Συνεντεύξεις

Βαγγέλης Ατραΐδης: Ο Καισαριανώτης που «γέμισε» με τραγούδια τον Στέλιο Καζαντζίδη και τον Πάνο Γαβαλά

Ακούστε το άρθρο

Γέννημα θρέμμα της Καισαριανής ο κ. Βαγγέλης Ατραΐδης έγινε γνωστός ως ένας πηγαίος συνθέτης και στιχουργός τραγουδιών τα περισσότερα από τα οποία δοξάστηκαν με τη φωνή του αξέχαστου Στέλιου Καζαντζίδη και του Πάνου Γαβαλά. Αλλά επειδή ξεκίνησε από τα εφηβικά του χρόνια δεν έλειψαν και αυτοί που τον εκμεταλλεύθηκαν καρπώνοντας το πνευματικό του έργο.

Ο Βαγγέλης Ατραϊδης έγραψε 28 τραγούδια για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Ηταν και ο Πάνος Γαβαλάς που τραγούδησε 85 τραγούδια του. Ο Τόλης Βοσκόπουλος με την Μπέμπα Διαμαντοπούλου, ο Χρηστάκης, η Σοφία Παπάζογλου, η Αντζελα Γκρέκα και άλλοι.

Ο κ. Ατραΐδης έζησε όλη του τη ζωή στην Καισαριανή. Εχει γράψει και ένα έμμετρο βιβλίο 350 σελίδων για την ιστορία της Καισαριανής, ανέκδοτο όμως. Πέθανε τη Δευτέρα 5 Μαρτίου πριν δει δημοσιευμένη τη συνέντευξη αυτή.  Εμείς τον είχαμε επισκεφτεί πριν, ένα Σάββατο μεσημέρι με τον κ. Θεόδωρο Ραιδεστινό που είναι φίλος του και ο άνθρωπος που μας έφερε σε επαφή. Οταν συναντάς έναν άνθρωπο όπως τον κ. Ατραΐδη δεν έχεις να κάνεις μόνο με μία πολύ συνοπτική παρουσίαση, αλλά με ένα κομμάτι ιστορίας μίας συγκεκριμένης εποχής. Και τι εποχή ήταν τότε στην ιστορική Καισαριανή!

Ο κ. Βαγγέλης Ατραΐδης στο γραφείο του σπιτιού του, όπου απομονώνεται και γράφει τραγούδια.(Φωτογραφία: «Εθνικός Κήρυξ»).

Ο πατέρας του ήταν ράφτης και γραμμένος στο ΚΚΕ, όπως πολλοί Μικρασιάτες μετανάστες που είχαν κοπιάσει τότε να σταθούν όρθιοι σε αυτή τη χώρα. Ετσι ξεκίνησε τις αναμνήσεις ο κ. Ατραΐδης και είχε πολλά να θυμηθεί… μιλώντας στον «Εθνικό Κήρυκα».
Το 1935 – 36 που ήταν περίπου δυόμισι χρόνων, ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν φοιτητής της Νομικής και έμενε στην Κόνωνος και όταν ξέμεινε από χρήματα, τον φιλοξένησε ο πατέρας του κ. Βαγγέλη.

Ο Τσιτσάνης έκανε παρέα με το θείο του, τον αδερφό του πατέρα του, τον Γιώργο τον Τρίχα. «Ετσι τον έλεγαν επειδή έλεγε σαχλαμαρίτσες και αργότερα εξελίχθηκε σε αντάρτη του Αρη Βελουχιώτη. Οποτε πήγαινα λοιπόν στης γιαγιάς μου τους έβλεπα τότε με τον …λουλά» λέει. Ηταν παιδί τότε αλλά αργότερα έγραψε την εμπειρία αυτή στο έμμετρο βιβλίο του: «Και ο Τσιτσάνης μέσα εκεί πρωτόπαιξε μπουζούκι/τα αλάνια της Καισαριανής το βάλανε στο λούκι/ Ο γέρος του τον σπούδαζε να γίνει δικηγόρος/ κι αυτός μαγκίτης έγινε και μπουζουξής μαγκιόρος/ κι από τα πέριξ της Συγγρού ως του Χριστοφιλέα έγραψε την Αρχόντισσα και τα άλλα τα ωραία».

Συνεχίζοντας την εξιστόρηση, λέει πως «ο πατέρας του είχε ταλέντο και έγινε πολύ καλός μουσικός. Συνέχισε όμως βιοποριστικά με το ραφείο μέχρι το 1946. Αλλά μετά οι δουλειές σταμάτησαν και μας έζησε με το μπουζούκι, αυτό το ίδιο που έχω ακόμα, (μας το δείχνει). Εγώ στο μεταξύ είχα έφεση να μάθω… αλλά ο πατέρας μου δεν με άφηνε. Μην ξεχνάμε ότι το μπουζούκι τότε δεν ήταν και σε μεγάλη εκτίμηση από την αστική τάξη. Το όνομα άλλωστε βγήκε από το μπουζού που σημαίνει φυλακή, εξ ου και μπουζουριάζω… στην αργκό γλώσσα».

Θυμάται που το 1965 έγινε ένα φεστιβάλ λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη όπου συμμετείχε και με 4 τραγούδια και δύο ερμηνεύτριες. Το ένα με τη Νίτσα Αντωνάτου πήρε και βραβείο.

Εφτά χρόνων έγραψε το πρώτο του στιχούργημα. Ηταν Κατοχή, πείνα, δυστυχία, μία μέρα η μάνα του πάει στο εικονοστάσι και κάνει το σταυρό της λέγοντας «Αχ Παναγίτσα μου λίγο λαδάκι να είχαμε να σου ανάψω το καντηλάκι και λίγο ψωμάκι να δώσω στον Βαγγελάκη»!

«’Με έπιασε το επαναστατικό μου’ λέει ο κ. Βαγγέλης, αν και εφτά χρόνων και με ύφος τής λέω: ‘Τι κάθεσαι και προσκυνάς τη ζωγραφιά ετούτη και μοιρολατρικά ζητάς να σου χαρίσει πλούτη. Σήκω επάνω μάνα μου, ύψωσε τη γροθιά σου και όσα βλέπεις γύρω σου θα γίνουνε δικά σου’».

Ηταν οι πρώτοι του στίχοι.

Το μνημονικό του κ. Ατραΐδη είναι εκπληκτικό στα 84 του χρόνια. Μαζί και το χιούμορ του. Ολα στη ζωή του ήταν ερεθίσματα που γινόντουσαν λαϊκά άσματα. «Κάθε μου εμπειρία γινότανε και στίχος…».

Ο κ. Βαγγέλης αν και πολύ νεαρός άρπαξε την ευκαιρία όταν ο συνθέτης Παπαϊωάννου πήρε το Χάραμα στην Καισαριανή και το μετέτρεψε από χορευτάδικο σε μπουζουξίδικο. «Εγώ με κοντά παντελονάκια, πήγαινα στον Παπαϊωάννου και του έλεγα ‘καλέ θείε γράφω τραγουδάκια’. Με κοιτούσε και μου έλεγε ‘αντε ρε μπάσταρδε από εδώ’».

Ο κ. Βαγγέλης Ατραΐδης με τον φίλο του Θεόδωρο Ραιδεστινό. Τους συνδέει η μουσική καθότι ο παππούς του κ. Ραιδεστινού Γεώργιος ο Β’ ήταν λαμπρός μελοποιός και πρωτοψάλτης της Μεγάλης Εκκλησίας. (Φωτογραφία: «Εθνικός Κήρυξ»).

Ερχεται όμως η σύμπτωση και γνωρίζει τον Γεράσιμο Κλουβάτο, μεγάλο όνομα της λαϊκής μουσικής την εποχή εκείνη. Τότε ο κ. Βαγγέλης, γράφει ένα τραγούδι και του το πηγαίνει. «’Σας έφερα ένα τραγούδι κε Γεράσιμε..’. Το διαβάζει και βλέπω ότι ανατρίχιασε… ‘Σοβαρά, εσύ το ‘γραψες’» ρωτάει τον έφηβο. «Και καμία μουσική του ’χεις βάλει;» του λέει.

«Οταν πεινάσεις άνθρωπε και βγεις να ζητιανέψεις, σε πλουσιόσπιτο ποτέ ψωμί να μην γυρέψεις…». Το πήρε ο Κλουβάτος και το τραγούδησε τότε η Νίνου «αν θυμάμαι καλά» λέει ο κ. Βαγγέλης. Με τη μόνη διαφορά ότι δεν είχε βάλει το όνομα του Ατραΐδη. Μία κακή συνήθεια της εποχής άλλωστε…

Αρχισε να γράφει τραγούδια, τα έπαιρνε ο πατέρας του και τα έδινε σε διάφορους μουσικούς. Την εποχή εκείνη γνωρίζει τον Βασιλόπουλο που ήταν γείτονας και ο οποίος τον γνώρισε στον Καζαντζίδη. Με μόνο αντάλλαγμα να μοιράζονται την ετικέτα του δίσκου…

Ο Βασιλόπουλος του στέλνει μία μέρα τον Καζαντζίδη και την Μαρινέλλα στο φτωχικό του. Ηταν ήδη απολυμένος από το Στρατό και παντρεμένος στα 24 του χρόνια.

«’Εσύ είσαι ο Βαγγέλης’ μου λέει ο Στέλιος. ‘Μου είπε ο Γιάννης (Βασιλόπουλος) ότι γράφεις τραγουδάκια’. Ηταν ένας βαρύς χειμώνας τότε, ανάψαμε τη σόμπα πετρελαίου και κάθισα ανάμεσά τους. Είχα ένα μάτσο τραγουδάκια και του τα δίνω. Βλέπει το πρώτο, βλέπει το δεύτερο και στο τρίτο το διαβάζει και το δίνει στην Μαρινέλλα λέγοντας ‘κοίτα εδώ ρε Κίτσα τι λέει ο άνθρωπος!’.

Ο Καζαντζίδης με ρώτησε τότε αν είμαι τεμέτερος (δηλ. αν είμαι δικός τους, Πόντιος) και εγώ επειδή είχα μία μακρινή ρίζα από τον Πόντο του απάντησα ναι. ‘Ε, Βαγγελάκη θα μου δώσεις ένα χαρτάκι να μου υπογράψεις ότι αυτό το τραγούδι είναι δικό σου;’.

‘Βεβαίως’, του απάντησα και το τραγούδι αυτό ήταν ‘κι αν γελάω είναι ψέμα, η καρδιά μου στάζει αίμα…’ που το είπε. Πήρε και το ‘μην κλαις γλυκειά μανούλα’, πήρε και τη ‘χήρα’. Στο ένα έβαλε το όνομά μου, στα άλλα δύο έβαλε το όνομα του πατέρα μου».

Ετσι το πρώτο του τραγούδι αυτό που που ερμήνευσε ο Καζαντζίδης το έγραψε σε ηλικία 15 χρόνων…. Το ερέθισμά του ήταν ένας φίλος του, ο Ηρακλής, με τον οποίο είχαν πάει μαζί για μπάνιο και πνίγηκε στο Φλοίσβο. Το πήρε ο Στέλιος Καζαντζίδης και το «άπλωσε» με τη φωνή του… «Μην κλαις γλυκειά μανούλα και εσύ αγάπη μου… Ο χάρος φτερουγίζει στο προσκεφάλι μου…».

Πηγή: ekirikas.com

Όλη η επικαιρότητα