Ελλάδα

Η καταδίωξη στο Πέραμα, οι καταθέσεις και τα ερωτήματα…

Η εφημερίδα Πατρίς φέρνει στο φως τις καταθέσεις τόσο των αστυνομικών όσο και των ανήλικων Ρομά
Ακούστε το άρθρο

Μία καταδίωξη που εξελίχθηκε σε τραγωδία… Με έναν νεαρό νεκρό μόλις 18 ετών. Μία καταδίωξη που έφερε αλλαγές στην Αστυνομία. Μία καταδίωξη για την οποία οι δικηγόροι και των δύο πλευρών περιμένουν απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα.

Η εφημερίδα Πατρίς φέρνει στο φως τις καταθέσεις τόσο των αστυνομικών όσο και των ανήλικων Ρομά.

Ο 14χρονος που παραδόθηκε στις αρχές και απολογήθηκε στην ανακρίτρια Πειραιά ισχυρίστηκε ότι εκείνος ήταν που οδηγούσε το αυτοκίνητο. Οι αστυνομικοί από την πλευρά αμφισβητούν όχι μόνο ότι ήταν οδηγός αλλά και ότι ήταν στο Πέραμα. 

Ο 14χρονος είπε στην ανακρίτρια… «Ο νεκρός και ο 16χρονος είναι φίλοι μου. Την ημέρα εκείνη είχαμε βγει για βόλτα στο Λούνα Παρκ στο Ρέντη και επειδή μετά δεν είχαμε χρήματα να επιστρέψουμε αποφασίσαμε να κλέψουμε ένα αυτοκίνητο. Σπάσαμε το πίσω δεξιά φινιστρίνι του αυτοκινήτου και με ένα κατσαβίδι που βρήκαμε μέσα σε αυτό το θέσαμε σε κίνηση. Γνωρίζαμε και οι τρεις να οδηγούμε όμως οι άλλοι δύο είπαν να οδηγήσω εγώ. Συνοδηγός ήταν ο νεκρός και πίσω έκατσε ο 16χρονος. Μόλις βγήκαμε στην Λ. Θηβών άρχισε η καταδίωξη μας από δυο μηχανές με φωτεινά σήματα χωρίς φάρους. Η ταχύτητα του αυτοκινήτου ήταν περίπου 120 χλμ την ώρα. Φοβηθήκαμε γι’ αυτό και δεν σταματήσαμε. Η καταδίωξη κράτησε περίπου μία ώρα.

«Πως ξεκίνησαν οι πυροβολισμοί εναντίον μας»

 «Όταν φθάσαμε στο Πέραμα μας καταδίωκαν τελικά 3 μηχανές χωρίς ηχητικά σήματα χρησιμοποιώντας μόνο τους φάρους. Όταν ανέβηκα την οδό Ελπίδος συνάντησα το αστικό λεωφορείο. Επειδή δεν μπορούσα να περάσω πάτησα φρένο και έβαλα ταχύτητα για να σταματήσω και σηκώσαμε τα χέρια μας ψηλά. Δεν έκανα όπισθεν αλλά μου έφυγε λίγο το φρένο. Κανένας από τους άλλους δυο επιβαίνοντες του αυτοκινήτου δεν φορούσε κουκούλα παρά μόνο εγώ. Πίσω από το αυτοκίνητο ήταν 2 μηχανές. Ακούμπησα λίγο μία μηχανή και ξαναπάτησα φρένο για να σταματήσω. Οι αστυνομικοί ήταν πάνω στη μηχανή. Δεν έπεσαν αντιθέτως κατέβηκαν κάτω και πέταξαν από μόνοι τους τα μηχανάκια στο οδόστρωμα. Κατέβηκαν 4 αστυνομικοί από τις μηχανές τους και ήρθαν από τη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου όρθιοι. Πυροβόλησαν την δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου στις πόρτες. Πυροβόλησαν τρεις φορές και χτύπησαν τον 16χρονο. Εγώ είδα ότι ήταν τραυματισμένος γιατί γύρισα και τον είδα μέσα στα αίματα. Τότε μου είπε να φύγω. Κατόπιν λιποθύμησε. Άφησα πάλι φρένο και παρέσυρα  τις 2 μηχανές σκέτες χωρίς αναβάτες. Η μία μηχανή είχε κολλήσει κάτω από το αμάξι και τότε οι αστυνομικοί οι 4 που προανέφερα ήρθαν από δεξιά και άρχισαν να ξαναπυροβολούν από απόσταση 3-4 μέτρων προς την μεριά του Νίκου και του 16χρονου. Εγώ τότε άνοιξα την πόρτα μου και κρύφτηκα μπροστά στη ζάντα του τροχού κοντά στο φτερό. Μόλις οι αστυνομικοί σταμάτησαν να  πυροβολούν έτρεξα και ξέφυγα».

«Είδα δίπλα μου τον 18χρονο νεκρό»

«Οι αστυνομικοί συνέχισαν να πυροβολούν και είδα το Νίκο να γέρνει πάνω μου έχοντας λίγο αίμα στο λαιμό του. Του  μίλησα τον κούνησα επανήλθε σε κανονική θέση στο κάθισμα και δεν αποκρίθηκε. Δεν άκουσα τους αστυνομικούς να του μιλάνε. Στην προσπάθεια μου να διαφύγω ένας αστυνομικός με πυροβόλησε αλλά η σφαίρα δεν με πέτυχε αφού βρήκε σε μια μάντρα».

Η απολογία του τραυματία

«Πυροβολούσαν συνεχώς πάνω στο αυτοκίνητο»

 Ο 16χρονος που νοσηλεύεται στο Τζάνειο νοσοκομείο και καθόταν στο  πίσω μέρος του αυτοκινήτου ισχυρίστηκε… «Όταν φθάσαμε στο Πέραμα μας ακολουθούσαν 4-5 μηχανές και μας έλεγαν να σταματήσουμε. Εμείς δεν σταματήσαμε γιατί φοβηθήκαμε. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα λεωφορείο στην ανηφόρα όπου πηγαίναμε και δεν μπορούσαμε να περάσουμε. Δεν μπορούσαμε να πάμε ούτε δεξιά ούτε αριστερά γιατί οι αστυνομικοί είχαν ρίξει τις μηχανές κάτω και μας είχαν περικυκλώσει. Το αμάξι τότε κύλησε και ακούμπησε μία μηχανή. Οι αστυνομικοί είχαν κατέβει κάτω. Εγώ που είδα που χτύπησε την μηχανή ήταν άδεια. Ούτε οι άλλες μηχανές είχαν επιβάτες. Τότε οι αστυνομικοί με πυροβόλησαν. Πυροβολούσαν συνεχώς πάνω στο αμάξι. Εγώ έχασα τις αισθήσεις μου και δεν θυμάμαι αν το αυτοκίνητο χτύπησε και άλλες μηχανές. Είπα στον οδηγό να μην χτυπήσει τους αστυνομικούς και να μην κάνει καμία κίνηση. Όταν έφαγα την πρώτη σφαίρα πάνω δεξιά στην ωμοπλάτη ζαλίστηκα. Μετά τις σφαίρες δεν θυμάμαι τίποτα άλλο». 

Στις απολογίες τους οι  επτά αστυνομικοί  περιέγραψαν καρέ-καρέ τα όσα έγιναν από την στιγμή που εντοπίστηκε το κλεμμένο αυτοκίνητο.

Όπως ισχυρίστηκαν στην ανακρίτρια Πειραιά η ταχύτητα του καταδιωκόμενου οχήματος ήταν σταθερά πάνω από 150 χλμ. Οι ίδιοι φορούσαν αλεξίσφαιρα γιλέκα  ενώ δεν ήξεραν ποιοι ήταν μέσα στο αυτοκίνητο γιατί φορούσαν κουκούλες.

 Γιατί δεν ακούσαμε το κέντρο 

 Ένας από τους αστυνομικούς ισχυρίστηκε… «Η ταχύτητα  με την οποία κινούμαστε στη Λ. Αθηνών ήταν 180 -190 χλμ την ώρα και όπως βιώνουμε καθημερινά μετά τα 100 χλμ. υπάρχει αδυναμία να ακούσεις εντολές από το κέντρο .Όταν εκ των πραγμάτων λόγω των υψηλών ταχυτήτων κατά την καταδίωξη κλείνουμε το τζαμάκι του κράνους δεν ακούγεται τίποτα. Επίσης ο θόρυβος της μηχανής μαζί με τα ηχητικά σήμερα καθιστά σχεδόν αδύνατο ανάλογα με τον τόπο και τις περιστάσεις να ακούσεις. Προσπαθήσαμε  να διατηρήσουμε μία σταθερή απόσταση. Η ταχύτητα του οχήματος ήταν σταθερά πάνω από 150-190 χλμ. την  ώρα. Εξ αρχής παρατήρησα  ότι στο όχημα επέβαιναν τρία άτομα τα οποία φορούσαν κουκούλα, χωρίς να μπορέσω να καταλάβω ότι τα άτομα αυτά ήταν αθίγγανοι και την ηλικία τους. Παρατήρησα  επίσης ότι το πίσω δεξιά  φινιστρίνι του οχήματος  ήταν σπασμένο. Το όχημα πραγματοποιούσε συνεχώς επικίνδυνους ελιγμούς αυξομειώνοντας ταχύτητα  παραβιάζοντας ερυθρούς σηματοδότες και απειλούσε να πέσει πάνω μας. Χρησιμοποιήσαμε ηχητικά σήματα και φάρους για να σταματήσουμε το όχημα. Σε τέτοιου είδους περιστατικά πάντα έχουμε  την υποψία ότι οι καταδιώκοντες φέρουν όπλα ,ειδικά μάλιστα μετά το περιστατικό με τη δολοφονία των αστυνομικών στον Αγ. Ι.Ρέντη. Λόγω της χρονικής διάρκειας της καταδίωξης του οχήματος που προσπαθούσαμε να ακινητοποιήσουμε και τις προσπάθειας αυτού να μας εμβολίσει πιστέψαμε ότι κάτι πολύ σοβαρό κρύβουν οι επιβαίνοντες του αυτοκινήτου και προετοιμαστήκαμε για έλεγχο υψηλού κινδύνου»

Πότε ξεκινήσαμε να πυροβολούμε 

 Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους όταν έφθασαν στο Πέραμα ήταν πέντε μηχανές. Το αυτοκίνητο ακινητοποιείται από λεωφορείο και στη συνέχεια όπως λένε έβαλε όπισθεν και άρχισε να εμβολίζει τις μηχανές. Οι αστυνομικοί περιγράφουν  πότε τε ξεκίνησαν  να πυροβολούν. 

«Όσο ήμουν στο έδαφος είδα με την άκρη του ματιού μου τον συνάδελφό μου να κάνει κινήσεις απελπισίας ενώ ήταν εγκλωβισμένος μεταξύ της μηχανής του και παρκαρισμένου αυτοκινήτου ενώ το καταδιωκόμενο όχημα κινούνταν με ταχύτητα πάνω του. Εκείνη τη στιγμή προτάσσω το όπλο μου και σημάδεψα χαμηλά την μηχανή του αυτοκινήτου και πυροβόλησα περίπου 10 φορές όπως διαπίστωσα αργότερα όταν είδα πόσες σφαίρες είχαν μείνει στο γεμιστήρα μου. Συγχρόνως πυροβόλησαν και οι υπόλοιποι συνάδελφοι χωρίς να προλάβουμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Όλοι οι πυροβολισμοί διήρκησαν δευτερόλεπτα  σε κατάσταση απόλυτου στρες ταραχής και φόβου για τη ζωή μας».

Ένας άλλος αστυνομικός είπε στην ανακρίτρια 

 «Φοβούμενος ότι το όχημα θα χτυπήσει τους συναδέλφους μου ενώ μέχρι τότε είχαμε καταβάλλει κάθε προσπάθεια  να σταματήσει έβγαλα το όπλο μου και σημάδεψα τα λάστιχα του αυτοκινήτου και συγκεκριμένα στα πίσω δεξιά. Πυροβόλησα αρχικά δύο φορές. Στη συνέχεια σταμάτησα να ρίχνω γιατί είδα την πόρτα του συνοδηγού να ανοίγει και μια φιγούρα να τρέχει. Το όχημα όμως δεν σταμάτησε και συνέχισε την πορεία του. Tότε ξανάρχισα να πυροβολώ ρίχνοντας συνολικά 8 σφαίρες σε διαστήματα των δύο σημαδεύοντας τα λάστιχα του αυτοκινήτου».

Η διαφυγή του ενός νεαρού 

 Οι αστυνομικοί αμφισβητούν ότι οδηγός του οχήματος ήταν ο 14χρονος που παραδόθηκε. Αμφισβητούν ακόμη και την παρουσία του στην υπόθεση.

«Είδα από την πόρτα του συνοδηγού  να ανοίγει και μία φιγούρα να τρέχει. Το άτομο αυτό δεν μας επιτέθηκε για αυτό και δεν τον πυροβολήσαμε».

Τόσοι οι αστυνομικοί όσο και οι ανήλικοι Ρομά αφέθησαν ελεύθεροι. Η δικαστική έρευνα όμως δεν έχει σταματήσει…

Όλη η επικαιρότητα