Οικονομία

Η κουλτούρα της «αγοράς από δεύτερο χέρι» κερδίζει έδαφος στην Ευρώπη

Οικονομική κρίση και κλιματική αλλαγή ευνοούν την αγορά του μεταχειρισμένου – 77 ευρώ μηνιαίως κέρδισαν το 2021 όσοι πούλησαν προσωπικά τους αντικείμενα
Ακούστε το άρθρο

Την αρχή την έκαναν οι νέοι της εποχής των λουλουδιών. Χορτασμένοι μεν πλην επαναστατημένοι (μεταξύ άλλων) και για τον υπερκαταναλωτισμό των στερημένων παιδιών του πολέμου, που ήταν οι μπαμπάδες και οι μαμάδες τους.

Μισό και πλέον αιώνα μετά, «βοηθούσης» της κλιματικής κρίσης και της περιβαλλοντικής προπαγάνδας, τα παιδιά και τα εγγόνια των «παιδιών των λουλουδιών», έχουν εντάξει στην καταναλωτική τους κουλτούρα την πρακτική της «δεύτερης χρήσης» των αγαθών. Είτε πρόκειται για ρούχα είτε για έπιπλα είτε για ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές και είδη καθημερινής χρήσης. Είτε βέβαια για αυτοκίνητα.

Μιλάμε προφανώς για τις «ώριμες» αγορές της Δύσης, όπου το τι (και από πού) καταναλώνει κανείς έχει προ πολλού παύσει να αποτελεί στοιχείο κοινωνικής καταξίωσης (πλην φωσφοριζουσών εξαιρέσεων ασφαλώς).

Στην Ευρώπη εκείνοι που συνηθίζουν να πωλούν προσωπικά τους αντικείμενα για να ξαναχρησιμοποιηθούν εισπράττουν κατά μέσον όρο 77 ευρώ μηνιαίως, σύμφωνα με έρευνα του Cetelem 2022 Observatory. Το τελευταίο 12μηνο περισσότεροι από 60% των Ευρωπαίων δήλωσαν ότι πούλησαν τουλάχιστον ένα προϊόν «δεύτερο χέρι».

Νεανική πρωτοπορία

Συγκεκριμένα, το 38% των ερωτηθέντων στην πανευρωπαϊκή έρευνα του Cetelem Observatory πούλησαν μεταχειρισμένα αγαθά «λίγες φορές μέσα στη χρονιά που πέρασε». Το 18% δήλωσε ότι το έπραξε αυτό «λίγες φορές κάθε μήνα του 2021», ενώ το 6% «λίγες φορές κάθε εβδομάδα του έτους». Το 38% των Ευρωπαίων δεν έδωσε δωρεάν ή δεν πούλησε κάποιο δικό του, προσωπικό αντικείμενο για να ξαναχρησιμοποιηθεί από κάποιον άλλο.

Δεν αποτελεί βέβαια έκπληξη το ότι είναι και σήμερα οι νέοι εκείνοι που συνηθίζουν, άλλοι από οικονομική ανάγκη και άλλοι από πεποίθηση (για αντίσταση στον υπερκαταναλωτισμό), να δίνουν ευκαιρίες για μια δεύτερη ζωή στα αντικείμενα.

Από το 62% που κατά τη διάρκεια του 2021 διέθεσαν στην αγορά ή δώρισαν κάποιο προσωπικό τους αντικείμενο για να ξαναχρησιμοποιηθεί, το 77% ήταν ηλικίας από 18 έως 34 ετών, το 67% ήταν ηλικίας από 35 έως 49 ετών, ενώ μόνο το 49% όσων τους απασχολεί η αγοραπωλησία αγαθών από δεύτερο χέρι είχαν ηλικία από 50 έως 75 έτη – φευ, ο χρόνος φθείρει τον αντικομφορμισμό των νέων, ακόμα και των επαναστατημένων των δεκαετιών του ’60 και του ’70.

Ο χορτασμένος Βορράς

Κατά μέσον όρο οι Ευρωπαίοι κέρδισαν 77 ευρώ μηνιαίως από την πώληση προσωπικών τους αντικειμένων, διευκρινίζει το Cetelem Observatory. Οι πολίτες αρκετών ευρωπαϊκών χωρών, ωστόσο, είχαν πολύ υψηλότερα και διόλου ευκαταφρόνητα έσοδα κάθε μήνα από τις πωλήσεις προσωπικών τους αντικειμένων. Στην κορυφή βρέθηκαν οι Βρετανοί με έσοδα 95,7 στερλινών (115 ευρώ) μηνιαίως. Ακολούθησαν οι Γερμανοί με 105 ευρώ, οι Δανοί με 670 κορόνες (90 ευρώ) και οι Νορβηγοί με 871 κορόνες (87 ευρώ) έσοδα μηνιαίως.

Στους αντίποδες, οι Ούγγροι, οι Τσέχοι και οι Σλοβάκοι με 27, 35 και 37 ευρώ αντιστοίχως βρέθηκαν στη βάση της κατάταξης – λεπτομερή στοιχεία για άλλους Ευρωπαίους, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων, δεν δίνει το Cetelem Observatory. Είναι όμως γνωστό ότι η κουλτούρα του «μεταχειρισμένου» και εν γένει της ανακύκλωσης δεν ευδοκιμεί στη χώρα μας ούτε καν στην αγορά των ακινήτων. Κάτι το αδιανόητο για τους κατοίκους των ευλαβικά διατηρημένων μεσαιωνικών βορειοευρωπαϊκών πόλεων.

Φαίνεται πως όπου η ανέχεια ενδήμησε μεταπολεμικά, το λούστρο του καινούργιου δεν ξεθωριάζει εύκολα. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελούν βέβαια οι ΗΠΑ, όπου ο καταναλωτισμός είναι «θρησκεία» και όλα τα αγαθά θεωρούνται «μιας χρήσης» (οι εξωστρεφείς και κοσμοπολίτες των Ανατολικών και των Δυτικών ακτών δεν αποτελούν παρά μια μικρή και δαιμονοποιημένη, μετά τον Τραμπ, μειονότητα).

Τι κάνουν όμως τα χρήματα που εισπράττουν όσοι πωλούν προσωπικά τους αντικείμενα; Σχεδόν ένας στους δύο (το 44% για την ακρίβεια) δηλώνει ότι αγοράζει άλλα προϊόντα που χρειάζεται. Ένα μικρότερο ποσοστό, 36%, δηλώνει ότι βάζει στην άκρη τα χρήματα που εισπράττει. Τέλος, το 10% ομολογεί ότι δαπανά τα χρήματα που εισπράττει για να αγοράσει αντικείμενα που του προκαλούν ευχαρίστηση δίχως να τα χρειάζεται απαραίτητα, ενώ το έσχατο 10% αγοράζει άλλα προϊόντα με σκοπό να τα ξαναπουλήσει σε υψηλότερη τιμή ώστε να βγάλει κέρδος!

Πηγή: in.gr

Όλη η επικαιρότητα