Εκπαίδευση

ΟΟΣΑ: Χαμηλές οι επιδόσεις για τους Έλληνες μαθητές – Κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ

Ακούστε το άρθρο

Σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ, παίρνουν βαθμούς κάτω από τον μέσο όρο και η επίδοσή τους είναι χειρότερη σχεδόν από όλες τις χώρες της Ε.Ε.

Χαμηλούς βαθμούς παίρνουν οι Έλληνες μαθητές σε τρία γνωστικά αντικείμενα: μαθηματικά, κατανόηση κειμένου και φυσικές επιστήμες. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ, παίρνουν βαθμούς κάτω από τον μέσο όρο και η επίδοσή τους είναι χειρότερη σχεδόν από όλες τις χώρες της Ε.Ε.

Η νέα έρευνα της διαΝΕΟσις παρουσιάζει και αναλύει τα αποτελέσματα της διεθνούς εκπαιδευτικής έρευνας PISA 2015 που είναι τα πιο πρόσφατα πλήρη δεδομένα που είναι διαθέσιμα και μας δίνει σημαντικές απαντήσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες τα στοιχεία της έρευνας του 2018 θα είναι διαθέσιμα κατά τις επόμενες εβδομάδες.

Μια ομάδα ερευνητών με την επιμέλεια της Επίκουρης Καθηγήτριας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου Χρύσας Σοφιανοπούλου, που επανήλθε ως εθνική συντονίστρια του PISA στη χώρα, αναδεικνύει τους παράγοντες που σχετίζονται περισσότερο με τις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών καταλήγοντας σε σημαντικά συμπεράσματα.

Ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα, για παράδειγμα έχει να κάνει με τη διαφορά στις επιδόσεις παιδιών που πηγαίνουν σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία. Το δείγμα των Ελλήνων μαθητών που συμμετέχουν στην έρευνα είναι αντιπροσωπευτικό του γενικού πληθυσμού, οπότε η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών (το 95%) προέρχονταν από δημόσια σχολεία, και έτσι οι επιδόσεις τους ήταν πολύ κοντά στον γενικό μέσο όρο: βαθμός 452 στις φυσικές επιστήμες. Οι μαθητές όμως που προέρχονταν από ιδιωτικά σχολεία πήραν στο ίδιο μάθημα κατά μέσο όρο 520. Πρόκειται για μεγάλη διαφορά, 68 μονάδες, και για μια επίδοση αντίστοιχη των παιδιών από τις μεγάλες πόλεις της Κίνας. Επιπλέον, το 9,2% των Ελλήνων μαθητών ιδιωτικών σχολείων πετυχαίνουν εξαιρετικά υψηλή επίδοση στις φυσικές επιστήμες, δηλαδή κατατάσσονται στις βαθμίδες 5 και 6.

Λίγα λόγια για το PISA

Η διεθνής εκπαιδευτική έρευνα PISA (“Programme for International Student Assessment”) διενεργείται κάθε τρία χρόνια στις 35 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ και σε δεκάδες άλλες χώρες-εταίρους (το 2015 ήταν 37).

Έχει ως σκοπό να αξιολογήσει το αν και κατά πόσο μαθητές που πλησιάζουν προς το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσής τους έχουν αποκτήσει τις γνώσεις και τις ικανότητες για να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στις σύγχρονες κοινωνίες και να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες της εποχής.

Η χώρα μας συμμετέχει στο πρόγραμμα από το 2000 -από τότε δηλαδή που ξεκίνησε ο θεσμός. Σε αυτήν την παγκόσμια αξιολόγηση των μαθητών με κοινά θέματα και κοινή μεθοδολογία (στα μαθηματικά, στην κατανόηση κειμένου, στις φυσικές επιστήμες και σε άλλα θέματα) το 2015 συμμετείχαν περίπου 5.500 15χρονοι μαθητές από όλη την Ελλάδα.

Πώς τα πάνε οι Έλληνες μαθητές;

Τα ευρήματα για τους μαθητές της χώρας μας δεν είναι ενθαρρυντικά. Στις φυσικές επιστήμες οι μαθητές όλων των χωρών του ΟΟΣΑ βαθμολογήθηκαν κατά μέσο όρο με 493 μονάδες. Οι Έλληνες μαθητές πήραν κατά μέσο όρο 455 μονάδες. Στην κατανόηση κειμένου ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν επίσης 493 μονάδες. Οι Έλληνες μαθητές εκεί πήραν 467. Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ στα μαθηματικά, δε, ήταν 490 μονάδες -οι Έλληνες στα μαθηματικά πήραν 454.

Οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών είναι αντίστοιχη με αυτήν των μαθητών στη Χιλή, στη Σλοβακία και στη Βουλγαρία. Μόνο το 2,1% των Ελλήνων 15χρονων πετυχαίνει την επίδοση που τους κατατάσσει στις ανώτερες βαθμίδες στις φυσικές επιστήμες, ενώ το ποσοστό των μαθητών πολύ χαμηλών επιδόσεων στη χώρα μας είναι πάρα πολύ υψηλό. Το 32,7% των μαθητών στις φυσικές επιστήμες, το 27,3% στην κατανόηση κειμένου και το 35,8% στα μαθηματικά δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν ούτε στα πιο απλά προβλήματα. Λιγότερο από 1% των Ελλήνων μαθητών είναι στην ανώτερη κατηγορία και στα τρία γνωστικά αντικείμενα. Ένας στους πέντε Έλληνες μαθητές είναι στην κατώτατη κατηγορία και στα τρία γνωστικά αντικείμενα.

Ποιοι παράγοντες σχετίζονται με την επίδοση των μαθητών;

Αναλύοντας τα αποτελέσματα του PISA στις έρευνες που έγιναν στους μαθητές και στους διευθυντές των σχολείων, η έρευνα εντοπίζει τους παράγοντες που σχετίζονται με την επίδοση των μαθητών. Σταχυολογώντας ενδεικτικά:

1. Μαθητές που είχαν λάβει προσχολική αγωγή για πολλά χρόνια πριν ξεκινήσουν το σχολείο πετυχαίνουν καλύτερες επιδόσεις από τον μέσο όρο ή από αυτούς που είχαν λιγότερα χρόνια προσχολικής αγωγής.

2. Το 9,2% των Ελλήνων μαθητών ιδιωτικών σχολείων πετυχαίνουν εξαιρετικά υψηλή επίδοση στις φυσικές επιστήμες. Μόνο το 1,8% των μαθητών των δημοσίων πετυχαίνουν αντίστοιχες επιδόσεις.

3. Οι μαθητές των ιδιωτικών σχολείων έχουν σημαντικά καλύτερη επίδοση (520) από τους μαθητές δημόσιων σχολείων (452) στις φυσικές επιστήμες και τον μέσο όρο (455). Μόνο το 1,8% των μαθητών των δημοσίων πετυχαίνουν αντίστοιχες επιδόσεις. Είναι δηλαδή, σαν ο μέσος 15χρονος μαθητής ιδιωτικού σχολείου στην Ελλάδα να είναι στο επίπεδο του μέσου 17χρονου μαθητή δημόσιου σχολείου. Επιπλέον, το 9,2% των Ελλήνων μαθητών ιδιωτικών σχολείων πετυχαίνουν εξαιρετικά υψηλή επίδοση στις φυσικές επιστήμες, δηλαδή κατατάσσονται στις βαθμίδες 5 και 6. Μόνο το 1,84% των μαθητών των δημοσίων κατατάσσονται σε αυτές τις βαθμίδες

4. Οι μισοί «μη προνομιούχοι» ως προς το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό τους υπόβαθρο μαθητές πετυχαίνουν πολύ κακή επίδοση και κατατάσσονται στην κατώτερη κατηγορία κατάταξης.

5. Μόνο το 18% των Ελλήνων «μη προνομιούχων» μαθητών κατατάσσονται στο ανώτατο 25% των επιδόσεων του PISA.

6. Η παρακολούθηση εξωσχολικών μαθημάτων φαίνεται ότι δεν σχετίζεται με τις επιδόσεις των μαθητών στην PISA. Ίσα ίσα, μαθητές που κάνουν φροντιστήριο σε ομάδες άνω των 8 ατόμων τα πηγαίνουν χειρότερα στις φυσικές επιστήμες και από τον μέσο όρο και από τα παιδιά που δεν πηγαίνουν καθόλου φροντιστήριο.

7. Οι μαθητές που δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν ελάχιστα ή καθόλου το ίντερνετ εκτός σχολείου τα πηγαίνουν χειρότερα από ό,τι ο μέσος όρος.

8. Αντίθετα, τα παιδιά που δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν το ίντερνετ από μισή έως τέσσερις ώρες την ημέρα εκτός σχολείου, τα πηγαίνουν καλύτερα από τον μέσο όρο.

Ποια θέματα αναδεικνύονται ως σημαντικά προβλήματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος;

• Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, που μεταφέρονται στο εκπαιδευτικό σύστημα και αποτυπώνονται στις γνώσεις και τις ικανότητες των μαθητών.

• Το πρόβλημα των υποδομών στα σχολεία.

• Η επάρκεια του επιστημονικού προσωπικού.

To προφίλ της Ελληνίδας μαθήτριας που πετυχαίνει εξαιρετικά καλές επιδόσεις (εντελώς σχηματικά, καθώς οι διαφορές ανάμεσα στα φύλα δεν είναι στατιστικά σημαντικές) είναι το εξής: Είναι μαθήτρια από αστική περιοχή, με μορφωμένους γονείς και υψηλό κοινωνικό-οικονομικό-πολιτισμικό επίπεδο. Πήγε σε προνήπιο και παιδικό σταθμό από πολύ μικρή ηλικία, και στο σχολείο απολαμβάνει τα μαθήματα που έχουν σχέση με τις φυσικές επιστήμες, οι οποίες την ενδιαφέρουν πολύ. Είναι πολύ ευαίσθητη για τα περιβαλλοντικά θέματα, αλλά δεν είναι αισιόδοξη και ανησυχεί πολύ για το μέλλον του πλανήτη. Πηγαίνει σε ιδιωτικό σχολείο, που έχει καλό εξοπλισμό και δασκάλους που προσαρμόζονται ευκολότερα ανάλογα με τις ανάγκες της διδασκαλίας. Δεν πάει φροντιστήριο. Ανήκει σε μια ισχνή μειοψηφία.

Όλη η επικαιρότητα