Ελλάδα

Η ελπίδα… μέσα από τα συντρίμμια: Οι ιστορίες από τους φονικούς σεισμούς στην Ελλάδα που συγκλόνισαν

«Την ώρα που έπεφτε το σπίτι μας, εγώ κοιτούσα τον πατέρα μου στα μάτια.»
Ακούστε το άρθρο

Τι συνέβη;» ρώτησε ο μικρός Εμρέ τους διασώστες όταν τον απεγκλώβισαν από τα συντρίμμια του σπιτιού του στην Τουρκία μετά από 40 και πλέον ώρες. Πώς εξηγείς σε ένα παιδί τι συνέβη; Πώς εξηγείς την καταστροφή που φέρνει μία λέξη με επτά γράμματα: Σεισμός. Πως εξηγείς όλη αυτήν την τραγωδία που συνέβη στη γειτονική χώρα.

Οι Έλληνες γνωρίζουμε πολύ καλά την καταστροφή που φέρνει ένας σεισμός. Έχουμε θρηνήσει θύματα έχουμε πονέσει πολύ από τα χτυπήματα του Εγκέλαδου. Αθήνα, Καλαμάτα, Αίγιο, Κρήτη και πολλές άλλες περιοχές έχουν πληγεί από τα Ρίχτερ. Χρειάστηκαν ελάχιστα δευτερόλεπτα για να χαθούν ζωές, να καταστραφούν περιουσίες. Μέσα στα συντρίμμια η ελπίδα ξαναγεννιόταν όταν εντοπιζόταν κάποιος ζωντανός. Η ζωή, αυτή η λέξη με τα τρία γράμματα, νικούσε τον σεισμό τη λέξη με τα επτά γράμματα. Οι ιστορίες επιζώντων από τα συντρίμμια συγκλονίζουν… Είναι εκείνες οι δραματικές ώρες που δεν ξέρεις αν θα ζήσεις ή θα πεθάνεις. Ιστορίες όπως έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια.

«Ο αέρας λιγόστευε…»

Η Καλαμάτα θα χτυπηθεί από τον σεισμό στις 13 Σεπτεμβρίου 1986 στις 20:21… Είναι μεγέθους 6 Ρίχτερ , τόσο δυνατός και τόσο καταστροφικός που αφήνει πίσω του 22 νεκρούς. Πέντε από αυτούς, είναι σε μία πενταόροφη πολυκατοικία που καταρρέει σαν χάρτινος πύργος. Οι διασώστες παλεύουν με τον χρόνο να σώσουν όσους περισσότερους μπορούν. Ο κ. Γιώργος που είχε εγκλωβιστεί στα συντρίμμια θυμάται εκείνες τις δραματικές ώρες. Θα ζήσω άραγε αναρρωτιόταν; «Ακούστηκε μια δυνατή βοή. Σαν να έπεσε ατομική βόμβα στην πόλη. Η πολυκατοικία μας κατέρρευσε σαν να ήταν χάρτινη. Από τον τέταρτο όροφο βρεθήκαμε στο ισόγειο. Δεν πρόλαβα να πατήσω το πόδι μου στο κατώφλι του διαμερίσματος της πολυκατοικίας που έμενα στην οδό Αριστοδήμου 27 και μας χτύπησε η συμφορά. H πολυκατοικία διπλώθηκε στα δύο. Πάνω μας έπεσαν τα μπάζα από την ταράτσα. Άκουγα τα παιδιά μου να ουρλιάζουν από τον φόβο τους και δεν μπορούσα να τα βοηθήσω. Τα πόδια μου είχαν πλακωθεί από τις πέτρες. Έκανα προσπάθειες να μετακινήσω τα μπάζα αλλά δεν τα κατάφερα. Τρεις ώρες μείναμε στο σκοτάδι καταπλακωμένοι από τις πέτρες και τα χώματα. Τρεις ώρες, που για μας ήταν αιώνας. Kάθε λεπτό που περνούσε, η αγωνία μου μεγάλωνε. Δεν φοβόμουνα για τον εαυτό μου αλλά για τα παιδιά μου. Ο αέρας λιγόστευε. Δεν μπορούσαμε να ανασάνουμε. Αν αργούσαν λίγη ώρα οι στρατιώτες θα πεθαίναμε από ασφυξία». Ένα ζευγάρι αγωνιά για το παιδί του… Είναι μόλις 10 ημερών εγκλωβισμένο σε τόνους μπετόν. Εντοπίζεται ζωντανό στα συντρίμμια από τον ειδικά εκπαιδευμένο σκύλο. Δάκρυα χαράς και ανακούφισης. Δάκρυα πόνου όμως παράλληλα γιατί η γιαγιά του δεν τα κατάφερε. «Μ’ ακούς; Είσαι καλά; Είμαστε εδώ για να σε βοηθήσουμε», φώναζε ένας διασώστης στον άντρα που βρισκόταν στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας που κατέρρευσε: «Δεν μπορώ να κουνηθώ», φώναζε εκείνος με φωνή που όσο περνούσε η ώρα έσβηνε. Βρήκε όμως τη δύναμη να δώσει οδηγίες στους πυροσβέστες για το που βρίσκονταν η γυναίκα και τα δύο παιδιά του. Εκείνοι σώθηκαν, εκείνος όχι.

«Κάνε υπομονή θα σε βγάλουμε…»

Τα 6,1 Ρίχτερ χτυπούν το Αίγιο στις 15 Ιουνίου 1995. Είναι μία καλοκαιρινή νύχτα όταν στις 03:15 έρχεται η καταστροφή. Η πολυκατοικία στην οδό Δεσποτοπούλου καταρρέει εγκλωβίζοντας τους ένοικους που εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν στα κρεβάτια τους. Στα συντρίμμια αυτής της πολυκατοικίας βρίσκεται ο μικρός Ανδρέας Μπογδάνος. Είναι μόλις οκτώ ετών. Φωνάζει με όση δύναμη έχει να τον ακούσουν. Να τον σώσουν. Οι πυροσβέστες τον ακούνε και ξεκινά η επιχείρηση για να τον βγάλουν ζωντανό. Ο πατέρας του δεν θα φύγει στιγμή από το σημείο. Θα μιλά συνεχώς μαζί του να του δίνει κουράγιο. «Κάνε υπομονή θα σε βγάλουμε σε δέκα λεπτά του έλεγε». Τον έβγαλαν ζωντανό μετά από 44 ώρες. «Φέρτε μου επιτέλους μια ΚόκαΚόλα και ένα σουβλάκι». Θα πει ο μικρούλης στους διασώστες, μετά από κάποιες ώρες. Ωρες που του φάνηκαν αιώνες. Του απάντησαν ότι όταν τον βγάλουν από τα συντρίμμια θα του πάρουν ένα ποδήλατο. «Το ποδήλατο που λέτε ότι θα μου φέρετε απ’ έξω, θέλω να είναι πράσινο, όπως η αγαπημένη μου ομάδα, ο Παναθηναϊκός». Η Ελλάδα παρακολουθούσε τις δραματικές εκείνες ώρες της διάσωσης του παιδιού. Ο πυροσβέστης Παναγιώτης Νίκας ήταν εκείνος που τον έσωσε, που τον αντίκρυσε πρώτος… Χειροκροτήματα, αγκαλιές, δάκρυα χαράς. Σήμερα ο γιος αυτού του ήρωα πυροσβέστη σώζει ανθρώπινες ψυχές στην Τουρκία. Ο μικρός Ανδρέας θα πει μέσα από το νοσοκομείο «Δεν φοβάμαι…».

Ζωή και θάνατος μαζί

7 Σεπτεμβρίου 1999 Αττική… Το ρολόι δείχνει 14.56 όταν η πόλη σείεται. Κανείς δεν περίμενε αυτήν την καταστροφή από τα 5.9 Ρίχτερ με επίκεντρο την Πάρνηθα. Κανείς δεν είχε προετοιμαστεί για αυτήν την τραγωδία. 145 συνάνθρωποί μας εκείνη την ημέρα θα χάσουν τη ζωή τους. Όλοι εμείς που τον ζήσαμε αυτόν τον φονικό σεισμό δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τα όσα ακολούθησαν. Η πόλη τα χάνει… Εργοστάσια και σπίτια έχουν γκρεμιστεί. Οι ασύρματοι και τα τηλέφωνα έχουν πάρει φωτιά. Παντού όλεθρος. Όλοι παρακαλούσαμε να μην υπάρχουν νεκροί. Διαψευστήκαμε. Όμως έπρεπε να σωθούν όσοι περισσότεροι γινόταν… Πυροσβέστες, εθελοντές, απλός κόσμος, θα μείνει πάνω στα συντρίμμια μέρες ολόκληρες. Η Γιώτα είναι ένα κορίτσι μόλις 10 ετών που εγκλωβίζεται μέσα στα συντρίμμια της πολυκατοικίας που μένει στη Μεταμόρφωση, μαζί με τον πατέρα, την αδερφή της 13 ετών και τον παππού της. Η μητέρα της τη στιγμή του σεισμού δεν ήταν στο σπίτι. «Ο δικός μου απεγκλωβισμός δεν ήταν εύκολος. Έκανε μετασεισμούς συνέχεια. Δεν ήταν εύκολο να με απεγκλωβίσουν λόγω μιας κολόνας. Έτσι, έπρεπε να σκάψουν από αλλού για να με βγάλουν». Εκείνη τα καταφέρνει όχι όμως και οι υπόλοιποι. Πώς να το διαχειριστείς όλο αυτό; Ο Τζανής Πολυκανδριώτης ένα αγοράκι μόλις 10 ετών βιώνει με τον χειρότερο τρόπο την καταστροφή. Στο σπίτι τη στιγμή του σεισμού είναι μαζί με τις δύο αδερφές του και τον πατέρα του. Το σπίτι θα πέσει και θα τους εγκλωβίσει: «Η μητέρα μου έλειπε στη δουλειά, ο πατέρας μου και οι αδερφές μου έβλεπαν τηλεόραση στο δωμάτιο των γονιών μου. Ώσπου, ξαφνικά αρχίζει το ισχυρό μπουμπουνητό κι εγώ τρέχω να τους βρω, φωνάζαμε όλοι μαζί έντρομοι. Την ώρα που έπεφτε το σπίτι μας, εγώ κοιτούσα τον πατέρα μου στα μάτια. Ως παλαίμαχος πυγμάχος, ψηλός και γεροδεμένος όπως ήταν, ο μπαμπάς μου επιχείρησε να μας αγκαλιάσει και τους τρεις μας, για να μην μας πλακώσουν τα ντουβάρια. Αυτός μας έσωσε, πρόλαβα να δω ότι ο τοίχος που ήταν να πέσει επάνω μας, έπεσε σ’ αυτόν. Εγώ κάπως πιάστηκα από το κρεβάτι για λίγα δευτερόλεπτα ακούω το ‘μπαμμπαμ- μπαμ’ κι άλλους παρόμοιους βρόντους. Μετά μόνο σκοτάδι. Είχε πέσει, όμως, το καλοριφέρ πάνω στις πατούσες μου, οι φέτες του μου έκαναν τη ζημιά στα πέλματα, και στα δυο μου πόδια». Ο μπαμπάς θα πεθάνει από ανακοπή… τα παιδιά θα σωθούν. Ζωή και θάνατος μαζί…

Όλη η επικαιρότητα