Γιάννης Αδαμάκος: «Στη ζωγραφική πασχίζω συνέχεια να ανακαλύπτω πράγματα»

Share

Ο Γιάννης Αδαμάκος συγκαταλέγεται στους κορυφαίους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους. Με αφορμή την συμμετοχή του στην Ομαδική Έκθεση με τίτλο ABSTRACT POETRY, στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών Τσιχριτζή (Κασσαβέτη 18, Κηφισιά) που διοργανώνει ο Σύνδεσμος των Εν Αθήναις Πυργίων (δείτε περισσότερα στη στήλη «Ατζέντα» στο ένθετο «Επιλογές»), ξεχωρίζουμε απαντήσεις του καλλιτέχνη, σε παλιότερη του συνέντευξη στην «Καθημερινή» για τη διαδικασία της ψυχικής ανάδυσης, τα παιδικά του χρόνια, τα όνειρα και τη σχέση του με γκαλερίστες και συλλέκτες.

Είστε τα τελευταία χρόνια στη ζωή σας πιο πλαισιωμένος και τολμάτε να το φωτίσετε στα έργα σας;

Το αναζητώ αυτό, το ψάχνω. Δεν με ενδιαφέρει όμως να περιγράψω αυτό που νιώθω ή είμαι, στη ζωγραφική πασχίζω συνέχεια να ανακαλύπτω πράγματα. Οπότε δεν μπορώ να είμαι πολύ ασφαλής. Αν προκύψει, το καλωσορίζω, αλλά είμαι σε μια τέτοια διαδικασία ζωής και τέχνης.

Είστε πιο συμφιλιωμένος και πιο κατασταλαγμένος;

Με τα χρόνια, ο άνθρωπος είτε αναγκάζεται είτε του συμβαίνει να συμφιλιώνεται με μερικά πράγματα. Και αυτό λειτουργεί σαν μια καινούργια ανακάλυψη. Καλό είναι, προς το τέλος, να έχουμε συμφιλιωθεί με καταστάσεις και φαινόμενα που αποφεύγαμε όταν είχαμε την πολυτέλεια του χρόνου μπροστά μας.

Υπάρχει κάτι που συμφιλιωθήκατε στη ζωή σας και δεν το φανταζόσασταν νέος;

Ότι θα μπορούσα να περνάω τη ζωή μου με μια συγκεκριμένη οικογένεια ώρες ατέλειωτες και δεν θα κουράζομαι. Νεότερος δεν μπορούσα να το φανταστώ αυτό για μένα. Μπορεί κάποτε να ήμουν εν μέρει παρών και εν μέρει απών σε αυτό που μου συνέβαινε. Τώρα είμαι τελείως παρών στους ανθρώπους της ζωής μου.

Τι έχει αναδυθεί από τη δική σας παιδική ηλικία τώρα που μεγαλώνετε τα δικά σας παιδιά;

Προσπαθώ να είμαι ο μπαμπάς του Νίκου και της Μαργαρίτας πιο πολύ απ’ ό,τι ήταν ο μπαμπάς μου για μένα. Κοιτάξτε, θέλω να είμαι δίκαιος με το παρελθόν. Ο πατέρας μου ήταν ένας γλυκύτατος και τρυφερός άνθρωπος, αλλά λίγο απών. Μπορεί να είχε να κάνει με την εποχή, τότε οι μπαμπάδες δεν ασχολούνταν, καμιά φορά η παρουσία της μητέρας ήταν καταλυτική. Εγώ ας πούμε ήμουν μαμαδόπληκτος σαν όλους τους Έλληνες· η μάνα μου ήταν παντού, είχε μια ευαισθησία διάχυτη. Τότε δεν το συνειδητοποιούσα. Και επειδή τα πράγματα στη ζωή δεν είναι άσπρο-μαύρο, δεν θα ήθελα να δω γραμμένο σε συνέντευξη ότι ο πατέρας μου ήταν απών, γιατί δεν είναι η αλήθεια. Όμως μια δική μου αίσθηση απουσίας, που την αντιλαμβάνομαι τώρα που μεγαλώνω παιδιά, προσπαθώ εγώ να την αναπληρώσω. Την καλλιτεχνική ευαισθησία, πάντως, από τον πατέρα μου την έχω πάρει.

Τα όνειρα σας βοηθούν στη δημιουργία;

Τα όνειρα υπάρχουν πριν, υπάρχουν μετά. Μπορεί να έχω ξυπνήσει αφού έχω ολοκληρώσει ένα έργο. Για να κοιμηθώ καμιά φορά σκέφτομαι έργα, με βάζουν σε ενύπνιο κλίμα. Αυτό που με βοηθά είναι η αίσθηση της μοναχικότητας. Με ρωτήσατε πριν για τα παιδιά. Νομίζω ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να βιώνει μιαν έλλειψη για να δημιουργήσει, και αυτό το νιώθω όταν ζωγραφίζω. Όταν όμως είμαι με τα παιδιά μου, νιώθω μια πληρότητα.

Με τους γκαλερίστες συνδέεστε, ποια είναι η σχέση σας όμως με τους συλλέκτες;

Τους γκαλερίστες τούς αγαπώ, είμαστε συνοδοιπόροι, έχουν προσφέρει έργο στην Ελλάδα, ελλείψει μουσείων, από αυτούς μαθαίναμε τέχνη. Οι συλλέκτες όμως δεν είναι μια φυλή. Υπάρχουν πολλοί συλλέκτες που αγαπούν την τέχνη, οπότε με αυτούς συνδέομαι. Ο σπουδαίος Jean Claire, διευθυντής του Beaubourg, έλεγε ότι τα έργα που μπορούν να συγκινήσουν, δεν χρειάζονται θεωρητικά κείμενα για να τα στηρίξουν, άρα δεν χρειάζονται και τον συλλέκτη. Ζούμε όμως την εποχή του συλλέκτη. Διότι υπάρχουν έργα που γίνονται σημαντικά λόγω του ονόματος του συλλέκτη και όχι λόγω της αυταξίας τους. Αυτή η δεύτερη κατηγορία κάνει κακό στους νέους ανθρώπους, γιατί τους αποπροσανατολίζουν από τη συγκίνηση που πρέπει να προκαλεί ένα έργο.

Bio

Γεννήθηκε στον Πύργο και σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τους Μυταρά, Μαυροϊδη και Τέτση. Συνέχισε με ελεύθερες σπουδές στο Παρίσι (1978-1981), όπου ήρθε σε επαφή με τα σύγχρονα ρεύματα και τα μεγάλα έργα του παρελθόντος.

Από την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα (1978, Νέες Μορφές), και κυρίως μετά το 1980, το έργο του παρουσιάζεται σε συνεχόμενες θεματικές ενότητες που έχουν ως κέντρο τον άνθρωπο και τη φύση.

Οι μοναχικές φιγούρες ανδρικών ή γυναικείων κορμών μεταμορφώνονται διαρκώς, γίνονται Κένταυροι, εξελίσσονται σε Δέντρα και διεκδικούν την ένταξή τους στο χώρο-τοπίο, μέσα από μια βίαιη εξπρεσιονιστική γραφή, με αλλεπάλληλες σχεδιαστικές ή χρωματικές επεμβάσεις στην επιφάνεια των έργων.

Οι εκάστοτε επιλογές του ζωγράφου (μικρά ή μεγάλα μεγέθη, σκοτεινοί ή φωτεινοί τόνοι, χρωματικές εντάσεις ή μονοχρωμίες, μικτά υλικά, ενιαίες ή διασπασμένες συνθέσεις, κλπ), αναδεικνύουν την κάθε ενότητα σαν μια διαφορετική φάση της εξελισσόμενης σχέσης φιγούρας και τοπίου, έως την επίτευξη της μεταξύ τους ισορροπίας.

Παράλληλα με το εικαστικό του έργο, έχει διδάξει σχέδιο και χρώμα στο Εργαστήρι Τέχνης της Χαλκίδας και στην Σχολή Βακαλό.

Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ενώ τα τελευταία χρόνια διατηρεί εργαστήρι στην Τήνο.

Έχει παρουσιάσει την δουλειά του σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και στη Νέα Υόρκη (2002, Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού).