Categories: Ιστορικά

Εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή – Μνήμες προσφύγων στην εφ. «Πατρίς»

Share

Πέρασαν εκατό χρόνια. Εκατό χρόνια που δεν έχουν ξεχαστεί στο χρόνο, ούτε έχουν σβήσει τις μνήμες της μεγάλης καταστροφής που συντελέστηκε εκείνη τη μέρα του 1922, όταν από τα παράλια της Μικράς Ασίας χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για να βρεθούν σε άλλες περιοχές, σε μέρη που δεν γνώριζαν, σε μέρη που δεν πίστευαν ποτέ ότι θα χρειαστεί να δημιουργήσουν μια νέα ζωή.

Κάπου ανάμεσα σε αυτές τις εκτάσεις της Μικράς Ασίας που δέχθηκαν το πλήγμα των Τούρκων βρισκόταν και η Κάτω Παναγιά Μικράς Ασίας, ένα χωριουδάκι που οι κάτοικοί του, άλλοι σφαγιάστηκαν, άλλοι αιχμαλωτίστηκαν και κάποιοι κατάφεραν να ξεφύγουν από τα χέρια του εχθρού για να βρεθούν απέναντι στη Χίο και άλλα κοντινά νησιά. Ο ξεριζωμός είχε ξεκινήσει.

Δημήτρης Καμίλης, πρόεδρος κοινότητας Κάτω Παναγιάς Κυλλήνης – τέταρτη γενιά

«Μπαίνοντας στην διαδικασία να δεις που ανήκεις, τις ρίζες σου και όλα αυτά, έρχεσαι σε καταστάσεις που ανατριχιάζεις. Είναι πολύ σημαντικό να βλέπεις ανθρώπους πώς έφυγαν από εκεί πώς ήταν εκεί και πως ήρθαν να φτιάξουν την περιοχή εδώ. Από εξιστορήσεις που έχουμε κρατήσει στον πολιτιστικό σύλλογο όλα αυτά τα χρόνια, είναι ανατριχιαστικές οι διηγήσεις που κάνουν για το πώς ζούσαν και τι τράβηξαν τότε. Άνθρωποι που ήταν μικρά παιδιά και θυμούνται που τους κυνηγούσαν να τους σκοτώσουν. Έχουν διηγηθεί πως γλίτωσαν και τι ταλαιπωρία τράβηξαν για να έρθουν εδώ. Είναι ανάμικτα τα συναισθήματα που έχουμε. Πρώτα έρχεται το δέος, μετά σε πιάνει μια στεναχώρια για όλο αυτό και μετά έρχεται και ο θαυμασμός το πώς αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν και δημιούργησαν όλο αυτό που εμείς βρήκαμε αργότερα, από το μηδέν».

Αντώνης Σοφιανός, κάτοικος Κάτω Παναγιάς Κυλλήνης – τρίτη γενιά

«Νιώθω ευσυγκίνητος και βαθιά υποχρεωμένος στις ρίζες που υπάρχουν και προσπαθώ με όλα μου τα μέσα και αγωνίζομαι και από τη θέση του δημοτικού συμβούλου και παλιότερα σαν τοπικός πρόεδρος και σαν πρόεδρος που υπήρξα του εκπολιτιστικού συλλόγου που είναι το πιο ζωντανό κύτταρο του χωριού και προσπαθώ και ψάχνω. Προσπαθώ να κρατήσω αυτή την παρακαταθήκη που μου άφησαν και οι δύο παππούδες μου. Ο πατέρας μου, από μικρός που ήμουν μου έλεγε πως πρέπει να θυμόμαστε τις ρίζες μας για την χαμένη πατρίδα και αυτό διατήρησα στη ζωή μου και διατηρώ και το ίδιο προσπαθώ να μεταβιβάσω και στα παιδιά μου. Και οι δύο παππούδες μου είναι πρόσφυγες. Κάθε μέρα θυμάμαι να μας εξιστορούν πως έφυγαν, γιατί έζησαν στην Κάτω Παναγιά της Μικράς Ασίας τρεις και τέσσερις διωγμούς τότε με τους Τούρκους. Το ’11, το ’12, το’18, το ’19 και τότε έφευγαν και πήγαιναν στο κοντινό νησί της Χίου, απέναντι και τους οποίους φιλοξενούσαν οι Χιώτες. Ο ένας από τους παππούδες μου, ο Γιώργος ήταν και αιχμάλωτος πολέμου. Έφυγε από την Κάτω Παναγιά της Μικράς Ασίας, 17 ετών μαζί με τον πατέρα του και πήγαν στη Μασσαλία. Έμαθε την τέχνη του λευκοσιδηρουργού την οποία χρησιμοποίησε όταν ήρθε εδώ σε τούτο το χωριό. Στη Μασσαλία πήρε το δίπλωμα του λευκοσιδηρουργού, έκανε μια μικρή περιουσία και μαζί με τον πατέρα του μετά από δυόμιση χρόνια επέστρεψαν στον Πειραιά, για να πάει με καράβι στην Μικρά Ασία. Μόλις γύρισε όμως στον Πειραιά τον πήραν φαντάρο και τον έστειλαν στα Μικρασιάτικα Πεδία όπου και αιχμαλωτίστηκε. Και εκεί μαζί με τους 800 αιχμαλώτους πέρασε το θρίλερ της Μικρασιατικής αιχμαλωσίας που πήγαν στα βάθη της Ανατολής και κάποιοι κατάφεραν να γυρίσουν πίσω ενώ οι περισσότεροι πέθαναν στα φαράγγια της ενδότερης Τουρκίας».

Ντίνα Σοφιανού,
κάτοικος Κάτω Παναγιάς Κυλλήνης – δεύτερη γενιά

Η κ. Ντίνα Σοφιανού, θυμάται τα κάλαντα που τραγουδούσαν τότε στη Μικρά Ασία και τα λέει ακόμα και σήμερα. Μας τραγούδησε:

Σήμερα το νέο έτος, Βασιλείου εορτή, ήρθα να, να σας χαιρετίσω, με την πρέπουσα ευχή.

Ο Βασίλειος ο Μέγας Καισαρείας θαυμαστός εις την οικογένειά σας, να ‘ναι πάντα βοηθός.

Και για τα ξενιτεμένα, έχω να ειπώ πολλά όπου είναι κι όπου στέκουν να έχουν την καλή χρονιά.

Κι άλλα έτερα σας πρέπουν μα εγώ δεν ημπορώ σας αφή – αφήνω καλημέρα και του χρόνου με καλό.

«Η πεθερά μου και η μαμά μου ήταν από την Κάτω Παναγιά όπως κι ο πεθερός μου και ο μπαμπάς μου. Ο μπαμπάς μου ήταν στην Αμερική και ύστερα ήρθε και τον έπιασαν αιχμάλωτο. Η μαμά μου όταν είπαν ότι θα έρθουν οι Τούρκοι να φύγουμε, ο παππούς μου, ο πατέρας της, ο Παραδιάς, έλεγε όχι δεν θα μας κάνουν τίποτα. Η θεία μου η αδελφή της μαμάς μου, είχε παντρευτεί και είχε δύο παιδάκια και η μαμά μου με την αδελφή της έφυγαν και άφησαν τους άντρες τους εκεί και πήγαν στην Χίο. Ο παππούς, της πεθεράς μου ο πατέρας, είχε ένα καΐκι και φόρτωνε και πήγαινε τους ανθρώπους στη Χίο. Εκείνη την ημέρα μόλις βγήκαν στ’ ανοικτά, οι Τούρκοι δεν τους άφησαν να ξαναφύγουν. Το τελευταίο καΐκι που πέρασε απέναντι ήταν αυτό που μέσα ήταν η πεθερά μου. Επειδή στα καΐκια ήταν πολύς κόσμος πετούσαν τα πράγματα που είχαν πάρει μαζί τους, από τη βάρκα για να μην τους πάρει η φουρτούνα.

Τους κατοίκους που έμειναν τους μαζέψανε στην εκκλησία όλους ως αιχμαλώτους και τους είχαν ολόκληρα ημερόνυκτα και περπατούσαν. Ο πεθερός μου και ο άντρας της θείας μου πέθαναν εκεί όταν τους σκότωσαν οι Τούρκοι.

Οι πρόσφυγες ζήτησαν όπου πάνε να έχουν θάλασσα και ο πρόεδρος του χωριού εκεί στη Χίο τους μάζεψε μια ημέρα και τους είπε πως θα πάνε στην Κυλλήνη και τους έφεραν εδώ. Τότε η Βλαχέρνα είχε πολλά στρέμματα χωράφια και τα έδωσαν στους πατεράδες μας, ήταν λόγγοι και έδωσαν 42 στρέμματα στον καθένα και τους είπαν να τα ξελογγόσουν και να τα κρατήσουν δικά τους.

Υπήρχαν δυσκολίες τότε. Ξεκίνησαν από το μηδέν. Έχασαν τα υπάρχοντά τους και έπρεπε να τα ξαναφτιάξουν. Όλοι νόμιζαν πως θα γυρίσουν πάλι. Ο παππούς μου ο Παραδιάς είχε ένα σταμνί πήλινο γεμάτο λίρες και όσα χρυσαφικά είχαν τα έθαψαν εκεί».

Μαρία Τσίκα,
κάτοικος Κάτω Παναγιάς Κυλλήνης – δεύτερη γενιά

Η κ. Μαρία Τσίκα μας απήγγειλε ένα ποίημα που θυμάται από τον πατέρα της:

«Ελληνοπούλα είμαι εγώ, απ’ τη Μικρά Ασία, είδαν τα ματάκια μου μεγάλη απελπισία.

Είδανε Τούρκους με σπαθιά, Τούρκους με τα μαχαίρια να σφάζουνε τους Χριστιανούς με τα ριμά τους χέρια.

Δεν έφτανε το αίμα που έτρεχε σαν λίμνη μόνο εβάλανε φωτιά και κάψανε τη Σμύρνη.

Όπως πετάει και το πουλί και σκίζει τον αέρα έτσι πετάξαμε και εμείς και ήρθαμε εδώ πέρα.

Αφήσαμε τα πράγματα κι όλα τα νοικοκυριά μας και τώρα τα θυμόμαστε ραΐζει η καρδιά μας.

«Ήμουν μικρή και μας το έλεγε ο πατέρας μου. Ο αδελφός μου ο Βαγγέλης ήξερε πολλά. Διάβασα τώρα δα στο βιβλίο της Μικράς Ασίας που γράφει ότι τα λίπη των ανθρώπων που σκότωσαν τα έκαναν σαπούνια. Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο αυτό και πληγώθηκα και το άφησα.

Θα σας εξιστορήσω μια ιστορία αγάπης, που θυμάμαι. Όταν ο θείος μου που ήταν ταγματάρχης του ζητούσαν τα αδέλφια του να φύγουν μαζί για να σωθούν. Αλλά εκείνος ο Γιάννης, αγαπούσε μια Τουρκάλα και είπε πως αφού δεν έρχεται εκείνη μαζί θα μείνω κι εγώ μαζί της. Και επειδή δεν άφησε την κοπέλα που αγαπούσε τον εκτέλεσαν οι Τούρκοι μέσα στην πλατεία. Οι δικοί μου τότε έφεραν λίγο χώμα και λίγα χαλίκια σε ένα σακουλάκι από τον τόπο τους για να έχουν να θυμούνται, σαν κειμήλια.

Είμαι πολύ υπερήφανη για την καταγωγή μου. Είχε σπίτι διώροφο ο πατέρας μου και έναν τενεκέ λίρες και έσκαψε και τα έχωσε νομίζοντας πως θα γυρίσει πίσω, αλλά τα έχασαν. Είναι λυπηρό, τα θυμάμαι και νιώθω σαν να ήμουν εγώ».