμίνη D έχει μια σειρά από ανοσορρυθμιστικές ιδιότητες. Τα υψηλά επίπεδά της στο αίμα (πάνω από 40 ng/ml) θωρακίζουν το ανοσοποιητικό από διάφορες λοιμώξεις, εμποδίζουν τη σύνδεση των ιών ή των μικροβίων με τα ανθρώπινα κύτταρα και προστατεύουν από αυτοάνοσα νοσήματα.

Πολλές μελέτες κατά τα τελευταία δύο χρόνια δείχνουν ότι η εν λόγω βιταμίνη κατέχει σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση του κορονοϊού. Όπως υποδεικνύουν πολλές πρόσφατες επιστημονικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις, η ανεπάρκεια βιταμίνης D αποτελεί παράγοντα κινδύνου τόσο για την προσβολή από τον ιό όσο και για την εμφάνιση σοβαρής πνευμονικής νόσου. Παράλληλα, πλήθος δεδομένων υποστηρίζουν ότι η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D προστατεύει από λοιμώξεις του αναπνευστικού, ιδιαίτερα τα άτομα που έχουν έλλειψη, καθιστώντας ακόμη πιο σημαντική τη σύσταση για εξασφάλιση επάρκειας βιταμίνης D κατά την περίοδο της πανδημίας.

Το μεγάλο ενδιαφέρον για τη βιταμίνη D και την επάρκεια των επιπέδων της στον οργανισμό οφείλεται και στη συμμετοχή της σε πλήθος διεργασιών:

Αποτελεί σύμμαχο της υγείας των οστών. Έχει σημαντικό ρόλο στην απορρόφηση του ασβεστίου και στη διατήρηση των επιπέδων φωσφόρου στο αίμα, βασικούς παράγοντες για τη διατήρηση της υγείας των οστών.
Βοηθά στη μείωση του κινδύνου για κοινό κρυολόγημα. Σε παιδιά που χορηγούνται 1200 IU βιταμίνης D καθημερινά για 4 μήνες, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, μειώνεται ο κίνδυνος κοινού κρυολογήματος κατά 40%.
Σχετίζεται αρνητικά με την εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Πλήθος επιδημιολογικών μελετών έχουν δείξει την ύπαρξη αρνητικής συσχέτισης μεταξύ της συγκέντρωσης βιταμίνης D στο αίμα και του κινδύνου ανάπτυξης ΣΔ2.
Συμμετέχει στη θωράκιση της υγείας των παιδιών. Τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D έχουν συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο για παιδικές και αλλεργικές ασθένειες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το άσθμα, η ατοπική δερματίτιδα και το έκζεμα.
Έχει αντιφλεγμονώδη δράση και συμβάλλει στην πρόληψη αυτοάνοσων νοσημάτων. Πρόσφατα επιδημιολογικά στοιχεία έχουν δείξει σημαντική συσχέτιση μεταξύ ανεπάρκειας βιταμίνης D και αυξημένης συχνότητας ή επιδείνωσης μολυσματικών ασθενειών και φλεγμονωδών αυτοάνοσων νοσημάτων, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος και η σκλήρυνση κατά πλάκας.

Βοηθά στην επίτευξη υγιούς εγκυμοσύνης. Έγκυες γυναίκες με έλλειψη βιταμίνης D φαίνεται να βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο για ανάπτυξη προεκλαμψίας και ανάγκη για καισαρική τομή. Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σε έγκυες σχετίζονται με σακχαρώδη διαβήτη κύησης και βακτηριακή κολπίτιδα.
Προσφέρει προστασία από τον καρκίνο. Είναι εξαιρετικά σημαντική για τη ρύθμιση της κυτταρικής ανάπτυξης και της διακυτταρικής επικοινωνίας. Αρκετές μελέτες προτείνουν ότι η καλσιτριόλη (η ορμονικά ενεργή μορφή της βιταμίνης D) μπορεί να μειώσει την πρόοδο του καρκίνου, αυξάνοντας το θάνατο των καρκινικών κυττάρων και μειώνοντας τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και τη μετάσταση.
Συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη

Οι συστάσεις της Αμερικανικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας (2011) για την πρόσληψη βιταμίνης D είναι οι εξής:

Βρέφη 0 – 12 μηνών: 400 – 1000 IU (10 – 25 μg)
Παιδιά 1 – 18 ετών: 600 – 1000 IU (15 – 25 μg)
Ενήλικες έως 70 ετών: 600 – 2000 IU (15 – 50 μg)
Ενήλικες άνω των 70 ετών: 800 – 2000 IU (20 – 50 μg)
Έγκυες ή θηλάζουσες: 600 – 2000 IU (15 – 50 μg)
Συνηθισμένα συμπτώματα έλλειψης της βιταμίνης D
Τα συνήθη συμπτώματα έλλειψης είναι η κόπωση, ο πόνος στα κόκαλα, οι μυϊκοί πόνοι, η μειωμένη επούλωση πληγών, η ευαλωτότητα σε ασθένειες και λοιμώξεις, η απώλεια τριχών και η καταθλιπτική διάθεση.

Ωστόσο, η χρόνια έλλειψη βιταμίνης D οδηγεί σε πιο δυσμενείς επιπτώσεις. Στα παιδιά μπορεί να προκαλέσει ραχίτιδα, ασθένεια που χαρακτηρίζεται από τοξοειδή εμφάνιση των ποδιών, επειδή τα οστά μαλακώνουν. Αντίστοιχα, στους ενήλικες προκαλεί οστεομαλακία (μαλακά οστά) ή οστεοπόρωση. Αποτέλεσμα της οστεομαλακίας είναι η φτωχή πυκνότητα των οστών και η αδυναμία των μυών. Η οστεοπόρωση είναι η πιο κοινή ασθένεια των οστών για τις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και τους ηλικιωμένους άντρες.

Επιπρόσθετα, η χρόνια έλλειψη έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη καρδιαγγειακών νοσημάτων, υπέρτασης, παχυσαρκίας, σακχαρώδους διαβήτη, νευροεκφυλιστικών ασθενειών (π.χ. πολλαπλής σκλήρυνσης, αυτισμού, νόσου Alzheimer) ρευματοειδούς αρθρίτιδας, άσθματος και κατάθλιψης. Μπορεί, ακόμα, να οδηγήσει στην ανάπτυξη συγκεκριμένων τύπων καρκίνου, όπως του μαστού, του προστάτη και του παχέος εντέρου.

Υπάρχει περίπτωση υπερδοσολογίας;

Η τοξικότητα της βιταμίνης D, που ονομάζεται επίσης υπερβιταμίνωση D, είναι μια σπάνια αλλά δυνητικά σοβαρή κατάσταση που εμφανίζεται σε υπερβολικές συγκεντρώσεις της βιταμίνης στο σώμα. Προκαλείται συνήθως από μεγάλες δόσεις συμπληρωμάτων βιταμίνης D — όχι από τη διατροφή ή την έκθεση στον ήλιο.

Η κύρια συνέπεια της τοξικότητας είναι η συσσώρευση ασβεστίου στο αίμα (υπερασβεστιαιμία), η οποία μπορεί να προκαλέσει ναυτία, έμετο, αδυναμία και συχνουρία. Η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε πόνο στα οστά και προβλήματα στα νεφρά, όπως ο σχηματισμός λίθων ασβεστίου.

Το Υπουργείο Υγείας των ΗΠΑ και η Αμερικανική Ενδοκρινολογική Εταιρεία τονίζουν πως η τοξικότητα της βιταμίνης D είναι αδύνατη, όταν η ημερήσια πρόσληψή της δεν ξεπερνά τις 10.000 διεθνείς μονάδες (IU). Ωστόσο, η ημερήσια λήψη 60.000 IU βιταμίνης D για αρκετούς μήνες έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί τοξικότητα.

Πότε αντενδείκνυται η χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D;

Η συμπληρωματική χορήγηση μεγάλων ποσοτήτων πρέπει να αποφεύγεται σε περιπτώσεις:

Υπερασβεστιαιμίας
Υπερφωσφαταιμίας
Αθηροσκλήρωσης
Νεφρικής νόσου
Σαρκοείδωσης (πολυσυστηματική νόσος αγνώστου αιτιολογίας)
Πέτρας στα νεφρά.

Πηγή: ow.gr

Όλη η επικαιρότητα