Περιβάλλον

Κριτική αξιολόγηση των «Προδιαγραφών Σύνταξης των Μελετών Διαχείρισης Πάρκων και Αλσών»

Ακούστε το άρθρο

Του Δρ. Σ. Γκατζογιάννη

Προβληματική η διάκριση των εννοιών «Πάρκου» και «Αλσους»: Στο άρθρο 2 της ΥΑ δίνονται οι ορισμοί του «Πάρκου» και του «Άλσους» ως ακολούθως:

α) Πάρκα είναι οι εντός των σχεδίων των πόλεων και οικιστικών περιοχών κοινόχρηστοι χώροι που έχουν αποτυπωθεί κατά τον πολεοδομικό σχεδιασμό ως πάρκα, καθώς και εκείνοι που φέρουν φυσική ή τεχνητή βλάστηση ή προορίζονται για την εγκατάσταση βλάστησης, και έχουν υποστεί ή θα υποστούν κηποτεχνικές διαμορφώσεις.

β) Άλση είναι οι εντός των σχεδίων των πόλεων και οικιστικών περιοχών κοινόχρηστοι χώροι που έχουν αποτυπωθεί κατά τον πολεοδομικό σχεδιασμό ως άλση, καθώς και εκείνοι που φέρουν φυσική ή τεχνητή βλάστηση ή προορίζονται για την εγκατάσταση δασικής βλάστησης με ελεύθερη διάταξη, χωρίς κηποτεχνικές διαμορφώσεις στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης προσομοίωσης δασικού περιβάλλοντος (π.χ. συστάδας) στις ανωτέρω περιοχές.

Διατυπώνεται επίσης στο άρθρο 3 ότι τόσο τα πάρκα όσο και τα άλση: «πρέπει να καλύπτουν μία ποικιλία δραστηριοτήτων ανάλογα με την έκταση τους, αλλά ταυτόχρονα η διαμόρφωση τους πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να προστατεύεται και να αναδεικνύεται ο φυσικός χαρακτήρας τους

Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τη μεταξύ τους διάκριση είναι α) το είδος της βλάστησης και β) η εκτέλεση ή μη κηποτεχνικών διαμορφώσεων. Όμως και τα δυο κριτήρια είναι προβληματικά για τους εξής λόγους.

Στα πάρκα αποφεύγεται επιμελώς κάθε αναφορά σε δασική βλάστηση, χωρίς όμως να αποσαφηνίζεται το είδος της βλάστησης που πρέπει να εγκατασταθεί σε αυτά. Θα αποτελείται δηλ. μόνο από πικροδάφνες, γκαζόν και ενδεχομένως καλλωπιστικά και καρποφόρα δένδρα; και τότε προς τι οι αναφορές στη συνέχεια στο φυσικό χαρακτήρα της βλάστησης και στο ότι στις φυτεύσεις και στον εμπλουτισμό της βλάστησης θα πρέπει στα πάρκα να κυριαρχούν αυτόχθονα είδη ή είδη του μεσογειακού κλίματος;

Η αδυναμία αυτή δείχνει ότι στην έννοια και στους σκοπούς ίδρυσης ενός πάρκου υπάρχει πλήρης ασάφεια και αφήνει περιθώρια για ληφθούν αποφάσεις εκτός δασικής νομοθεσίας, ίσως μάλιστα και για συντεχνιακούς λόγους, αφού σε άλλο σημείο της εν λόγω ΥΑ δίνεται η δυνατότητα όχι μόνο σε δασολόγους αλλά και σε γεωπόνους να συντάξουν το σχέδιο διαχείρισης τόσο των πάρκων όσο και των αλσών[2].

Το δεύτερο κριτήριο, δηλαδή οι «κηποτεχνικές διαμορφώσεις» είναι μάλλον προσχηματικό αφού οι 17 από τις 22 κατηγορίες «κηποτεχνικών διαμορφώσεων» που προβλέπονται για τα πάρκα προτείνονται και για τα άλση, μόνο που για τα πάρκα έχουν τον υπέρτιτλο «κηποτεχνικά και τεχνικά έργα»[3] ενώ για τα άλση αναφέρονται απλώς ως «έργα». Αρκετά δε έργα που στα πάρκα επιτρέπονται, όπως πχ. η διάστρωση «κηπαίου χώματος» για τη βελτίωση του εδάφους και οι σπορές για την αποκατάσταση βλάστησης, για ποιο λόγο δεν επιτρέπονται και στα άλση, σε περιορισμένη κλίμακα και κάτω βέβαια από ορισμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς;

Αν στα πάρκα δεν πρέπει να κυριαρχεί το δασικό περιβάλλον, όπως ίσως είναι στις προθέσεις του συντάκτη των εν λόγω προδιαγραφών, τότε οι οδηγίες που δίνονται στο άρθρο 4 για το «ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ» δεν μπορούν να είναι κοινές για πάρκα και άλση, γιατί τα τελευταία αναφέρονται καθαρά σε δάση και δασικά οικοσυστήματα, η διαχείριση των οποίων διέπεται από συγκεκριμένες αρχές και συγκεκριμένους κανόνες, που ενδεχομένως να μην έχουν νόημα σε μη δασικά οικοσυστήματα.

Αν οι συντάκτες της ΥΑ προσπάθησαν να συμβιβάσουν τις δυο περιπτώσεις δημιουργώντας ένα κοινό πλαίσιο διαχείρισης, τότε αδίκησαν και τις δυο περιπτώσεις.

Για μεν τα πάρκα, ένας μελετητής δεν έχει απολύτως καμιά οδηγία για τη φυσιογνωμία του προς ίδρυση συστήματος, όπως πχ για την αναλογία των μορφών κάλυψης γης (δάση/ δενδρώδεις σχηματισμοί, θάμνοι, ποώδεις εκτάσεις, εκτάσεις κήπων, εκτάσεις υποδομών κλπ), ενώ ο περιορισμός που δίνεται για το «ποσοστό πρασίνου», ότι αυτό πρέπει να υπερβαίνει σε κάθε περίπτωση το 80% της συνολικής έκτασης δεν αποτελεί οδηγία ουσίας αφού δεν ορίζεται το περιεχόμενο της έννοιας του πρασίνου και μπορεί το 80 % της έκτασης ενός πάρκου να διερμηνευτεί ότι μπορεί να καλυφθεί πχ. από φρύγανα και γκαζόν.

Για τα άλση, για τα οποία ο συντάκτης της ΥΑ αποδέχεται ότι πρόκειται για δασικά οικοσυστήματα, αφού διατυπώνει ότι «προορίζονται για την εγκατάσταση δασικής βλάστησης με ελεύθερη διάταξη, χωρίς κηποτεχνικές διαμορφώσεις στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης προσομοίωσης δασικού περιβάλλοντος (π.χ. συστάδας)«, είναι προφανές ότι οι προδιαγραφές πρέπει να αντανακλούν και να ρυθμίζουν τη διαχείρισή τους σύμφωνα με τους κανόνες της δασοκομίας και της δασικής διαχειριστικής όπως διδάσκει η δασολογική επιστήμη.

Οι συντάκτες όμως στην προσπάθειά στους να κατασκευάσουν ένα κοινό πλαίσιο με αυτό των πάρκων παρέλειψαν βασικές κατευθυντήριες γραμμές που πρέπει να έχει ο δασολόγος κατά την εκπόνηση διαχειριστικής μελέτης ενός άλσους, όπως:

  1. Στα προτεινόμενα έργα λείπει επιδεικτικά η κατηγορία έργων που αφορά στη διαχείριση του δάσους και ειδικότερα στην καλλιέργεια των δασοσυστάδων, όπως είναι η φυσική αναγέννηση/ ανανέωση των συστάδων, οι αραιώσεις, οι κλαδεύσεις, η διαμόρφωση δομής των δασοσυστάδων και λοιπά μέτρα που διδάσκει η δασοκομία και τα οποία είναι απαραίτητα τόσο για τη διατήρηση της υγείας, της φυσικής κατάστασης των δασοσυστάδων και την επιδιωκόμενη φυσική ισορροπία ή και την «επιδιωκόμενη προσομοίωση δασικού περιβάλλοντος«, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2, όσο και για να μπορέσουν οι δασοσυστάδες να ανταποκριθούν στο ρόλο που τους επιφυλάσσει η διαχείριση ενός άλσους.
  2. Όσον αφορά στα περιεχόμενα των διαχειριστικών μελετών, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 4, η διάρθρωση των κεφαλαίων δεν ακολουθεί κανένα από τα κλασικά πρότυπα δασικών ή δασοπονικών μελετών. Στον προτεινόμενο πίνακα περιεχομένων, πέραν των λαθών από άποψη παραγράφωσης[4], απουσιάζουν ουσιώδους σημασίας κεφάλαια, όπως:
    • η έρευνα ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών που έρχεται να ικανοποιήσει το υπό διαχείριση άλσος ή πάρκο,
    • η αξιολόγηση του πάρκου ή άλσους ως φυσικού οικοσυστήματος και ως φυσικού πόρου με έμφαση στην ανάλυση των φυσικών λειτουργιών,
    • η εκτίμηση του δυναμικού προσφοράς, αλλά και του βαθμού καταλληλότητας του οικοσυστήματος για ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών και απαιτήσεων,
    • ο καθορισμός στόχων διαχείρισης με ποσοτικοποίηση και εξειδικεύσεις κατά χώρο και χρόνο και
    • η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας και των αναμενόμενων επιπτώσεων των έργων πάνω στο δασικό οικοσύστημα.

Δεν μπορούν, για παράδειγμα, να σχεδιαστούν μέτρα διαχείρισης ενός άλσους αν προηγουμένως δεν προσδιοριστούν με σαφήνεια οι λειτουργίες του δάσους που αποτελούν και το αντικείμενο ζήτησης και αν δεν προσδιοριστούν με σαφήνεια οι στόχοι διαχείρισης που έρχεται να υλοποιήσει η σχετική μελέτη[5].

Οι δασικές λειτουργίες που κατά κανόνα βρίσκονται στο στόχαστρο της διαχείρισης ενός άλσους, όπως είναι η υγιεινή και αναψυχική λειτουργία, η αισθητική του τοπίου, το δυναμικό περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, η προστασία της άγριας ζωής, η αντιρρυπαντική δράση στο χώρο της ατμόσφαιρας, η προσφορά ευκαιριών για αθλήματα και η υδρονομική προστασία, δεν αρκεί να υπονοούνται, όπως ίσως δείχνουν τα κείμενα της εν λόγω ΥΑ, αλλά να απαιτείται να διατυπώνονται κάθε φορά με σαφήνεια και να ιεραρχούνται από πλευράς σημασίας και προτεραιότητας, στα πλαίσια του σχεδιασμού. Χωρίς αυτήν την ιεράρχηση είτε δεν μπορούν να προταθούν αποτελεσματικά μέτρα, είτε τα προτεινόμενα θα είναι αμφιβόλου αποδοτικότητας, γιατί δεν θα υπάρχει ικανοποιητική ανταπόκριση μεταξύ στόχων και μέτρων, παραβιάζοντας έτσι βασικές αρχές σχεδιασμού και οικονομικότητας.

Προτείνεται λοιπόν με την παρούσα έκθεση να επανεξεταστεί στο σύνολό της η ως άνω ΥΑ και η έκδοση νέων προδιαγραφών διαφορετικών για πάρκα και διαφορετικών για άλση εφόσον η πρόθεση της Δασικής Υπηρεσίας είναι να δώσει διαφορετική φυσιογνωμία και χαρακτήρα στις δυο αυτές κατηγορίες, ξεκαθαρίζοντας όμως εκ προοιμίου τους σκοπούς που πρέπει κάθε κατηγορία να εξυπηρετήσει.

Για τα άλση που αποτελούν κατά βάση χώρους δασικής αναψυχής με διευρυμένο προφανώς ρόλο, λόγω της ένταξής τους στο αστικό πράσινο, υπάρχουν σχετικές οδηγίες που χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα οι δασικές υπηρεσίες της χώρας (Μαλαμίδης 1985, Γεωτεχνικά, Τ. 2) οι οποίες απαντούν σε όλα σχεδόν τα ερωτήματα που τέθηκαν παραπάνω και μπορούν να δώσουν σημαντικές εισροές για την αναγκαία και επιβεβλημένη αναμόρφωση των εν λόγω προδιαγραφών.

Θεσσαλονίκη, Ιαν. 2016

Δρ. Σ. Γκατζογιάννης
Τ. Τακτικός ερευνητής ΙΔΕ/ΕΘΙΑΓΕ και
ειδικός σε θέματα διαχείρισης δασών
e-mail: sgatzo@gmail.con
gatzogiannis.blogspot.com (Διαχείριση δασικών οικοσυστημάτων)

Πηγή: dasarxeio.com

Όλη η επικαιρότητα