Με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Αγρότισσας

Share

Η αγρότισσα που έβλεπε τους κόπους της και το βιός της να χάνονται μέσα σε λίγα λεπτά από την καταιγίδα!!

Η γυναίκα της υπαίθρου, η γυναίκα του χωριού αποτελεί πρότυπο διαχρονικό στο πέρασμα των χρόνων!!

Ειδικά η γυναίκα αγρότισσα μάνα είναι αυτή που με τα ροζιασμένα δάχτυλα και το ρυτιδωμένο πρόσωπο ήταν και είναι ο στυλοβάτης του νοικοκυριού!!

Η γυναίκα αγρότισσα, είναι αυτή που σήμερα δεν παίρνει την πενιχρή αγροτική σύνταξη γιατί μέσα στην οικονομική της δυσπραγία δεν μπορούσε να πληρώσει όλες τις εισφορές στον ΟΓΑ και έτσι… τόσο αναιδώς και αναξίως τιμωρείται γι’ αυτό το «αμάρτημά» της!!

Η γυναίκα αγρότισσα που αγωνίζεται κάτω από αντίξοες συνθήκες και συμβάλλει στην Οικονομία της οικογένειας δεν τυγχάνει δίκαιης αντιμετώπισης ακόμα, από τη λεγόμενη κρατική μηχανή και μέριμνα έστω και αν είναι η γυναίκα που διατήρησε και μεταλαμπάδευσε στις νεότερες γενιές ήθη, έθιμα, αξίες, ιδανικά, πολιτισμό…

Προσωπικά υποκλίνομαι στην Αγρότισσα μάνα μας, στην αγρότισσα γιαγιά μας!!

Χρόνια σας πολλά και με Αγάπη και με Σεβασμό. Σας ευχαριστούμε.!!

Η Διεθνής Ημέρα Αγρότισσας καθιερώθηκε με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 18 Δεκεμβρίου 2007 και γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 15 Οκτωβρίου για να υπενθυμίζει τη συμβολή της γυναίκας στην αγροτική παραγωγή και την αγροτική κοινωνία εν γένει, αλλά και τις προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζει.

Ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος, με τον δικό του γλαφυρό και πικρόχολο τρόπο, παρουσιάζει στο ποίημα του «Αγρότισσα» τη ζωή της γυναίκας στην ύπαιθρο:

«Σαν ένιωσε πως ήρθε η ώρα της,

κάλεσε τους δυο γιους

της κι έκανε τη διαθήκη της.

Μοίρασε δίκαια τα λιόδεντρα, τ αμπέλι,

το μποστάνι, τη γελάδα, το γαϊδούρι.

Κι ύστερα κάλεσε τις

έγκυες νύφες της, να φτιάξουν τις

λαμπάδες της ταφής της.

Απ’ το αχυρένιο στρώμα της,

το μάτι της

νοικοκυράς επέβλεπε,

διόρθωνε, αυτό ή εκείνο,

παρακολουθούσε τη δουλειά.

Τους όριζε σχήμα και μέγεθος,

έδινε την καλή της συμβουλή.

Να ξέρουν, είπε, για τα βαφτίσια.

Σαν τέλειωσε κι αυτό,

έκλεισε τα μάτια της,

μα δεν μπορούσε ακόμη να πεθάνει.

Και τότε πρόσταξε ν’ ανάψουν τις λαμπάδες.

Στο γλυκό του φέγγους

είδε τα χέρια της λιγνά, στεγνά,

πανίσχυρα, σαν των αγίων,

σαν ξερά δέντρα που ιδωσαν

πολύ καρπό.

Άγια χέρια,

πελεκημένα απ’ τη λάτρα

του σπιτιού και του αγρού.

Κείνη την ώρα, αγάπησε

τα χέρια της.

Χαμογέλασε απόμακρα κι

αποκοιμήθηκε σα να ήταν

είκοσι χρονών κοριτσάκι.

Οι δυο της νύφες

σταυρώσανε τα χέρια

τους επάνω απ’ την κοιλιά τους.

Κι απόμειναν να την

κοιτάζουν με τα νέα τους

μάτια διάπλατα κι αδάκρυτα.

Ύστερα στρώσαν το

τραπέζι,

βγήκαν στο κατώφλι, και

φωνάξανε τους αντρες

για το δείπνο.

Οι τέσσερις λαμπάδες

φώτιζαν το μεγάλο καρβέλι.

Τώρα θα ξέραν, βέβαια,

και για τα βαφτίσια.

(Γ. Ρίτσος, ποιήματα, τ.3ος, Κέδρος)».