Βιβλίο

«Το άγχος του συγγραφέα»: Απόσπασμα από τις «Ιστορίες της τσέπης» του Ν. Παπανδρέου με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου

Ακούστε το άρθρο

Με αφορμή την Παγκόσμια ημέρα Βιβλίου το TheCaller δημοσιεύει ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Νίκου Παπανδρέου «Ιστορίες της Τσέπης».

Το συγκεκριμένο βιβλίο του γνωστού συγγραφέα κυκλοφόρησε το 2007 και εμπεριέχει πάνω από 40 διαφορετικές ιστορίες, μία εκ των οποίων δημοσιεύεται ολόκληρη παρακάτω:

II. ΤΟ ΑΓΧΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική;*

Το πρώτο βιβλίο που θυμάμαι να έχω διαβάσει ολόκληρο στα ελληνικά, όταν φτάσαμε τη δεκαετία του 1960 στην Ελλάδα από την Καλιφόρνια, ήταν ένα της Πηνελόπης Δέλτα –τι όμορφο όνομα κι αυτό– μιλούσε για ένα παιδί της ηλικίας μου περίπου που έτρεχε πάνω κάτω στα σύνορά μας την εποχή των Βαλκανικών πολέμων. Η Πηνελόπη Δέλτα, όπως έμαθα πολλά χρόνια αργότερα, ήταν μια ιδιάζουσα περίπτωση, μέσα από τα παιδικά βιβλία της ήθελε να διαμορφώσει την ελληνική συνείδηση.

Λίγο μετά μου έδωσε ο νονός μου –δε ζει πια- ένα βιβλίο του Λουντέμη, πάλι με ήρωα ένα παιδί, που είχε τίτλο Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα. Μεταξύ άλλων αφηγείται πώς ένα φτωχό παιδί μαθαίνει γράμματα. «Κρύωνε ο καημένος ο κόσμος τούτο το φθινόπωρο. Κρύωνε σαν αμαρτωλός. Κρύωναν και τα σπίτια αυτής της πόλης. Είχαν στριμωχτεί εκεί απάνου στην ποδιά του βουνού, απ’ τα παλιά χρόνια, και τώρα μετάνιωναν. Μα ήταν πια πολύ αργά. Τώρα είχαν γίνει πόλη. Σηκώνεται και φεύγει, έτσι εύκολα, μια πόλη;»

Πριν προλάβω να διαβάσω άλλο ελληνικό βιβλίο, ήρθε η χούντα. 1967. Απρίλης. Σε αντίθεση με την πόλη του Λουντέμη που δεν μπορεί να κουνηθεί απ’ τη θέση της, εμείς μπορούσαμε και φύγαμε από την Ελλάδα. Μετά από κάποιες περιπέτειες, καταλήξαμε στον Καναδά. Εκεί σταμάτησε η σχέση μου με την ελληνική λογοτεχνία – όχι φυσικά με το βιβλίο γενικά, αλλά με το ελληνικό βιβλίο. Στοπ. Η μάλλον σχεδόν στοπ. Για περίπου έξι εφτά χρόνια τα μόνα ελληνικά που άκουγα ήταν εκείνα του πατέρα μου, όταν συζητούσε με τους επισκέπτες-επαναστάτες της εποχής. Ευτυχώς όμως υπήρχε και το ελληνικό τραγούδι και μαζί του οι ποιητές. Ποιήματα όπως εκείνο του Ελύτη όπου λέει Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική ενώ στις αμμουδιές του Ομήρου… σπάροι και πέρκες, ανεμόδαρτα ρήματα…

Παύση. Το ρήμα. Τι μας έλεγαν στο Δημοτικό για τον ορισμό του ρήματος; Όπως τα θυμάμαι –γιατί πήγα μόνο τρία χρόνια στο Δημοτικό στην Ελλάδα– τα ρήματα είναι λέξεις που «χαρακτηρίζονται από δράση». Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, μελετώντας το γραπτό κείμενο, δίνω το δικό μου ορισμό. Δε μου αρέσει καθόλου ο σχολικός ορισμός του ρήματος επειδή είναι παθητικό – εκείνο το βαρύ και πένθιμο «χαρακτηρίζεται από δράση». Καλύτερα να πει κανείς ότι τα ρήματα κινούνται, δρουν, χτυπάνε, κάνουν, χαμογελάνε, κλαίνε, αρνούνται, πετάνε, πονάνε, καμαρώνουν, τρέχουν και πηδάνε. Τα ρήματα σπρώχνουν τη γραφή και είναι το πιο σημαντικό κομμάτι της γλώσσας μας. (Πρόταση χωρίς ρήμα δεν υπάρχει, όπως μάθαμε στο Δημοτικό… Όμως σήμερα πια, όπου στη γραφή όλα επιτρέπονται, υπάρχουν και προτάσεις χωρίς ρήματα. Να.)

Δεν επέστρεψα στην Ελλάδα όταν έπεσε η δικτατορία το 1974, αλλά ξεκίνησα τις μακρόχρονες σπουδές μου στα οικονομικά στα πανεπιστήμια της Βόρειας Αμερικής. Έμαθα μια τρίτη γλώσσα -ισοζύγια πληρωμών, πλεόνασμα, ζήτηση, αγορές, επιχείρηση, μεγιστοποίηση, κόστος και όφελος, δομή της βιομηχανίας– και την έμαθα αρκετά καλά. Όμως το ελληνικό μου «γλωσσικό έλλειμμα» -κάτι σαν το σημερινό μας «δημοκρατικό έλλειμμα», αν επιτρέπετε – φούσκωνε καθημερινά και με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Μιλούσα φυσικά με Έλληνες συμφοιτητές, διάβαζα καμιά εφημερίδα, αλλά δε μαθαίνει έτσι κανείς τη γλώσσα. Ένας Ελληνοαμερικανός καθηγητής μού έδωσε το βιβλίο του για τον Ρίτσο.

Ξαφνιάστηκα. Δεν ήξερα ότι τα τραγούδια που άκουγα ήταν δικά του – ή μάλλον το ήξερα, αλλά μου είχε διαφύγει η ποιότητά τους.

Στα ποιήματά του ανακάλυψα μια Ελλάδα πολύ διαφορετική από εκείνη που είχα γνωρίσει – ή μάλλον ακριβώς το αντίθετο. Ήταν η Ελλάδα που φανταζόμουν. Η Ελλάδα κάπου στο υποσυνείδητό μου. Κάθε του ποίημα ήταν σαν μια φωτογραφία, ενώ η ποιητική συλλογή του ήταν σαν να μου άνοιγε κάποιος το οικογενειακό άλμπουμ από ένα ταξίδι στην επαρχία.

Ξαφνιάστηκα με την ένταση και την τολμηρότητα των εικόνων του. Η Ελλάδα του ήταν αυστηρή, τραγική, αλλά και με χιούμορ, γεμάτη με την ανδροπρέπεια και την περηφάνια των καθημερινών ανθρώπων, με λεβέντες και παλικάρια, όμως και μια Ελλάδα γεμάτη ηλικιωμένους, σακατεμένους, που είχαν μόνο ένα μάτι ή ένα χέρι. Η νύχτα σε γδύνει, γράφει στο Νυχτερινό, ενώ αλλού μιλάει για το κουτσό φεγγάρι, οι φωνές που πέφτουν σαν μεγάλα φτυάρια χώμα, τα ξέφτια, τόπους τόπους, μεγαλώναν σαν τα φρύδια των γερόντων και στο ποίημα «Ο Διαβήτης», Δάγκωσε το ψωμί σα να μασούσε λαίμαργα το τελευταίο του ψέμα.

Ο Ρίτσος όλα τα προσέχει. Τα καλάθια γεμάτα με φιρίκια, έναν κουβά με ψάρια να κάθεται στο κεφαλόσκαλο, ένα παιδί μόνο του στο ασανσέρ, κρατώντας ένα μολύβι που μόλις έκλεψε απ’ το φίλο του, ένας υδραυλικός με την μπλε του φόρμα να ανάβει το τσιγάρο, ένα ποδήλατο που είναι στηριγμένο στον τοίχο, ένα αναπηρικό καρότσι δεμένο σε μια κολόνα της ΔΕΗ. Ήταν εικόνες που τις αναγνώρισα αμέσως. Ο Ρίτσος πρώτος ξεκλείδωσε μέσα μου την Ελλάδα που θυμόμουν από μικρός, μια Ελλάδα που κοιμόταν εκεί τόσα χρόνια, σε κάποιο ξεχασμένο ντουλάπι της ψυχής μου.

Στο εξωτερικό, διαβάζοντας τους ποιητές, προσπάθησα να ανοικοδομήσω τη χώρα από απόσταση. Δεν ήταν εύκολη δουλειά.

Πρώτα απ’ όλα ήμουν σε καθημερινή επαφή με την οικονομική ανάλυση και τους αριθμούς. Άντε να φτιάξεις λογοτεχνία από δαύτα.

Η μελέτη των οικονομικών πάντα μου φαινόταν λιγότερο ενδιαφέρουσα από τον κόσμο της φαντασίας και της μνήμης. Στον ελεύθερο χρόνο μου στην Αμερική άρχισα να βλέπω μια συγκεκριμένη Ελλάδα, τη δική μου Ελλάδα, ας πούμε, που εμφανιζόταν σαν μέσα από μια ομίχλη στην αρχή, θολά, και σιγά σιγά όλο και μεγάλωνε και ξεκαθάριζε. Ποια ήταν η δική μου Ελλάδα εντέλει; Άρχισα να πιστεύω ότι η δική μου Ελλάδα –όποια και να ήταν- ίσως είχε αξία και για άλλους. Άρχισα να τραβάω «φωτογραφίες» της Ελλάδας – χρησιμοποιώντας όχι μια φωτογραφική μηχανή, αλλά τις ίδιες τις λέξεις.

Αλλά πώς χρησιμοποιείς τις λέξεις για να χτίσεις έναν ολόκληρο κόσμο; Δεν είναι εύκολη δουλειά. Είχα πειστεί ότι αν ήταν να γράψω κάτι, έπρεπε να είναι καλό. Έπρεπε να μοιάζει αληθινός ο κόσμος μέσα στις σελίδες μου. Πώς το έκαναν οι άλλοι; Τους μελέτησα. Με ένταση. Είδα πόσο σημαντικό ήταν να προκαλείς και τις πέντε αισθήσεις, μέσα απ’ το γραπτό όμως λόγο.

Μόνο έναν Έλληνα παραδεχόμουνα ως τότε, απ’ τους λίγους που είχα διαβάσει κάπως ολοκληρωμένα. Τον Παπαδιαμάντη. Έψαξα τα διηγήματά του. Τι είχε να μου προσφέρει ως προς τις πέντε αισθήσεις; Πολλά. Πάρα πολλά. Ακούστε τον ήχο που βγάζουν οι ποιο κάτω λέξεις: «Ο χείμαρρος ερρόχθει, έβρυσε και κατεφέρετο μετά κρότου κ’ εκυλίετο σχηματίζων δύο καταρράκτας, κυρίαρχος εις την σιγήν της νυκτός… Εδεσπόζετο όλη από εν ύπουλον πάθος, καθώς το βαθύ ρεύμα και η σιγή της νυκτός εδεσπόζοντο από ένα δούπον υπόκωφον». (Φαρμακολύτρια) Σε εκείνο το δούπον υπόκωφον με τις έντονες συλλαβές είναι σαν να παράγουν οι ίδιες τους ανάλογους ήχους. Όσο για την όραση –την εικόνα δηλαδή– κάθε του σελίδα είναι γεμάτη: «Ο πατήρ μου, έκφρων, έτρεχε, φορών μόνο το ζωστικόν του, ασκεπής την κεφαλήν, με την κόμην ανεμίζουσαν». Φυσικά ο Παπαδιαμάντης δεν ξεχνάει και την όσφρηση: «Βαθύ άρρητον άρωμα, ωσάν απ’ όλα τα θυμάρια, τας μυρσίνας, και τ’ άγρια άνθη του βουνού, μαζευμένα εις ένα σωρό…» Ή την αφή: «Άνω και κάτω και ολόγυρα, πολυσχιδείς λόφοι και ράχεις και δειράδες, όπου γυμνοί, αμαυροί, ανεμόπληκτοι βράχοι εναλλάσσουσιν αρμονικώς με πλουσίας λόχμας και συστάδας θάμνων, από πρίνους και αγριελαίας… («Τα δαιμόνια στο ρέμα»).

Με βάση τις πέντε αισθήσεις άρχισα τις δικές μου προσπάθειες. Μερικές απ’ αυτές τις πρώτες μου «φωτογραφίες» βρήκαν θέση στο πρώτο μου βιβλίο. Άλλες πετάχτηκαν στο καλάθι των αχρήστων.

Στα τριάντα πέντε μου παράτησα τη δουλειά μου στην Αμερική και ήρθα στην Ελλάδα, μετά από είκοσι πέντε περίπου χρόνια απουσίας, για να ξεκινήσω μια νέα διατριβή. Μια διατριβή που ήθελε πολλά βιβλία, μνήμη, ένα μεγάλο γραφείο και ένα τηλέφωνο που δε λειτουργούσε. Σε ένα μικρό σπιτάκι στο Καστρί έμεινα απομονωμένος για ενάμιση χρόνο, με παρέα τρία πεύκα, μια αναιμική ελιά, τη συντροφιά ενός γκιόνη το βράδυ και τη δυνατή φωνή του παλιατζή να με ξυπνάει κάθε πρωί.

Προσπάθησα να διαβάσω όλα εκείνα τα βιβλία που δεν είχα διαβάσει μικρός – τα βιβλία της χαμένης ελληνικής μου ταυτότητας. Ήμουν όμως πολύ μεγάλος για να κάνω μια τέτοια βουτιά. Άλλωστε διάβαζα τα ελληνικά πολύ πιο αργά απ’ ό,τι τα αγγλικά και εύκολα έβρισκα δικαιολογίες για να παρατήσω το ένα ελληνικό βιβλίο μετά το άλλο. Με κυρίευε μια τεράστια ανυπομονησία μόλις άνοιγα την πρώτη σελίδα. Γιατί να διαβάσω κι άλλους Έλληνες, αναρωτιόμουν.

Μια μέρα όμως βρήκα ένα παλιό βιβλίο, που του είχε φύγει το εξώφυλλο, και άρχισα να το διαβάζω. Να τι βρήκα στην πρώτη εκείνη παράγραφο: «Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε».

Ήταν δυνατόν; Ένας συγγραφέας, και μάλιστα Έλληνας, που έβλεπε τα σύνεργά του όπως ακριβώς εγώ; Τις πέντε αισθήσεις; Ποιος ήταν τούτος; Μα ο Νίκος Καζαντζάκης! Εδώ βρήκα ένα συγγραφέα που έβλεπε μια αφήγηση σε καθετί ελληνικό, στα μέτωπα των γερόντων, στα τραγούδια των παιδιών, στη μυρωδιά της κοπριάς του γαϊδουριού, στα έρημα μάρμαρα της Πελοποννήσου. Ένιωσα πως ανακάλυψα κάτι σημαντικό – έτσι έπρεπε κι εγώ να πλησιάσω την Ελλάδα μου. Ο ίδιος γράφει: «Όλα στην Ελλάδα, βουνά, ποταμοί, θάλασσες, πεδιάδες ανθρωπίζουνται και μιλούν στον άνθρωπο μια σχεδόν ανθρώπινη γλώσσα. Δεν τον καταπλακώνουν, δεν τον τυραννούν – γίνουνται φίλοι του και συνεργάτες».

Ο Ρίτσος, ο Καζαντζάκης, ο Παπαδιαμάντης, ο Ελύτης – οι πρώτοι μου δάσκαλοι. Άρχισα να προσέχω και τη γλώσσα του δρόμου: ο αϊτονύχης, η γη ως μυρμηγκόμπαλα, ο σπαγκοβελόνης, ο φραγκοφονιάς και ο δεκαρολόγος, το πιάνο ως οδοντόστρωμα. Και εκφράσεις όπως «Άφησε το γάμο και πήγε για πουρνάρια», «Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε», «Ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε», «Εδώ καράβια χάνονται βαρκούλες αρμενίζουν…», εκφράσεις που δεν υπάρχουν φυσικά στα αγγλικά.

Λόγω του Καζαντζάκη έψαξα και τις ιδιομορφίες της κρητικής διαλέκτου. Υπάρχει, για παράδειγμα, μια λέξη για την κοπέλα που έχει γυρίσει απ’ το χωράφι αναψοκοκκινισμένη απ’ τη δουλειά, με λίγο ιδρώτα στο πρόσωπο – είναι δροσοκαυκάλατη. Η ζέστη απ’ τη δουλειά την κάνει κάπως πιο ελκυστική. Έμαθα πολύ μεγάλος για τις μαντινάδες και σας χαρίζω δύο εδώ: Άλλους μαραίνουν οι καιροί, οι πόλεμοι κ’ οι χρόνοι, / μα μένα με μαραίνουν οι στεναγμοί κ’ οι πόνοι. –

Αέρας τρώ’ τα ρούχα μου κι ο ήλιος τ’ άρματα μου / κι ένας μικρούλης έρωτας τρώει τα σώθικά μου.

Έκανα περίεργα πράγματα μάλιστα τότε. Στο μικρό σπιτάκι που ζούσα έφερα ένα σφουγγάρι στο πρόσωπό μου για να μυρίσω τη θάλασσα. Έσπασα ένα κουκουνάρι –όμορφη λέξη κι αυτή– για να ακούσω και να περιγράψω τον ήχο, έβαλα κι ένα κοχύλι στ’ αυτί μου για ν’ ακούσω το βουητό της θάλασσας. Το απόγευμα κατέγραφα τον ήχο της μηχανής που ανεβαίνει την ανηφόρα ή το θρόισμα των φύλλων.

Μου έφερε κάποιος άλλο ένα βιβλίο πολύ σημαντικό για μένα, με έναν τίτλο απίθανα δύσκολο να θυμηθείς: Και με το φως του λύκου επανέρχονται, της Ζυράννας Ζατέλη. Είναι η Ελλάδα των αγροτών και του θανάτου, της παράδοσης και της γέννας.

Λόγω της Ζατέλη άρχισα να μαζεύω κι εγώ περίεργες ιστορίες –ψαράδες στην Ύδρα που έλεγαν ότι είχαν δει γοργόνες, ιστορίες απ’ τα χωριά όπου η στάση της συνουσίας όριζε και το φύλο του μωρού- και άρχισα να μαθαίνω για τις προκαταλήψεις μας. Ο παπάς που ξεματιάζει χρησιμοποιώντας ένα ειδικό βιβλίο. Η κοπέλα που βάζει αγκίστρια κάτω απ’ το κρεβάτι της για να πιάσουν τα κακά μαντάτα πριν τις έρθουν. Ακόμα και οι συνήθειες των φίλων μου ξαφνικά μου έκαναν εντύπωση, όπως όταν κλείνουν την τηλεόραση πριν το πέναλτι για να μη ματιάσουν τον τερματοφύλακα ή ο φίλος μου που όλο το βράδυ έβριζε τον εαυτό του επειδή μπήκε στο σπίτι μου με το αριστερό.

Έγραψα το πρώτο μου βιβλίο. Το δέκα μύθοι και μια ιστορία. Στα αγγλικά.

Ίσως δεν ξαφνιάζει όμως ότι στο πέμπτο μου βιβλίο γύρισα σε ένα κόσμο που είχα εγκαταλείψει με βδελυγμία, στον κόσμο των οικονομικών. Ο ήρωας στο νέο μου βιβλίο – στο «Μέρες σαν κι αυτές»- είναι ένας οικονομολόγος που τα βάζει με το σύστημα. Θέλω να πιστεύω ότι έχω συνδυάσει τους δύο κόσμους –της οικονομίας και της λογοτεχνίας– με τη δεξιοτεχνία ενός φτασμένου πια συγγραφέα. Εσείς όμως θα κρίνετε. Είναι και το πρώτο λογοτεχνικό που το έγραψα στα ελληνικά.

Για να τελειώσω την αφήγησή μου, βρίσκω ότι σιγά σιγά, παρά τις σοβαρές αγγλοσαξονικές μου ρίζες και τις παλιές μου συνήθειες, έρχομαι όλο και πιο κοντά στην Ελλάδα που ανακάλυψα – για παράδειγμα, κλείνω κι εγώ την τηλεόραση όταν ο Νικοπολίδης ετοιμάζεται να αποκρούσει ένα πέναλτι.

Συνεχίζω να εξερευνώ το τοπίο της λογοτεχνικής Ελλάδας, το τοπίο της φανταστικής μου χώρας, της χώρας της ανασκευασμένης μνήμης. Ίσως είναι η χώρα της χαμένης μου παιδικής ηλικίας, που θα με κατατρέχει έως το τέλος.

Τι σημαίνει όμως ότι εξερευνώ την Ελλάδα; Πώς το κατορθώνω; Διαβάζω. Ακούω. Μιλάω. Κρατώ νοητικές σημειώσεις. Αναρωτιέμαι για τα πάντα. Απολαμβάνω. Ζω.

*Το βιβλίο του Νίκου Παπανδρέου «Ιστορίες της τσέπης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη

Όλη η επικαιρότητα