Αρθρογραφία

Η μάχη στα Μπογάζια της λίμνης Αγουλινίτσας με τον Ιμπραήμ

Ακούστε το άρθρο

*ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ

[Ιστορική έρευνα με την ευκαιρία των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821]

Τον Φεβρουάριο του 1825 ο Ιμπραήμ πασάς, σε εκτέλεση σουλτανικής εντολής, αποβιβάστηκε με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στη Μεθώνη με σκοπό να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση.

Τα Αιγυπτιακά στρατεύματα οργανωμένα κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα από Γάλλους αξιωματικούς έσπειραν τον φόβο και τον τρόμο στον Μοριά. Μετά τη συντριβή των ελληνικών δυνάμεων στα Κρεμμύδια Μεσσηνίας και την ηρωική θυσία του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, η κυβέρνηση πιεζόμενη από τη γενική κατακραυγή και την κρισιμότητα των περιστάσεων, αναγκάστηκε να αποφυλακίσει τον Κολοκοτρώνη (17/5/1825) και να τον διορίσει αρχηγό των ελληνικών δυνάμεων. Ο Ιμπραήμ σχεδίαζε την πορεία του στο Μεσολόγγι με σκοπό να ενώσει τις δυνάμεις του με εκείνες του Κιουταχή που για μεγάλο διάστημα πολιορκούσαν την πόλη. Για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού έπρεπε προηγουμένως να εκκαθαρίσει τη βορειοδυτική Πελοπόννησο, από την Ηλεία μέχρι την Πάτρα και μάλιστα τα κύρια κέντρα της  Πύργο και Γαστούνη. Στόχος του ήταν η παρεμπόδιση ανεφοδιασμού του Μεσολογγίου με τρόφιμα και πολεμοφόδια,  η μη αποστολή ανδρών από τις περιοχές αυτές και η κάμψη του ηθικού των κατοίκων με φόνους, λεηλασίες και αρπαγές.

Προτού επιχειρήσει ο Ιμπραήμ το σχέδιο της κυριαρχίας του στην Ηλεία, απέστειλε στις αρχές του Οκτωβρίου του 1825 ανιχνευτικές δυνάμεις  με σκοπό να κατοπτεύσουν την περιοχή και να χαράξουν δρομολόγια. Κατά την ίδια εποχή το εχθρικό ιππικό με αρχηγό τον Σουλεϊμάν Μπέη (Seve), κινήθηκε γρήγορα λεηλατώντας και καίγοντας τα χωριά που συναντούσε στο δρόμο του. Οι κύριες δυνάμεις του με συντονισμένες κινήσεις έφτασαν στη Ζαχάρω. Από επιστολή του Δήμου Κανελλόπουλου στον Δ. Πλαπούτα  (Δημόσια βιβλιοθήκη Ανδρίτσαινας), πληροφορούμαστε ότι ο εχθρός έκαψε τα χωριά γύρω από τη Ζαχάρω, Ζούρτσα και έφτασε μέχρι την Αγουλινίτσα και τον Πύργο

Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης, πίεζε με διαταγή του στις 12 Οκτωβρίου 1825 τους οπλαρχηγούς και τους κατοίκους των επαρχιών Αρκαδιάς, Φαναρίου και Πύργου να οχυρώσουν τη θέση Κλειδί. Με άλλη επιστολή του την ίδια ημερομηνία (ΓΑΚ, Κ69Α) αναθέτει την αρχηγία των δυνάμεων του Κλειδιού στον Πλαπούτα, δίνοντάς του αυστηρές εντολές. :

«Διατάττεσαι χωρίς τῆς παραμικρᾶς ἀναβολῆς νὰ παραλάβῃς τριακοσίους στρατιώτας τῆς ἀναλογίας Λιοδώρας, τετρακοσίους ἐκ τῆς ἐπαρχίας Φαναρίου, χιλίους ἐκ τῆς Ἀρκαδίας καὶ τριακοσίους ἐκ τοῦ Πύργου, πρὸς τοὺς ὁποίους γράφω καὶ ἐγὼ διὰ τῆς ἐσωκλείστου καὶ νὰ ἀπέλθετε νὰ καταλάβητε τὴν θέσιν τοῦ Κλειδιοῦ, καὶ ὁποίαν ἄλλην ἐγκριθῇ ἀναγκαία, διὰ νὰ ἐμποδίσετε κάθε ἐνδεχόμενον κίνημα τοῦ ἐχθροῦ δι’ ἐκεῖνον τὸ μέρος…».

Οι λόγοι της μη οχύρωσης, της μοναδικής για άμυνα θέσης του Κλειδιού, ήταν πολλοί. Ο Πλαπούτας  από τη μια υποστήριζε ότι δεν προλάβαινε να συγκεντρώσει έγκαιρα και να οργανώσει αρκετές και αξιόμαχες δυνάμεις. Πέρα όμως από τις δικαιολογίες των οπλαρχηγών σοβαρότατο πρόβλημα αποτελούσε η έλλειψη τροφίμων και πολεμοφοδίων.  Η ενοικίαση του μουκατά (φόρων) της περιοχής είχε πουληθεί σε ντόπιους κυρίως οπλαρχηγούς, οι οποίοι δεν κατέβαλαν στο ταμείο τα εθνικά δικαιώματα. Τα χρήματα του εθνικού δανείου είχαν κατασπαταληθεί από την κυβέρνηση Κουντουριώτη μέσα στις γνωστές εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις. Η κυριότερη όμως αιτία της μη οχύρωσης του Κλειδιού ήταν βεβαίως ψυχολογικοί λόγοι, ο πανικός δηλαδή που επικράτησε στο άκουσμα της θυελλώδους επέλασης ενός μεγάλου και ανίκητου στρατού στον Μοριά, που συνέτριβε με ταχύτητα τις ελληνικές δυνάμεις.

Μετά την αποτυχία των οπλαρχηγών να επανδρώσουν το φυσικό οχυρό, ο κίνδυνος για την επαρχία Φαναρίου ήταν μεγάλος και αυτόν τονίζουν οι Αγουλινιτσαίοι με επιστολή τους στον Κολοκοτρώνη στις 4 Νοεμβρίου του 1825 (Κολοκοτρώνης, έγγραφα). Σε ένα κείμενο γεμάτο αγωνία αλλά και αγωνιστικό φρόνημα ζητούν την άμεση αποστολή τροφίμων και πολεμοφοδίων προκειμένου να προστατεύσουν τον άμαχο πληθυσμό της επαρχίας που είχε διαφύγει στα μπογάζια της λίμνης και να θυσιαστούν για την πατρίδα «…νά φονευθῶμεν ἐντίμως μαχόμενοι ἀνδρείως καί φονεύοντες βαρβάρους Ἄραβας…»

Ἐκλαμπρότατε Ἀρχηγὲ Κολοκοτρώνη.

Ἀναφερόμενοι ταπεινῶς πρὸς τὸ ἔκλαμπρον ὑποκείμενόν Σας δηλοῦμεν, ότι… ὄρη λοιπὸν δύσβατα μὴ ἔχοντες καὶ στοχασθέντες τήν τε δυστυχίαν καὶ ὄνειδος τῆς ἀλλοδαπῆς γῆς, προεκρίναμεν τὸν ὑπὲρ πατρίδος ἔνδοξον θάνατον, ὅθεν ἐμβάσαντες τὰς ἀδυνάτους φαμηλίας μας εἰς τὰ εἰς τὸ Κλειδὶ πλησιάζοντα νησίδια τῆς Λίμνης, ἡμεῖς εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ χρησιμεύσωμεν εἰς τὴν τοῦ Κλειδίου ὀχύρωσιν, καὶ δεύτερον ἀνάγκης ἐπελθούσης νὰ πολιορκηθῶμεν εἰς τὰ ἐπικίνδυνα ἐκεῖνα νησίδια (τὸ ὁποῖον μᾶς ἐπαπειλεῖται ἀφεύκτως), νὰ φονευθῶμεν ἐντίμως μαχόμενοι ἀνδρείως καὶ φονεύοντες βαρβάρους Ἄραβας… θερμοπαρακαλοῦντες στέλλομεν πρὸς τὴν ἐκλαμπρότητά σας, ἵνα μᾶς στείλετε πέντε φορτώματα τοὐλάχιστον πολεμοφόδια, διὰ νὰ τὰ μεταχειρισθῶμεν εἴς τε τὸν τοῦ Κλειδίου πόλεμον, καὶ εἰς τὴν ἐν τοῖς νησιδίοις ἑπομένην πολιορκίαν, δὲν ἐλπίζομεν βέβαια νὰ παραβλέψῃ ἡ ἐκλαμπρότης σας τὸ ἀναγκαιότατον καὶ εὔλογον ζητησάμενον, στοχασθῆτε, ὅτι ἂν αὐτὰ λείψουν, βέβαια ἀποθνήσωμεν, χωρὶς ὅμως νὰ ἐκδικηθῶμεν τοὺς βαρβαρωτάτους Ἄραβας….».

Πάνω  στα νησάκια της λίμνης βρίσκονταν τα γυναικόπαιδα και οι αδύνατοι κάτοικοι της Αγουλινίτσας και άλλων παραλίμνιων και ορεινών χωριών της επαρχίας Φαναρίου. Τον άμαχο αυτόν πληθυσμό που αναγκάστηκε να μεταφερθεί εκεί σε μια απογνωσμένη κίνηση σωτηρίας του, υπεράσπιζαν οι οπλοφόροι του Πύργου, της Αγουλινίτσας και των γύρω χωριών οι οποίοι, σύμφωνα με επιστολή του Αλέξη Μοσχούλα, ανέρχονταν σε 250 ντουφέκια. Οι αγωνιστές της λίμνης, άριστοι γνώστες της λιμναίου πεδίου και των βάλτων της, οργάνωσαν πολύ καλά την άμυνά τους. Μοιράζοντας τις δυνάμεις τους σε 100 μονόξυλα με σκοπό να ελίσσονται και να συντονίζονται καλύτερα ετοιμάστηκαν να προστατεύσουν τον  άμαχο πληθυσμό των νησίδων. Παρά τις ελλείψεις σε μέσα και πολεμοφόδια και την απουσία του Αλέξη Μοσχούλα που βρισκόταν στη Ζάκυνθο, την άμυνα των Αγουλινιτσαίων στα μπογάζια συντόνισε με επιτυχία ο στενός συγγενής του Νικόλαος, αρχηγός των όπλων της Αγουλινίτσας, από τη στιγμή που προήχθη σε χιλίαρχο στις 14 Ιανουαρίου 1825.

Η περιγραφή της μάχης παρουσιάζεται εδώ μέσα από τις πλέον αξιόπιστες μαρτυρίες, σύγχρονες των γεγονότων. Τόσο ο Δήμος Κανελλόπουλος σε δύο επιστολές που έστειλε στον στρατηγό Δ. Πλαπούτα από την Ανδρίτσαινα, στις 11 και 12 Νοεμβρίου 1825 (ΓΑΚ, Κ69Α,Β)  όσο και ο Αλέξης Μοσχούλας σε επιστολή του προς τον Κ. Δραγώνα (Επιτροπή της Ζακύνθου) στις 24 Νοεμβρίου 1825  (Ιστορικόν Αρχείον Διον. Ρώμα), λίγες μέρες μετά την επιστροφή του στην Αγουλινίτσα  από τη Ζάκυνθο, μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τη μάχη. Αποκαλυπτική για τα γεγονότα είναι και η περιγραφή της Γενικής Εφημερίδος Ελλάδος  (Σάββατο 21 Νοεμβρίου 1825). Από τη μελέτη των παραπάνω αρχείων μπορούμε να προσεγγίσουμε ασφαλέστερα τα γεγονότα αυτής της δραματικής μάχης, η οποία εξελίχθηκε σε μια φονικότατη πεζοναυμαχία:

Ο Ιμπραήμ την Κυριακή της 8ης Νοεμβρίου 1825 διερχόμενος από το Κλειδί ατουφέκιστος, με 8.000 άνδρες «τούς πλέον διαλεκτούς τακτικούς ἀτάκτους Ἀλβανούς καί καβαλαρέους» επιτέθηκε στα μπογάζια με σκοπό τη σύλληψη αιχμαλώτων, την επίδειξη της ισχύος του και την κατατρομοκράτηση του πληθυμού. Σύμφωνα με την επιστολή του Μοσχούλα, διαίρεσε το στράτευμά του σε πέντε τμήματα με τα οποία επιτέθηκε από πέντε διαφορετικά σημεία. Επειδή όμως υπήρχε βούρκος στη λίμνη και δεν ήταν εφοδιασμένος με ειδικά μονόξυλα «ἔκαμεν αὐτός ὁ ἴδιος τήν ἀρχήν καί οὕτως ὥρμησαν μετ’ αὐτοῦ 80 ἱππεῖς». Αποτέλεσμα της απειρίας των Αράβων στη λίμνη ήταν να κολλήσουν τα άλογά τους και μετά βίας να κατορθώσουν να σωθούν οι ίδιοι και ο αρχηγός τους, εγκαταλείποντας τα ζώα τους στον βούρκο. Ο Ιμπραήμ πεισμωμένος συνεχίζει με τους στρατιώτες του «γυμνούς και πελαγωμένους», αλλά οι δικοί μας εκμεταλλευόμενοι την ευάλωτη θέση των εχθρών, έμπειροι χειριστές των μονόξυλων, «ἄδειασαν καί εἰς τά πέντε μέρη 250 ντουφέκια ὅπου ἦταν καί ἕως τάς 9 τῆς ἑσπέρας δέν ἠμπόρεσε νά κατορθώση τίποτε στεκόμενοι γενναῖοι καί ἀνδρεῖοι οἱ εἰδικοί μας καί δέν ἔκαμαν οὐκ ὀλίγην φθοράν εἰς τούς ἐχθρούς». Οι επιθέσεις των Αιγυπτίων συνεχίζονταν κατά κύματα, είτε από τους πεζούς, είτε από τους ιππείς που ρίχνονταν στη λίμνη. Εκείνοι που βρίσκονταν στα κοντινά με τη στεριά νησιά είδαν τους Αιγύπτιους να πλησιάζουν. Ο Δήμος Κανελλόπουλος αναφέρει ότι  «σκλάβοι Ἀγουλινιτζαῖοι»  έδειξαν τα περάσματα της λίμνης στους Αιγύπτιους, οι οποίοι εισχώρησαν από το αυλάκι του Καϊάφα και βρέθηκαν πίσω από τις ελληνικές θέσεις. «Βλέποντες οἱ Ἀγουλινιτζαῖοι καί ἄλλοι Φαναρίται τόν κίνδυνον ἐμβῆκαν εἰς τά μονόξυλα φωνάζοντες καί εἰς τά μέσα νησία, ἔφθασαν καί τά ἄλλα μονόξυλα». Κι αφού πήραν εκείνους που κινδύνευαν και τους μετέφεραν, άλλους στα μέσα νησιά και άλλους στο κανάλι του Καϊάφα και σώθηκαν, επιτέθηκαν στη συνέχεια κατά των Αυγυπτίων που βρίσκονταν πελαγωμένοι. Την τραγικότερη στιγμή της μάχης περιγράφει ο Μοσχούλας: «ἔχοντας τήν προσοχή τους εἰς τάς θέσεις ὅπου ἐβαστούσαν οἱ  ἰδικοί μας οἱ ἐχθροί ένα σῶμα παρ’ ἐλπίδα τους ἐμβῆκεν ἀπό ἕν μέρος ἀνέλπιστον, ώστε ἐπῆραν τῶν ἰδικῶν μας τά ὀπίσθια τούς ἐπροχώρησαν εἰς ἄλλα τρία νησίδια τά δέ δύο τά ἐπήραν…». Με την κατάληψη των νησίδων από τους Αιγύπτιους «έγινε το θέατρο του πολέμου». Στιγμές πανικού και φρίκης ακολούθησαν. Οι Άραβες ρίχνονταν με μανία στους αμάχους οι οποίοι φωνάζοντας η αμυνόμενοι πνίγονταν στη λίμνη για να γλιτώσουν την αιχμαλωσία και την ατίμωση, ενώ ταυτόχρονα οι εχθροί έπιαναν αιχμαλώτους, άρπαζαν τα πράγματα τους και έκαιγαν τις καλύβες τους. Αλλά και οι απώλειες του εχθρού σε αυτή τη φάση της μάχης δεν ήσαν λίγες, διότι «…συσσωματωθέντες οἱ ἰδικοί μας πλέον ἐκεῖ, ἔγινε τό θέατρον τοῦ πολέμου, μέ μίαν μεγαλωτάτην φθοράν ἔγινε τῶν ἐχθρών χωρίς νἀ κατορθώσουν τίποτε καἰ οὕτως ἔφυγον…». Το μόνο που κατάφερε ο Ιμπραήμ ήταν να καταλάβει τα τρία κοντά στη στεριά νησάκια κάτι όμως που του στοίχισε πολλές ζωές των στρατιωτών του.

Ο πόλεμος κράτησε από το πρωί ως το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου και όταν σκοτείνασε  «ἀνεχώρησε κατησχυμένος ὁ ἐχθρός, ἐξῆλθαν οἱ  Ἕλληνες καί εὗρον πολλά μνήματα ἐκτός λίμνης καθ’ ὁδόν πρός τόν Ἀλφειόν ποταμόν ». Κατά τον Κανελλόπουλο ο εχθρός τη Δευτέρα  «…ἀπέρασεν εἰς Πύργον, ἔκαψε Ἀλητζελεπῆ, Ἀνεμοχώρι, Λαδικοῦ, Βόλα, Βρύνα, Ρύσσοβο, Μακρύσια, Κρέστενα. Ἀπό ἕνα μέρος εἰς αὐτά καί μέρος Ἀγουλινίτζας ἔκαψε την Τρίτη, ἔκαψε καί τόν Πύργο καί ἀπέρασε κατά τήν Γαστούνη…», με σκοπό να συναντηθεί εκεί με την άλλη πτερυγά του που βάδιζε από Πάτρα, σύμφωνα με το αρχικό του σχέδιο. Οι απώλειες των Ελλήνων στη μάχη αφορούσαν κυρίως στα γυναικόπαιδα και τους αδύνατους, περισσότεροι εκ των οποίων πνίγηκαν, ενώ μερικοί συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.

Όπως προκύπτει από επιστολή των Κατωμερισίων (Αγουλινιτσαίων και λοιπών) στον Κανελλόπουλο στις 11 Νοεμβρίου 1825 (ΓΑΚ, Εκτελεστικόν), σκοτωμένοι, πνιγμένοι και αιχμάλωτοι ήσαν από Λαδικού 25 ψυχές, Ανεμοχωρίτες και Μακρισαίοι 20, Ρισοβιώτες και Κρεστεναίοι 10, Αλητσελεπιώτες 7, Αγουλινιτσαίοι 50, Αρκαδινοί και Φιλιατρινοί 30, σύνολο 142 άτομα. Οι απώλειες των εχθρών ήταν 150 άτομα και 80 άλογα που κόλλησαν στο βούρκο και τα οποία άλλα σκότωσαν οι Αιγύπτιοι και άλλα οι Έλληνες. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν και οι πληροφορίες της επιστολής αυτής, σύμφωνα με τις οποίες ο ίδιος ο Ιμπραήμ έπεσε με το άλογό του στη λίμνη και πως αν δεν υπήρχαν προδότες να οδηγήσουν τους Αιγύπτιους από το αυλάκι του Καϊάφα, ο εχθρός δε θα κατόρθωνε απολύτως τίποτα. Για τις απώλειες των Αράβων, ο Μοσχούλας αναφέρει ότι είδε ο ίδιος 170 πτώματα του εχθρού να περιφέρονται στη  «λίμνα», εκτός εκείνων που πήραν και έθαψαν έξω και τους λαβωμένους. Η μάχη στα μπογάζια της λίμνης θεωρείται αποτυχία του Ιμπραήμ, κάτι που τον στενοχώρησε και δεν το ξέχασε. Για  τον λόγο αυτό θα προσπαθήσει και πάλι την επόμενη χρονιά, μετά την άλωση του Μεσολογγίου, να τα καταλάβει.

Η λίμνη με τα μπογάζια και τους βάλτους της, τους καλαμιώνες και τα ποτόκια της, αποτέλεσε το σωτήριο καταφύγιο εκατοντάδων κατοίκων της πεδινής και ορεινής Ολυμπίας. Το υγρό στοιχείο, η οργιώδης βλάστηση και το δάσος της στροφυλιάς σε συνδυασμό με τα «ξύλινα τείχη» (μονόξυλα) των Αγουλινιτσαίων, αποτέλεσαν το τέλειο φυσικό οχυρό, το τελευταίο προπύργιο ελευθερίας της παραλίμνιας περιφέρειας. Το λιμναίο πεδίο πρόσφερε διπλή προστασία: ως τοπίο αντίξοων δραστηριοτήτων για τον επιδρομέα που αγνοεί λεπτομέρειες από τα γεωγραφικά και φυσικά της πλεονεκτήματα σε ώρα μάχης και ταυτόχρονα ως λιμναίο άσυλο εξεύρεσης διατροφικών μέσων συντήρησης, όταν η χερσαία γύρω περιοχή πλήττεται λεηλατούμενη. Η λίμνη αποδείχτηκε η τέλεια παγίδα στην οποία οι ντόπιοι πολεμιστές παρέσυραν τους εμπειροπόλεμους Αιγύπτιους, αναγκάζοντάς τους να πολεμούν με τους δικούς τους όρους, στα δικά τους κυνηγετικά στέκια, σε πεδία που τόσο καλά γνώριζαν να κινούνται, να κρύβονται και να επιβιώνουν, εκμηδενίζοντας έτσι τη στρατιωτική υπεροχή του αντιπάλου.

Ήταν εκεί που το επιθετικό μένος και η αλαζονεία του Ιμπραήμ, μετατράπηκαν σε εκνευρισμό και σύγχυση, όταν ο ίδιος βάλτωνε με το άλογό του στο βούρκο κι έφτανε να κινδυνεύει από τους λιγοστούς αλλά γενναίους Αγουλινιτσαίους και λοιπούς ντόπιους πολεμιστές. Η μάχη των μπογαζιών επιβεβαιώνει με σιωπηλό τρόπο την ενθαρρυντική προς τους αδύνατους και δίκαια αμυνόμενους Αισχύλεια ρήση: «αὐτή γάρ ἡ γῆ ξύμμαχος κείνοις πέλει» (διότι η ίδια η γη είναι σύμμαχος σε αυτούς, Πέρσαι,792).

Όλη η επικαιρότητα