Κάθε τραγωδία έχει δύο κρίσιμες φάσεις. Η μία όταν διεξάγεται, η άλλη όταν ξεχνιέται… «Τρεις ημέρες είν’ το θάμα κι άλλες τρεις το παραθάμα», θυμάμαι να λέει η γιαγιά μου. «Όλα ξεχνιούνται σε αυτή τη χώρα. Κι αυτό θα ξεχαστεί.
Οι Έλληνες έχουν κοντή μνήμη», συμπλήρωνε. Σοφή γυναίκα. Με λίγες λέξεις, περιέγραφε το τι ακριβώς συμβαίνει σε τούτο τον τόπο. ως λαός έχουμε μια σταθερή ροπή προς τη λήθη. Μετά το αρχικό σοκ, το θέμα εξαφανίζεται από τα πρωτοσέλιδα. Η ταχύτητα με την οποία αλλάζει η σημαντικότητα των γεγονότων που προβάλλονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης οδηγεί στην καταβαράθρωση σημαντικών, μέχρι πρότινος, γεγονότων στην απαξία και την αφάνεια. Και κάπως έτσι ξεχνιέται από τους περισσότερους. Οι άνθρωποι ξεχνάμε γρήγορα. Οι πληγές σε κάποιους όμως παραμένουν ανεξίτηλες.
Όσο τραγικό κι αν είναι ένα γεγονός, όσο μεγάλες διαστάσεις κι αν λάβει, όσος θόρυβος κι αν γίνει, τελικά …μπαίνει στον πάγο. Κάθε φορά που γίνεται μια τραγωδία, ταρακουνιόμαστε, αλλά από την ιστορία αποδεικνύεται ότι δεν έχουμε επαρκή υπογράμμιση των ευρύτερων ευθυνών. Το μαχαίρι δεν φτάνει ποτέ στο κόκαλο. Όσο για την δικαιοσύνη; Η αργοπορία της είναι παροιμιώδης.
Και μετά τι; Ποιος ελέγχει αν γίνονται αυτά που πρέπει για να μην επαναλαμβάνονται οι τραγωδίες; Η διαχρονικότητα με την οποία βιώνουμε παρόμοιες τραγωδίες σε αυτό τον τόπο είναι η απάντηση. Ουδείς! Όσο σκληρό κι αν ακούγεται, ζούμε σε έναν τόπο που δεν μαθαίνει από τα λάθη του και από τις τραγωδίες. Γι’ αυτό και η ευθύνη για την επανάληψη ή την αποτροπή ανάλογων τραγικών γεγονότων ξεκινά από εμάς.
«Κι έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία» που λέει και ο Ανδρέας Εμπειρίκος «όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος». Μακάρι να διαψευστώ.