Κινηματογράφος

Κάποτε… στο Χόλιγουντ: Μια ρομαντική φαντασίωση χτισμένη γύρω από τη δύναμη των εικόνων

Ακούστε το άρθρο

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2019

    • ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ/Μ. Βρετανία/Κίνα
    • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:Κουέντιν Ταραντίνο
    • ΣΕΝΑΡΙΟ:Κουέντιν Ταραντίνο
    • ΗΘΟΠΟΙΟΙ:Λεονάρντο ντι Κάπριο, Μπραντ Πιτ, Μάργκο Ρόμπι
    • ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον
    • ΔΙΑΡΚΕΙΑ:161′
    • ΔΙΑΝΟΜΗ:Feelgood Entertainment

<ARTICLE TITLE/> 8.2/10


Με την 9η ταινία του, ο Κουέντιν Ταραντίνο αναβιώνει θριαμβευτικά την αναλογική εποχή του σινεμά, απαριθμεί ουκ ολίγες από τις προσφιλείς ποπ εμμονές του, επικαλείται ανατρεπτικά ένα από τα πιο σκοτεινά καλοκαίρια στα πρόσφατα αμερικανικά χρονικά και ξαναγράφει με αυθάδεια την Ιστορία. 

via cinemag 

Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του ο Κουέντιν Ταραντίνο ταλαντευόταν ανάμεσα στον κινηματογραφόφιλο ταραξία, που αρέσκεται να αποθεώνει και να παραχαράσσει λατρευτικά το σινεμά με το οποίο γαλουχήθηκε, και στον σοβαρό σκηνοθέτη ο οποίος ενδιαφέρεται να αφήσει πίσω του ένα καλλιτεχνικό στίγμα. Για κάθε «Reservoir Dogs» και «Jackie Brown» υπήρχε πάντοτε και ένας b movie φόρος τιμής όπως το «Death Proof» ή μια άνιση επιμειξία ειδών όπως ήταν ο συνδυασμός γουέστερν και ντετέκτιβ μυστηρίου στους «Μισητούς 8». Ανάμεσα σε αυτά υπάρχει φυσικά και το «Άδωξοι Μπάσταρδη», μια αναθεωρητική απάντηση στην Ιστορία μέσα από τη νίκη της φιλμικής ψευδαίσθησης έναντι της πραγματικότητας και την ικανότητα του σινεμά να αλλάζει κατά βούληση και να διαστρεβλώνει με ευπρόσδεκτη αυθάδεια την αλήθεια.

Στην καινούργια του δημιουργία, την 9η της φιλμογραφίας του, ο Ταραντίνο επιστρέφει στη ρεβιζιονιστική φιλοσοφία εκείνης της ταινίας, ταξιδεύοντας αυτή τη φορά στο Λος Άντζελες του 1969 και σε μια πόλη που ζει κάτω από τη λάμψη των χολιγουντιανών φώτων, λίγο πριν ο Τσαρλς Μάνσον και οι οπαδοί του εξαπολύσουν τη σαδιστική τους βία και πνίξουν στο αίμα οποιονδήποτε εφησυχασμό εκείνης της δεκαετίας.

Στην καρδιά της μεγαλούπολης, και μιας κινηματογραφικής βιομηχανίας που δεν έχει ακόμη αποχαιρετήσει τον παραδοσιακό κόσμο της, συναντάμε έναν ηθοποιό β’ διαλογής (Λεονάρντο Ντι Κάπριο) και τον πιστό κασκαντέρ και φίλο του (ένας απίθανος Μπραντ Πιτ).  Ο ηθοποιός βλέπει την καριέρα του να παίρνει την κατιούσα όσο οι αλκοολικοί εθισμοί του αποκτούν προβάδισμα. Ο φίλος του παραμένει δίπλα του για να τον βοηθά στις λιγότερο νηφάλιες στιγμές του, να χρησιμεύει ως οδηγός του και ως παρέα του. Ο ηθοποιός είναι γείτονας της οικίας που ο Ρόμαν Πολάνσκι μοιράζεται με την σύζυγό του, Σάρον Τέιτ. Ο κασκαντέρ μένει σε ένα τροχόσπιτο έξω από την πόλη. Η ταινία παρακολουθεί μια αλληλουχία γεγονότων που συνδέουν την ιστορία του ηθοποιού και του συνεργάτη του με εκείνη της εκθαμβωτικά όμορφης γειτόνισσάς του, ξεκινώντας από τον Φλεβάρη του 1969 και καταλήγοντας σε μια καυτή νύχτα εκείνου του Αυγούστου, καθοριστική για τη ζωή και των τριών αυτών χαρακτήρων.

Με τη βοήθεια της πανέμορφης φωτογραφίας από τον Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον, μόνιμο συνεργάτη του από το «Kill Bill» και μετά,  αλλά και ενός εντυπωσιακού σχεδιασμού παραγωγής, ο Ταραντίνο αναπαριστά με φετιχιστική προσοχή και αγάπη την εποχή και το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται η ταινία του. Όλοι οι πολύβουοι δρόμοι, οι φωτεινές ταμπέλες των καταστημάτων τη νύχτα, τα υπαίθρια drive ins, οι λαμπερές προσόψεις των κινηματογράφων, οι πολυτελείς επαύλεις στους λόφους που δεσπόζουν πάνω από την ξέφρενη Πόλη των Αγγέλων, ακόμη και οι τηλεοπτικές εκπομπές που βλέπουμε φευγαλέα να παίζουν στην τηλεόραση ή τα σποτάκια και οι μουσικές που ακούγονται από το ραδιόφωνο, αναβιώνουν με ακρίβεια και σχετικό δέος από μέρους του σκηνοθέτη, ίσως επειδή αποτελούν αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων. Με τον τρόπο αυτό ολόκληρο το φιλμ δίνει την ευκαιρία στους νοσταλγούς να ξαναζήσουν για δυόμισι ώρες στη μυθική πρωτεύουσα του θεάματος, με τέτοια αυθεντικότητα, μάλιστα, ώστε σε σημεία το «Κάποτε στο…Χόλιγουντ» μοιάζει να ξεπήδησε από τις μέρες εκείνες.

Πιστός στην κινηματογραφόφιλο μικρόβιό του, από την άλλη, ο σκηνοθέτης αναπαριστά στη διάρκεια της ταινίας του σκηνές και γυρίσματα άλλων φιλμ και σίριαλ της μικρής οθόνης που παραπέμπουν σε υπαρκτά παραδείγματα της εποχής. Όλα αυτά βοηθούν τον Ταραντίνο να επανέλθει στη δικό του, εξιδανικευμένο και εναλλακτικό σύμπαν όπου ήρωες και καταστάσεις ξεπηδούν από το σενάριο και μπλέκουν με την πραγματικότητα, σε σημείο όπου τα όρια ανάμεσα στο αληθινό και το ψεύτικο γίνονται δυσδιάκριτα.

Κάπως έτσι το φιλμ φτάνει στο τελευταίο του μέρος και φέρνοντας στο μυαλό το «Άδωξοι Μπάσταρδη» χρησιμοποιεί το σινεμά ως ένα αιρετικό εργαλείο προκειμένου να ξαναγραφτεί η Ιστορία και να διορθωθούν οι αδικίες της. Με μια αποστομωτική σε θράσος κατακλείδα ο σκηνοθέτης εξαπολύει την εκδίκησή του σε ένα από τα πιο αποτρόπαια περιστατικά αληθινού σοκ και τρόμου που έζησε το Λος Άντζελες και η αμερικανική πραγματικότητα του ’60, τιμωρώντας τους ενόχους μέσα σε ένα ντελίριο κανιβαλιστικής βίας και χιούμορ, λίγο πλησιέστερα στον χαβαλέ όμως απ’ όσο θα εύχονταν κάποιοι.

Επειδή όμως οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει τους θεατές οι οποίοι θα σπεύσουν να δουν το φιλμ, καλό είναι να μπει εδώ μια τελεία. Η αλήθεια είναι, παρ’ όλα αυτά, ότι ο Ταραντίνο παραμένει τόσο απορροφημένος στο όραμά του ώστε δεν αντιλαμβάνεται ότι κινηματογραφεί επί της ουσίας μια ιστορία την οποία όχι μόνο έχει διηγηθεί ξανά, αλλά κι εδώ ξεχειλώνει πέρα από τις αφηγηματικές της δυνατότητες. Αυτάρεσκος και αμετροεπής, ιδίως μετά τον χαμό της εξαιρετικής μοντέρ των καλύτερων ταινιών του, δυσκολεύεται να αποχωριστεί ή να ψαλιδίσει σκηνές οι οποίες είτε δεν έχουν ιδιαίτερο λόγο ύπαρξης είτε μακρηγορούν. Κι αυτό χρεώνεται εδώ ως η μεγαλύτερη αδυναμία του.

Από την άλλη είναι τέτοια η δεξιοτεχνία και ο έλεγχός του σε κάθε πλάνο, ώστε ακόμη και σημεία που τρενάρουν ή που δεν υποστηρίζονται από ιδιαίτερο δραματουργικό βάρος, περιέργως κατορθώνουν και λειτουργούν. Το «Κάποτε στο…Χόλιγουντ» αποτελεί, έπειτα, μια περήφανα στρατευμένη κατάθεση λατρείας στο αναλογικό σινεμά: μια ρομαντική φαντασίωση χτισμένη γύρω από τη δύναμη των εικόνων και την παντοδυναμία της μεγάλης οθόνης σε εποχές όπου κάτι τέτοιο αμφισβητείται. Ταυτόχρονα και ένας εξορκισμός κόντρα στις σκληρές αλήθειες του κόσμου έξω από την κινηματογραφική αίθουσα. Μπορεί όλα τα παραπάνω να είναι δοσμένα με ελάχιστη διακριτικότητα και ακόμη λιγότερη σκοτούρα για τις ευαισθησίες κάποιων θεατών, δεν παύουν ωστόσο να πηγάζουν από ένα μέρος ιδιαίτερα προσωπικό και απρόσμενα τρυφερό.

via

Όλη η επικαιρότητα