Αρθρογραφία

Τι φέρνει η πίεση για λύση στο κυπριακό – Οι Έλληνες, οι Τούρκοι και η στάση των Αμερικανών

oikonomou.jpg
Ακούστε το άρθρο

Όσο πλησιάζει ο καιρός για ν’ αρχίσουν οι συνομιλίες μεταξύ των Ελλήνων την Κύπρου και των Τουρκοκυπρίων σύμφωνα με την δεδηλωμένη βούληση της νέας Κυπριακής κυβέρνησης, κλιμακώνεται η δημοσιότητα να εμφανισθεί η εξέλιξη αυτή σαν μια μεγάλη ευκαιρία αφ’ ενός λόγω των ενισχυμένων διαπραγματευτικών ερεισμάτων της Κύπρου που προέρχονται από την αναβαθμισμένη γεωπολιτική της θέση χάριν της αποδεδειγμένης πλέον ύπαρξης υδρογονανθράκων και φυσικού αερίου στην ΑΟΖ της, αφ’ ετέρου λόγω της πλειστάκις εκφρασθείσης βούλησης των Ην. Πολιτειών και των εταίρων μας της Ε.Ε. να βοηθήσουν στην εξεύρεση λύσης του Κυπριακού εν όψει των πολύ ανησυχητικών εξελίξεων στην Μέση Ανατολή. Αυτό ερμηνεύεται ότι θα ασκήσουν πίεση στην Τουρκία για να λυθεί ένα χρονίζον πρόβλημα στην περιοχή όπου αναφύονται συνεχώς καινούργια προβλήματα.

Η «ευτυχής» συγκυρία είναι διττή: αφ’ ενός η εκλογή του Νίκου Αναστασιάδη, δηλωμένου οπαδού της συμφωνημένης λύσης, και αφ’ ετέρου η ένδεια στην οποία έχει περιέλθει η Κύπρος που επιτρέπει πιέσεις και εκβιασμούς εκ μέρους των «συμμάχων» μας.

Υπάρχει και ένας επιπρόσθετος ανομολόγητος λόγος που οι Ην. Πολιτείες και η Ε.Ε. σπεύδουν στην συγκυρία αυτή να πιέσουν για λύση του κυπριακού. Είναι το γεγονός ότι η Ελληνική κοινότητα τους την «έφερε» το 2004. Η Ε.Ε. έδωσε πίστη τότε στις διαβεβαιώσεις της ηγεσίας ότι οι Κύπριοι θα υπερψήφιζαν το Σχέδιο Ανάν και εδέχθηκαν την Κύπρο, και μάλιστα ολόκληρη την Κύπρο, ως πλήρες μέλος της Ένωσης. Έκτοτε οι Ευρωπαίοι αναζητούσαν την ευκαιρία να πάρουν το αίμα τους πίσω. Το σχέδιο λύσης, όπως είχε διατυπωθεί, ήταν απόρροια των ενδόμυχων επιθυμιών και ενδεχομένως και του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού της ηγεσίας της Ε.Ε., που προσβλέπει στην διαμόρφωση συνθηκών όπου οι κυβερνήσεις των κρατών μελών εκ των πραγμάτων θα τηρούν τη γραμμή των Βρυξελλών και θα είναι ελεγχόμενες από τη γραφειοκρατία της Ε.Ε. Αυτό επιτυγχάνεται είτε απονευρώνοντας ένα κράτος οικονομικά είτε πολιτικά. Ήδη αυτό σήμερα φαντάζει μονόδρομος στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν τα κράτη του Νότου. Αλλά η ανάπτυξη της πτυχής αυτής δεν είναι της παρούσας.

Άρθρα με θετικό περιεχόμενο για τις επικείμενες συνομιλίες και την τυχόν λύση δημοσιεύονται πολύ συχνά στον Κυπριακό αλλά και στον Ελληνικό και διεθνή τύπο και μάλιστα συνοδεύονται και από το χιλιοαναμασημένο σενάριο ότι ο δυτικός παράγοντας θα πιέσει την Τουρκία να επιστρέψει την Αμμόχωστο για να δείξει την καλή της θέληση εν όψει ενάρξεως των συνομιλιών. Ενδέχεται να είναι έτσι. Αυτό, βέβαια, θα είναι προς όφελος της Τουρκίας γιατί θα παράξει καλή θέληση και εφησυχασμό από πλευράς των Ελληνοκυπρίων οπόταν και τυχόν υποχωρήσεις να γίνουν αποδεκτές πιο εύκολα με την δικαιολογία ότι οι Τούρκοι έχουν αλλάξει.

Μικρή αμφιβολία υπάρχει ότι αν στην Κύπρο κατοικούσαν δύο κοινότητες μη μουσουλμανικές θα μπορούσαν να «τα βρουν» και να ζήσουν αρμονικά μεταξύ τους σε «αγαστή συνεργασία». Το πρόβλημα επιδεινώνεται όταν η μία κοινότητα δεν είναι μόνο μουσουλμανική αλλά τουρκική, ασχέτως αν οι Τουρκοκύπριοι διαφέρουν από τους Τούρκους – δεν παύουν να ελέγχονται από την Τουρκία η οποία έχει αποκαλυφθεί τελευταίως (παρ’ όλο που επανέφερε την μαντίλα για τις Τουρκάλες) και συμπεριφέρεται σαν περιφερειακή υπερδύναμη (pivotal state) και έχει την φιλοδοξία να ηγεμονεύει στην Μέση Ανατολή και όχι μόνο.

Για να κατανοήσουμε τη σημερινή κατάσταση και τις συγκυρίες πρέπει να ανατρέξουμε στην ιστορία. Η Τουρκία παραδοσιακά εχρησιμοποιείτο από τις εκάστοτε μεγάλες δυτικές δυνάμεις ως ανάχωμα για την κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Αρχικά από την Μ. Βρετανία και αργότερα από της Ην. Πολιτείες. Μεταξύ των δύο αυτών περιόδων εσυμμάχισε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με την Γερμανία και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο παρέμεινε ουδέτερη, αλληθωρίζοντας όμως προς την Γερμανία, αναμένοντας προς τα πού θα κλείνει η ζυγαριά για να συμμαχήσει με τον νικητή την τελευταία στιγμή. Για τον λόγο αυτό η Τουρκία επέρασε στην ιστορία ως ο «Επιτήδειος Ουδέτερος» (“The Evasive Neutral”) κατά τον πολύ επιτυχημένο ορισμό του Frank Weber.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω των συμφερόντων των Ην. Πολιτειών στην περιοχή, η Τουρκία αναδείχθηκε σε προνομιούχο αποδέκτη τεράστιας βοήθειας εμφανιζόμενη ως εμπόδιο στις βλέψεις του Ανατολικού Μπλοκ κατά του Δυτικού κόσμου. Οι Ην. Πολιτείες έφθασαν στο σημείο να θεωρούν την Τουρκία ως τον προνομιακό τους εταίρο στην περιοχή και να συναινέσουν στην κατάληψη της Κύπρου. Γι’ αυτό όμως ευθύνεται τόσο η Κύπρος όσο και η Ελλάδα.

Καθ’ όλη την πρόσφατη διαδρομή της η Τουρκία εθεωρείτο από τη Δύση από γεωπολιτικής άποψης, ίσως δικαίως λόγω της άμεσης γειτνίασης με τον βασικό «εχθρό» της, την Σοβιετική Ένωση, ως η πιο σπουδαία σύμμαχος στην περιοχή κυρίως λόγω του όγκου της.

Παρά τα δείγματα αντιαμερικανισμού της Άγκυρας τα τελευταία χρόνια (όρα την περίπτωση άρνησης της Τουρκίας να επιτρέψει το άνοιγμα βορείου μετώπου κατά του Saddam Hussein) καθώς και τα δείγματα απογαλακτισμού όπως η πρόσφατη διαπραγμάτευση για αγορά αμυντικού πυραυλικού συστήματος από την Κίνα το  οποίο δεν είναι συμβατό με τα συστήματα του ΝΑΤΟ, οι φίλοι της Τουρκίας στις Ην. Πολιτείες επιμένουν και συνεχίζουν να δικαιολογούν τις παλινωδίες της, να συστήνουν στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να έχει υπομονή και να εξάρουν τις αρετές της Τουρκίας λόγω του μεγέθους της, της θέσης και του πληθυσμού της αλλά και να ελαχιστοποιούν τα κακώς κείμενα. Ενδεικτικά αναφέρω την μελέτη που εδημοσίευσε το πολύ σοβαρό Council of Foreign Relations το 2012 η οποία είναι αποκαλυπτική της στάσης αυτής της elit του κυβερνητικού κατεστημένου. Στο task force που συνέταξε την μελέτη προήδρευε η Madeleine Albright, πρώην Υπουργός των Εξωτερικών των ΗΠΑ, και νυν Πρόεδρος του Albright Capital Management LLC, εταιρείας συμβούλων επί αναδυόμενων αγορών. Όταν φθάνει στο σημείο ο John Kerry, νυν Υπουργός των Εξωτερικών των ΗΠΑ, να απαιτεί και να επιβάλλει στον Πρωθυπουργό του Ισραήλ να ζητήσει συγγνώμη από τον Ερντογάν για το επεισόδιο του 2010 στο Mavi Marmara, για το οποίο ο κύριος υπαίτιος ήταν ο Ερντογάν που κατασκεύασε το συμβάν για να φέρει σε δύσκολη θέση το Ισραήλ, καταλαβαίνει κανείς την επιρροή που είχε μέχρι προσφάτως η Τουρκία πάνω στην πολιτική τάξη των Ην. Πολιτειών.

Εξ’ όσων είναι γνωστό, από τους λίγους επώνυμους Αμερικανούς που πάντοτε υποστήριζε με επιχειρήματα ότι η Ελλάδα είναι η πιο σπουδαία γεωπολιτικά χώρα της περιοχής και το ανάχωμα της Δύσης κατά των κινδύνων των προερχομένων από την Ανατολή, είναι ο Eugene Rossides, πρώην Υφυπουργός Οικονομικών επί κυβερνήσεως Richard Nixon, και ιδρυτής, πρώην Πρόεδρος και νυν Επίτιμος Πρόεδρος του American Hellenic Institute της Ουάσιγκτον. Κατά τον Ρωσσίδη, η Ελλάδα, από την εποχή των Περσικών Πολέμων, είναι γεωστρατηγικά η πύλη της Ευρώπης και όποιος θέλει να εκπορθήσει την Ευρώπη πρέπει να την διαβεί.

Σήμερα, παρόλο που δεν αντιμετωπίζεται κίνδυνος θερμής αντιπαράθεσης στην Ευρώπη, η Ελλάδα παραμένει το κομβικό σημείο «εισόδου» από την Ασία όπως αποδεικνύεται από τον αριθμό των παράνομων μεταναστών, την χρησιμότητα της Ελλάδας για τις πολεμικές επιχειρήσεις της περιοχής (όρα Λιβύη και τώρα Συρία) και την χρήση της Σούδας, που είναι η πιο σπουδαία ναυτική βάση της Μεσογείου. Για να αντιληφθεί κανείς την αξία της Σούδας αρκεί να αναφερθεί ότι το 2012 118 πλοία του Πολεμικού Ναυτικού των Ην. Πολιτειών και 102 πλοία του ΝΑΤΟ  επισκέφθησαν την βάση, καθώς επίσης και 953 πολεμικά αεροπλάνα των Ην. Πολιτειών και 148 του ΝΑΤΟ προσγειώθηκαν στην Κρήτη.

Η Τουρκία αντιλαμβάνεται την αξία της γεωστρατηγικής θέσης της Ελλάδας σε σχέση με την Ευρώπη και από εκεί πηγάζει η αδυναμία υπάρξεως σχέσεων αληθινής εμπιστοσύνης και φιλίας εφόσον η Τουρκία παραμένει εσαεί επεκτατική δύναμη. Από εδώ πηγάζει και η συνεχής προσπάθεια της Τουρκίας να αφελληνίσει τους Μουσουλμάνους της Θράκης για να τους καταστήσει όργανά της. Μακροπρόθεσμα η Τουρκία ποτέ δεν εγκατέλειψε την ανομολόγητη επιθυμία να αλώσει την Ευρώπη. Κοιτάζοντας τον χάρτη είναι ηλίου φαεινότερο ότι μόνο μέσω της Ελλάδας είναι δυνατόν να το επιτύχει.

Γεωπολιτικά την Κύπρο πρέπει να την δούμε σαν κομμάτι της Ελλάδας, όπως είναι και τα νησιά του Αιγαίου. Η Κύπρος όμως έχει απείρως αυξημένη στρατηγική αξία από οποιοδήποτε άλλο μεμονωμένο νησί της Ελλάδας, εξαιρουμένης ίσως της Κρήτης, λόγω της γεωγραφικής της θέσης στην Ανατολική Μεσόγειο και στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας. Ο νυν Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Ahmet Davutoglu, στο αποκαλυπτικό βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος – η Διεθνής Θέση της Τουρκίας», γράφει: «Οι πολιτικές της Τουρκίας για την Κύπρο και για το Αιγαίο πρέπει να επανεξεταστούν … Μία Τουρκία που έχει αποκλεισθεί από το Αιγαίο και έχει περικυκλωθεί στα νότια από την «Ρωμαίικη Διοίκηση της Νότιας Κύπρου» σημαίνει ότι τα περιθώριά της να κάνει ένα άνοιγμα στον κόσμο έχουν περιορισθεί σημαντικά». Εν πολλοίς, η Τουρκία δεν μπορεί να ανεχθεί ένα μικρό νησί όπως η Κύπρος να ευρίσκεται τόσο πλησίον της και να μην ελέγχεται από αυτή. Προσφάτως δε, με την αλλαγή του στρατηγικού δόγματος της Τουρκίας από χώρας που, κατά δήλωσή της, ήταν κοσμικό κράτος και δεν είχε βλέψεις εκτός των συνόρων της, σε χώρα που επιδιώκει να καταστεί περιφερειακή δύναμη και ηγήτορας του Ισλαμικού κόσμου, η Κύπρος φαντάζει απαραίτητη για το στρατηγικό έλεγχο της περιοχής.

Η Τουρκία για να υλοποιήσει το νέο δόγμα στο οποίο φαίνεται ότι έχει παγιδευτεί λόγω της διολίσθησης της κυβέρνησης Ερντογάν προς τον Ισλαμισμό και την σταδιακή εγκατάλειψη του κοσμικού κράτους, είναι υποχρεωμένη εν όψει της δυναμικής άνθισης των ισλαμικών κινημάτων και κυβερνήσεων στις αραβικές χώρες της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, να αντιπαρατεθεί στο Ισραήλ που είναι ο «κοινός εχθρός» και ο συνδετικός κρίκος που ενώνει τις αραβικές αλλά και τις μουσουλμανικές γενικώς χώρες. Στο παρελθόν η Τουρκία αποτελούσε φίλη χώρα για το Ισραήλ. Για παράδειγμα το Ισραήλ εχρησιμοποιούσε τον εναέριο χώρο της Τουρκίας επειδή διαθέτει βάθος για αεροπορικά γυμνάσια. Ενδεικτικό είναι ότι στην επέτειο των 75 χρόνων της Τουρκικής Δημοκρατίας, πριν από μερικά χρόνια, οι Εβραϊκές Οργανώσεις των Ην. Πολιτειών καταχώρησαν ολοσέλιδες διαφημίσεις στις μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες της χώρας τους συγχαίροντας την Τουρκία για την επέτειο και ευχαριστώντας την επειδή εδέχθη Εβραίους μετά την αποπομπή τους από την Ισπανία τον Μεσαίωνα, καθώς και για την «ανεξιθρησκία» που επέδειξαν προς αυτούς. Αυτά τώρα έχουν αλλάξει. Με γοργά βήματα η Τουρκία απομακρύνεται από το Ισραήλ, παρά τις πιέσεις και προτροπές των Ην. Πολιτειών. Ενδεικτικό είναι ότι ενώ ο Νετανιάχου εζήτησε συγγνώμη από τον Ερντογάν για το Mavi Marmara, ο Ερντογάν απαιτεί εξωπραγματικές αποζημιώσεις για τα θύματα, και επέμενε να πραγματοποιήσει επίσκεψη στην Γάζα, για το οποίο το Ισραήλ και οι Ην. Πολιτείες ήσαν κάθετα αντίθετες.

Πρόσφατα επεισόδια της αντιπαράθεσης αυτής είναι η δήλωση της Τουρκίας σε διεθνές forum ότι ο σιωνισμός είναι ρατσισμός κάτι που ξεσήκωσε παγκόσμιες διαμαρτυρίες και καταδίκες, και το τελευταίο ότι το Ισραήλ  ευθύνεται για το πραξικόπημα κατά των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο. Η θέση που επήρε ο Ερντογάν επιθετικά υπέρ των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο και κατά του Στρατού, καταδεικνύει ανάγλυφα την μελλοντική πορεία της Τουρκίας η οποία είναι: ολίσθηση προς σκληρό, θεοκρατικό καθεστώς, ταύτιση με ακραία ισλαμικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής, προσπάθεια ποδηγετήσεώς των καθεστώτων αυτών και διατήρηση αποστάσεων από τις Ην. Πολιτείες και τη Δύση, τις οποίες η Τουρκία βλέπει πλέον ότι αποδυναμώνονται παγκοσμίως και περιορίζουν την παρουσία τους στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και πιστεύει ότι η συμμαχία μαζί τους δεν εξυπηρετεί την Τουρκία στον ίδιο βαθμό όπως προηγουμένως.

Το νέο αυτό δόγμα της Τουρκίας έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό από τα κέντρα διαμόρφωσης πολιτικής των Ην. Πολιτειών όπως μαρτυρούν διάφορα σοβαρά δημοσιεύματα. Στις 20 Αυγούστου, 2013, το Hudson Institute εδημοσίευσε μελέτη του Seth Cropsey, ανώτερου Αναλυτή του Ινστιτούτου και στελέχους των Κυβερνήσεων Reagan και Bush του Πρεσβύτερου το οποίο εισηγείται ότι οι Ην. Πολιτείες πρέπει να αναθεωρήσουν τις απαρχαιωμένες ιδέες περί Τουρκίας και να ενδυναμώσουν τη συμμαχία τους με την Ελλάδα και την Κύπρο. Συγκεκριμένα γράφει ότι οι Ην. Πολιτείες θα έχουν δυσκολίες μεγάλες να επηρεάσουν τα γεγονότα στην περιοχή αν συνεχίζουν να βλέπουν την Άγκυρα ως σύμμαχο όπως ήταν την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Και παραθέτει τη ρήση του John Meynard Keynes ότι «η δυσκολία είναι να αποδράσει κανείς από παλιές ιδέες».

 

Μια άλλη αξιόλογη εξέλιξη είναι η αφύπνιση των Εβραϊκών οργανώσεων των Ην. Πολιτειών αναφορικά με το νέο πολιτικό δόγμα της Τουρκίας. Ήδη, γίνονται όλο και περισσότερες επαφές μεταξύ των εβραϊκών και ελληνικών οργανώσεων, και το Ισραηλινό λόμπι βλέπει την Τουρκία με άλλο πολύ πιο κριτικό μάτι. Όχι μόνο οι αντίστοιχες οργανώσεις στις Ην. Πολιτείες έχουν αρχίσει στενές επαφές αλλά και πολύ προσφάτως το ίδιο συμβαίνει και σε διακρατικό επίπεδο μεταξύ Ισραήλ – Κύπρου και Ελλάδος. Η συμμαχία των τριών κρατών είναι η μόνη ρεαλιστική εξέλιξη για την εξασφάλιση ενέργειας από την Ευρώπη. Μετά τον περιορισμό του ενδιαφέροντος των Ην. Πολιτειών στην Μέση Ανατολή που συναρτάται με την απόκτηση αυτάρκειας στο εγγύς μέλλον των ενεργειακών αναγκών της λόγω της νέας τεχνολογίας εξόρυξης υδρογονανθράκων και φυσικού αερίου από σχιστόλιθο, η Ευρώπη πρέπει πλέον να αναλάβει μεγαλύτερο ρόλο στην διαφύλαξη, προάσπιση και εκμετάλλευση των ενεργειακών της αποθεμάτων για να μην παραμένει όμηρος της Ρωσίας και των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής. Για το λόγο αυτό και μόνο είναι επάναγκες να υπερασπίσει την Ελλάδα και να διατηρήσει την Κύπρο ελληνική και ανεξάρτητη.

Για να επανέλθουμε στην Κύπρο είναι γενικώς παραδεκτό ότι τυχόν συμφωνία στο κυπριακό εξυπακούεται πολύ μεγάλες υποχωρήσεις εκ μέρους του επίσημου κράτους, δηλαδή της ελληνοκυπριακής διοίκησης. Ήδη, από τις μέχρι τώρα συνομιλίες είναι εμφανές ότι έχουν γίνει μεγάλες υποχωρήσεις οι οποίες ενδεχομένως θα αποτυπωθούν στην τελική συμφωνία. Εφ’ όσον τελικώς υπάρξει συμφωνία η εξουσία θα μοιραστεί με τους Τουρκοκύπριους. Είναι όμως παγκοίνως αποδεκτό ότι στο Τουρκοκυπριακό κρατίδιο πλειοψηφούν οι έποικοι από την Τουρκία, αλλά και τα πράγματα να ήταν διαφορετικά, θα ήταν σχεδόν αδύνατο το κρατίδιο αυτό να έχει δική του ανεξάρτητη φωνή και πολιτική. Πάντοτε θα άγεται και θα φέρεται από την μητροπολιτική Τουρκία των 80 εκατ. κατοίκων. Δοθείσης της πολιτικής που είναι φανερό ότι θα ακολουθεί η Τουρκία, δηλαδή αποστασιοποίηση από τις Ην. Πολιτείες και την Ευρώπη, το ένα συστατικό στοιχείο του Κυπριακού κράτους θα είναι εσαεί «πέμπτη φάλαγγα» η οποία θα πασχίζει πάντοτε για τα γενικότερα συμφέροντα της Τουρκίας και του Ισλαμισμού. Το κράτος θα είναι απονευρωμένο και δεν θα είναι σε θέση να εφαρμόζει πολιτικές που θα προωθούν τα αμιγή συμφέροντα της Κύπρου.

Ο μεγάλος κίνδυνος πηγάζει από το γεγονός ότι το μεν τουρκοκυπριακό κρατίδιο είναι συμπαγές, το δε ελληνικό περιέχει περί τους 100.000 τουρκοκύπριους καθώς και μεγάλο αριθμό μουσουλμάνων μεταναστών. Κυκλοφορεί τελευταίως η είδηση ότι οι Τουρκοκύπριοι που έχουν περιουσίες στον Νότο, πιέζονται από την Τουρκοκυπριακή Διοίκηση να τις ανταλλάξουν με περιουσίες στον Βορρά. Με τη μέθοδο αυτή αποφεύγεται ο κίνδυνος να τις πωλήσουν σε Ελληνοκύπριους όπως γινόταν μέχρι τώρα, και έτσι η έκταση που ελέγχουν οι Τουρκοκύπριοι δεν ελαττώνεται. Δοθέντος δε ότι θα υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη υπογεννητικότητα στους Έλληνες Κύπριους λόγω της κρίσεως, στο όχι πολύ απομακρυσμένο μέλλον ενδεχομένως να καταστούν μειονότητα και στο ελληνικό κομμάτι του νησιού. Πάντοτε θα είναι ένα κράτος υποχρεωμένο να ακολουθεί την Τουρκία και τους Ισλαμιστές της περιοχής. Ας αναλογισθούμε ότι ήδη από το Ιράκ έχουν μεταναστεύσει 1.400.000 Χριστιανοί, ότι εγκαταλείπουν συνεχώς οι Χριστιανοί την Αίγυπτο – οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι τους καταδιώκουν απεινώς ακόμη και σήμερα – στη δε Συρία ήδη υπάρχει μαζική έξοδος. Αν δε επικρατήσουν στη Συρία οι αντικαθεστωτικοί θα εκδιωχθούν όχι μόνο οι Χριστιανοί αλλά και οι Κούρδοι και οι Αλεβήτες. Στη δε Παλαιστίνη ο ορθόδοξος χριστιανικός πληθυσμός είναι τώρα ελάχιστος. Επομένως, η Κύπρος θα είναι μια πολύ μικρή όαση χριστιανών που εκ των πραγμάτων θα είναι τα σύνορα της Ευρώπης σ’ ένα ωκεανό ισλαμιστών που όνειρό τους είναι να αναβιώσουν το Χαλιφάτο και να αλώσουν την Ευρώπη, η οποία σε μερικά χρόνια λόγω της πολυγεννητικότητας των μουσουλμάνων κατοίκων και μη θα αποκτήσει ποσοστά απαράδεκτα ψηλά.

Αντιλαμβανόμαστε τις μεγάλες αλλαγές της ιστορίας όχι τη στιγμή που γίνονται, αλλά αργότερα. Όταν ο Samuel Huntington δημοσίευσε το 1993 στο Foreign Affairs το άρθρο του The Clash of Civilizations το οποίο επήρε την μορφή βιβλίου με παρεμφερή τίτλο το 1996, εξανέστησαν όλοι οι «ορθώς σκεπτόμενοι» (politically correct) Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, οι οποίοι σύμπαντες ήσαν τότε υπέρ της πολυπολιτισμικότητας. Τώρα, είκοσι χρόνια μετά αντικρίζουμε την αλήθεια και βλέπουμε ότι ο Ισλαμισμός έχει θεριέψει και μας οδηγεί αναπόφευκτα, όχι από επιλογή της Δύσης, σε σύγκρουση πολιτισμών.

Ευτυχώς ακούγονται τώρα φωνές στη Δύση που μιλούν για την ανάγκη αφομοίωσης των μεταναστών στην γηγενή κουλτούρα για να μπορέσει να επιβιώσει ένα κράτος. Η πολυπολιτισμικότητα είναι καταστροφή. Οι πολιτικοί της Ευρώπης και της Αμερικής πρέπει να επιδιώξουν την αφομοίωση άλλως οι χώρες τους είναι χαμένες. Λόγω της υπονόμευσης των αρχών της συλλογικότητας που διατηρούν ένα κράτος συμπαγές και ικανό να αντισταθεί σε κάθε είδους επιθέσεις, η ανεξέλεγκτη υιοθέτηση και  προοδευτική ανάπτυξη των ατομικών δικαιωμάτων από τον Διαφωτισμό μέχρι των ημερών μας, επιτρέπει σε συμπαγείς ομάδες όπως είναι οι ισλαμιστές να επιβάλουν τις απαιτήσεις τους αφού οι αντίπαλοί τους είναι κατακερματισμένοι και δεν ενδιαφέρονται ως ομάδες να αντιπαραταθούν. Είναι τέτοια η «πρόοδος» των ατομικών δικαιωμάτων που έχουμε φθάσει στο σημείο να μη δημοσιοποιούνται, ως αντιβαίνουσες στο νόμο, φωτογραφίες και ονόματα ενόχων ειδεχθών εγκλημάτων για προστασία δήθεν των προσωπικών τους δεδομένων.

Για να έλθουμε στο προκείμενο. Είναι οι Τούρκοι αξιόπιστοι συνομιλητές; Πέραν των απαράδεκτων πάγιων θέσεων έναντι της Ελλάδας (π.χ. αμφισβήτηση της ελληνικότητας νήσων του Αιγαίου, συνέχιση της απαγόρευσης λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες περί άρσης της απαγόρευσης, και της Κύπρου (π.χ. μη αναγνώριση της κρατικής της οντότητας) διαβάζουμε στον πολύ πρόσφατο τύπο ότι η με πολλές τυμπανοκρουσίες αναγγελία εκεχειρίας του ισοβίτη ηγέτη του ΡΚΚ Αμπντουλάχ Οτσαλάν στις 21 Μαρτίου 2013 έχει βαλτώσει, και το ΡΚΚ διέκοψε την αναχώρηση των μαχητών του από το τουρκικό έδαφος λόγω της υπαναχώρησης των Τουρκικών αρχών να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα βάσει της ειρηνευτικής διαδικασίας.

Είναι προς το συμφέρον των Ελλήνων της Κύπρου να υπάρξει συμφωνία με τους Τουρκοκύπριους με τα σημερινά δεδομένα; Νομίζω πως όχι διότι σε βάθος χρόνου το κράτος της Κύπρου θα καταντήσει ένα απονευρωμένο κρατίδιο που θα διαφεντεύεται και θα ποδηγετείται από την Τουρκία. Από ενδεχόμενη συμφωνία με αποδοχή των μέχρι τούδε συμφωνηθέντων, το κοινοτικό κεκτημένο (acquis communautaire) θα εξαιρεθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό – οι εξαιρέσεις επιτρέπονται εφ’όσον συμφωνηθούν, η δε Ε.Ε. θα γλυτώσει μεσοπρόθεσμα από ένα πονοκέφαλο που την φέρνει σε αντιπαράθεση και δημιουργεί προβλήματα με την Τουρκία την οποία θέλουν ως εμπορικό εταίρο. Δυστυχώς οι πολιτικοί της Ευρώπης – και όχι μόνο – μιμούμενοι τους επιχειρηματίες της εποχής μας που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να επιδείξουν άμεσα κέρδη αδιαφορώντας για το μέλλον μιας επιχείρησης όπως ορθά γινόταν παλαιότερα, προσδοκούν την «άμεση επιτυχία» και όχι την σωστή επίλυση ενός προβλήματος που θα διατηρηθεί σε βάθος χρόνου – στο μέλλον δεν θα είναι πλέον στο τιμόνι και άλλος θα βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Εδώ εφαρμόζεται η ρύση του Λουδοβίκου XV: “Αprès moi le déluge” («μετά από μένα το χάος»).

Στη Μέση Ανατολή ολοκληρώνονται κοσμογονικές αλλαγές. Η μικρή έστω, πολυπολιτισμικότητα των χωρών της περιοχής όλο και συρρικνώνεται. Οι Χριστιανοί των κρατών αυτών εγκαταλείπουν τις εστίες τους. Δεν χρειάζεται να δώσουμε παραδείγματα – όλοι μας γνωρίζουμε την κατάσταση. Είτε επικρατήσουν οι Σιϊτες είτε οι Σουνίτες για τους χριστιανούς θα είναι το ίδιο. Βλέπουμε σήμερα τον Ερντογάν να κατηγορεί το Ισραήλ ως υπεύθυνο για το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Αίγυπτο κατά του Μόρσι. Οι Ην. Πολιτείες αρχίζουν και κατανοούν ότι για τη Δύση το ανάχωμα είναι πλέον η Ελλάδα – η Τουρκία τραβάει τον δρόμο της προς τα μουσουλμανικά κράτη με τα οποία πλέον οι οικονομικοί και όχι μόνο δεσμοί ενισχύονται σοβαρά – μεγάλες επενδύσεις των Εμιράτων του Κόλπου στην Τουρκία, ανάληψη μεγάλων κατασκευαστικών έργων από Τούρκους στα Εμιράτα, Αφρική αλλά και Ρωσία.

Πιστεύω ότι οι Ην. Πολιτείες υποστηρίζουν το δικαίωμα της Κύπρου στις θαλάσσιες εξορύξεις (παρά την φραστική διατύπωση ότι πρέπει και οι δύο κοινότητες να επωφεληθούν) κρατώντας εφεδρείες έναντι της Τουρκίας. Όλο και περισσότερο ρεαλιστική φαντάζει μια σύμπραξη Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας για μεταφορά των υδρογονανθράκων στην Ευρώπη παρακάμπτοντας την Τουρκία. Για να στηριχθεί η συνεργασία αυτή, προέχει η διατήρηση του ελέγχου του νόμιμου κράτους της Κύπρου και γι’ αυτό πρέπει πάσει θυσία να αποφευχθεί μια συμφωνία που αναγκαστικά θα καταστήσει τους Τούρκους της Κύπρου συνδιαμορφωτές της πολιτικής της.

Είναι δύσκολο εγχείρημα να επιτύχει εφ’ όσον υπάρχει δέσμευση ότι θα αρχίσουν σύντομα συνομιλίες με σκοπό την λύση. Στο χέρι όμως των ελληνοκυπρίων είναι να θέσουν κόκκινες γραμμές, συγκεκριμένα εφ’ όσον προκύψει διαφωνία ότι (α) θα έχουν τον τελευταίο λόγο όντες η πλειοψηφία και (β) θα διατηρήσουν τον έλεγχο του κράτους όπως έγινε το 1964 και το 1974. Εάν δεν υπάρξει συμφωνία σ’ αυτά τότε είναι προτιμότερο να αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις. Στο τέλος θα γίνει αντιληπτό στην Ε.Ε. και τις Ην. Πολιτείες ότι το συμφέρον της Δύσης είναι να παραμείνει το αναγνωρισμένο διεθνώς κράτος της Κύπρου στα χέρια των Ελληνοκυπρίων.

Ας μην λησμονείται ότι η λύση του πάλαι ποτέ Παλαιστινιακού προβλήματος, που ταλαιπωρεί την διεθνή κοινότητα πολύ πριν από το Κυπριακό, είναι τώρα στην διαδικασία διεξαγωγής νέων διαπραγματεύσεων που επικεντρώνονται πλέον στη λύση των δύο ανεξάρτητων κρατών (two state solution).

Είναι αξίωμα ότι όταν λαμβάνουν χώρα κοσμογονικές αλλαγές, δεν αρκεί η καλή θέληση ή η υποχώρηση του ενός μέρους για να υπάρξει ειρήνη ή να επιτευχθεί συμφωνία. Πρέπει να περάσει μια περίοδος μεγάλης αναταραχής και αλλαγών προτού υπάρξει πάλι μια νέα σύνθεση των διαφόρων παραγόντων για την δημιουργία της νέας κοινωνίας. Ας αναλογισθούμε τις περιόδους μετά τους μεγάλους πολέμους, αλλά και μετά την πτώση του Τείχους. Σήμερα βιώνουμε μια τέτοια καθοριστική εποχή. Υπάρχει παντού αναταραχή και ανακατατάξεις και φαίνεται ότι αναγεννιούνται παλιές δυνάμεις που μέχρι πρόσφατα ήσαν εν υπνώσει. Για το λόγο αυτό μια κοινωνία που να αποτελείται από αμιγή φυλετικό και θρησκευτικό πληθυσμό είναι η καλύτερη εγγύηση για να διασφαλίσει ένας τόπος την ανεξαρτησία και την ευημερία του.

Σεπτέμβριος 2013 – Γεώργιος Κ. Οικονόμου

 

* Το άρθρο δημοσιεύθηκε και στην Ελληνική έκδοση του Foreign Affairs

 

 

Όλη η επικαιρότητα