Σαν Σήμερα

Σαν σήμερα γεννιέται ο μεγάλος σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος

Ο Νίκος Κούνδουρος γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά οι γονείς του, από ατελείωτες γενιές Κρητικοί, δεν ανέχονταν να πολιτογραφηθεί σαν Αθηναίος - Τον μετέφεραν στην Κρήτη, τυλιγμένο σε μία πάνα, ώστε να γραφτεί στα δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου της Κρήτης
Ακούστε το άρθρο

Από τον «Δράκο» και τη «Μαγική Πόλη» μέχρι το «Ποτάμι», και από τις «Μικρές Αφροδίτες» μέχρι το «1922», ο Νίκος Κούνδουρος ακολούθησε τον δικό του δρόμο μέσα στο ελληνικό σινεμά. Δρόμο πολιτικό, δρόμο ποιητικό, δρόμο προκλητικό και φτιαγμένο από τα ίδια τα υλικά της έντονης προσωπικότητάς του.

Ακμαίος μέχρι και τα 90 του χρόνια, ο Νίκος Κούνδουρος γύρισε την τελευταία του ταινία, «Το Πλοίο», το 2011 και υπήρξε μέχρι και το θάνατό του, ήταν επίτιμος πρόεδρος της Ταινιοθήκης της Ελλάδας.

Ο Νίκος Κούνδουρος γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά οι γονείς του, από ατελείωτες γενιές Κρητικοί, δεν ανέχονταν να πολιτογραφηθεί σαν Αθηναίος. Τον μετέφεραν στην Κρήτη, τυλιγμένο σε μία πάνα, ώστε να γραφτεί στα δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου της Κρήτης, στις 15 Δεκεμβρίου του 1926. Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, από την οποία και αποφοίτησε το 1948. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ενταχθεί στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και μετά τον πόλεμο εξορίστηκε στη Μακρονήσο, λόγω των αριστερών φρονημάτων του. Στα 28 του χρόνια αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο.

Ο Νίκος Κούνδουρος, το 1958 στον Στρυμόνα, στα γυρίσματα της ταινίας «Το ποτάμι», μαζί με μία από τις ηθοποιούς, την Πατρίτσια Μπίνι
Σκηνή από τον «Δράκο»

Το 1954 έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με τη «Μαγική Πόλη», όπου κατάφερε με επιτυχία να μεταφέρει την αισθητική και το ύφος του ιταλικού νεορεαλισμού στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Με αντίστοιχο και ακόμα πιο πρωτοποριακό τρόπο, θα μπόλιαζε επιρροές από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό στον «Δράκο» (1956), μια ταινία που θα αποτελούσε το αδιαμφισβήτητο αριστούργημά του (και μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών), ενώ ταυτόχρονα έδωσε στον, έως τότε τυποποιημένο αποκλειστικά σε κωμικούς ρόλους, Ντίνο Ηλιόπουλο να παραδώσει μια εξαιρετική δραματική ερμηνεία στο ρόλο του φτωχοδιάβολου του οποίου η φυσική ομοιότητα με έναν διαβόητο κακοποιό ανατρέπει τη ζωή του.

Τόσο η «Μαγική Πόλη» όσο και ο «Δράκος» θα έβρισκαν μια θέση στο διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βενετίας, καθιστώντας τον Νίκο Κούνδουρο έναν από τους πρώτους Ελληνες δημιουργούς, μαζί με τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο και τον Μιχάλη Κακογιάννη, που θα έβλεπαν το έργο τους να αναγνωρίζεται στο εξωτερικό και τα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ.

Με τους «Παρανόμους» του 1958, ο Κούνδουρος θα προσεγγίσει μέσα από τη δική του ματιά τον παραλογισμό του Εμφυλίου Πολέμου, διεκδικώντας τη Χρυσή Αρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου, κάτι που θα επαναλάβει άλλες δύο φορές, με τις «Μικρές Αφροδίτες» (Αργυρή Αρκτος Σκηνοθεσίας, 1963) και το «Πρόσωπο της Μέδουσας» (1967). Παράλληλα, ξεκινώντας με το «Ποτάμι» του 1960, οι ταινίες του θα αρχίσουν να βαδίζουν σε ολοένα και πιο πειραματικά και εικαστικά μονοπάτια, προδίδοντας τις καταβολές του από το χώρο των καλών τεχνών.

Επειτα από κάποιες περιστασιακές στάσεις στο ντοκιμαντέρ με μερικά μικρού μήκους φιλμ και κυρίως με «Τα Τραγούδια της Φωτιάς» (1975), ο Κούνδουρος θα επιστρέψει στη μυθοπλασία με το «1922» (1978), διασκευάζοντας το μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη «Ο Αριθμός 31328» σε μια πληθωρική ιστορική ταινία για τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η ματιά του πάνω σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα και χρονικές περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας θα γίνει ακόμα πιο προσωπική μέσα από το «Μπορντέλο» (1985), με φόντο ένα πορνείο στα Χανιά στα χρόνια της Κρητικής Επανάστασης, και στο «Μπάυρον: Μπαλλάντα για Ενα Δαίμονα», ένα πυρετώδες πορτρέτο του Λόρδου Βύρωνα.

Η ιστορία και η πολιτική θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν το έργο του και στις τελευταίες του σκηνοθετικές απόπειρες «Οι Φωτογράφοι» (1998) και «Το Πλοίο για την Παλαιστίνη» (2011), μόνο που πλέον αποτελούν απλά την αφορμή για να εκφράσει τις σκέψεις και τις ανησυχίες του μέσα από έντονη θεατρικότητα, περίπλοκους συμβολισμούς και φιλόδοξες αλλά ενίοτε πομπώδεις αλληγορίες. Μακριά από την πρωτοπορία των ταινιών που τον καθιέρωσαν αναμφισβήτητα ως μια από τις πιο ιδιοσυγκρασιακές περιπτώσεις κινηματογραφικών δημιουργών και μια από τις επιδραστικές μορφές για το ελληνικό σινεμά.

Αν καταφέρνω να εξαπατώ τον εαυτό μου έχω ήδη μια δύναμη ζωής στα χέρια μου. Αν τώρα εξαπατώ τους άλλους, ζητώ να με συγχωρήσουν, αυτοί ακριβώς «οι άλλοι» που σίγουρα έχουν με τη σειρά τους εξαπατήσει ποιος ξέρει πόσους και ποιους! Το τι είναι ή τι δεν είναι απάτη στο χώρο των ιδεών, ή τι είναι ή τι δεν είναι εξαπάτηση στο χώρο των ιδεολογιών, είναι ένα ερώτημα αναπάντητο. Ολα σαλεύουν κι όλα αλλάζουν γύρω μας. Στην αντίσταση δεν έχω δικαίωμα, έχω υποχρέωση! Ανήκω σε μια γενιά ιστορική θα έλεγα. Ζήσαμε πολέμους, χούντες, δυστυχίες, αλλά και τη λίγη ευτυχία που μας αναλογεί ανάμεσα στα τόσα πικρά που βιώσαμε. Επιτρέψτε μας λοιπόν να έχουμε μνήμη. Βλέπετε, στο περίφημο σύνθημα «Αντισταθείτε» ανατρέχουμε κάθε τρεις και λίγο. Είναι μια λέξη που δεν την ξεχάσαμε ακόμα. Μια λέξη που δε μούδιασε, δε χάθηκε. Το «Αντισταθείτε» απευθύνεται σε δίκαιους και σε άδικους, σε μικρομεσαίους και μεγάλους, σε πιτσιρικάδες και χούφταλα και σ’ πλους τους ανθρώπους που επιτελούν έργο πνευματικό και εξ’ ορισμού είναι οι ταγοί ενός έθνους. ενός έθνους που πραγματικά τους έχει ανάγκη. Είτε μικρούς, είτε μεσαίους, είτε μεγάλους. «Αντισταθείτε» λέω κι εγώ, εκατό χρονών σήμερα. Δε θα σταματήσω ποτέ να το φωνάζω…

Πηγή: flix.gr

Όλη η επικαιρότητα